Η επιστροφή στην «κανονικότητα», πέρα δηλαδή από τους μνημονιακούς περιορισμούς, αλλά και το αποτύπωμα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων στον χώρο της εργασίας, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας και τα εισοδήματα των πολιτών, αποτέλεσε για το Μέγαρο Μαξίμου ένα στοίχημα, από την αρχή της δεύτερης τετραετίας της Νέας Δημοκρατίας. Στο «παζλ», που άρχισε να συμπληρώνεται με την πρώτη αύξηση του κατώτατου μισθού, έρχεται να προστεθεί πλέον ως τελευταίο “κομμάτι” η υπογραφή μεταξύ της Κυβέρνησης και Εθνικών Κοινωνικών Εταίρων της Κοινωνικής Συμφωνίας για την Ενίσχυση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Μιας συμφωνίας, στην οποία το Μέγαρο Μαξίμου προσδίδει ιστορική διάσταση, καθώς, όπως επισημαίνεται, σηματοδοτεί το τέλος των μνημονιακών περιορισμών στις εργασιακές σχέσεις. Έχουν προηγηθεί πέντε αυξήσεις του κατώτατου μισθού -με την έκτη κατά σειρά αύξηση να έρχεται τον Απρίλιο και τον διακηρυγμένο στόχο της κυβέρνησης η βασική αμοιβή να φθάσει τα 950 ευρώ στο τέλος της τετραετίας- η μείωση της ανεργίας κάτω από το 9% -τον Σεπτέμβριο του 2025 καταγράφηκε στο 8,2%, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά από το 2008- το «ξεπάγωμα» των τριετιών, η αύξηση των συντάξεων και η πρόβλεψη για κατάργηση της προσωπικής διαφοράς των συνταξιούχων, καθώς και μεταρρυθμίσεις, όπως η ηλεκτρονική κάρτα εργασίας και οι νέες προβλέψεις για τις νέες μητέρες.
Το εργασιακό σκηνικό, για το οποίο η κυβέρνηση έχει δεχθεί σφοδρή κριτική από την αντιπολίτευση, επιχειρείται να αλλάξει, με το Μέγαρο Μαξίμου να εκτιμά ότι ειδικά η τελευταία εξέλιξη βάζει σε νέες βάσεις τις εργασιακές σχέσεις, αφού είναι η πρώτη φορά που μία τέτοια συμφωνία φέρει την υπογραφή του συνόλου των Εθνικών Κοινωνικών Εταίρων και της Πολιτείας, «χτίζοντας» ένα πλαίσιο που εξασφαλίζει σταθερότητα και ξεκάθαρους κανόνες τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τις επιχειρήσεις.
Για την κυβέρνηση, τον «πυλώνα» των εργασιακών σχέσεων έρχεται να συμπληρώσει ο «πυλώνας» των αποδοχών των εργαζομένων, με την ενίσχυση των εισοδημάτων να αποτελεί την «προμετωπίδα» της κυβερνητικής ατζέντας τα τελευταία τρία χρόνια. Την ώρα, που βρίσκεται σε φάση υλοποίησης το οικονομικό πακέτο των 5 δισεκατομμυρίων ευρώ, με την νέα φορολογική κλίμακα που βάζει τη μεσαία τάξη -κυρίως τους νέους και τις οικογένειες με παιδιά- σε πρώτο πλάνο, τα στοχευμένα επιδόματα μόνιμου χαρακτήρα για ευάλωτες ομάδες, όπως οι χαμηλοσυνταξιούχοι και τα ΑΜΕΑ και την στήριξη για όσους πλήττονται από την στεγαστική κρίση, επιστρέφοντας ένα ενοίκιο κάθε Νοέμβριο, το κυβερνητικό επιτελείο μιλά για μια προσπάθεια συνολικής αλλαγής της εικόνας και της πραγματικότητας, που βιώνουν οι πολίτες, εν μέσω μιας πληθωριστική κρίσης, που «ροκανίζει» τα εισοδήματα, σε κάθε περίπτωση.
Ως απάντηση στην κριτική, που δέχεται, το Μέγαρο Μαξίμου προτάσσει τα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία καταγράφεται αύξηση 22,3% στο πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων μέσα σε έξι χρόνια, συμπέρασμα το οποίο προκύπτει μετά την ενσωμάτωση, όπως επισημαίνεται, της επίδρασης του πληθωρισμού και των φορολογικών και ασφαλιστικών κρατήσεων, με το κυβερνητικό επιτελείο να μιλά για «άλμα στο εισόδημα που έχουν τα νοικοκυριά για δαπάνες».
Στην ίδια μέτρηση, καταγράφεται, μάλιστα, μεγάλη αύξηση της τελικής κατανάλωσης και μείωση του χρέους των νοικοκυριών προς το εισόδημά τους. Στην κυβέρνηση μιλούν για σαφή ένδειξη ότι η οικονομική ανάκαμψη της τελευταίας εξαετίας έχει υπερβεί την άνοδο του κόστους ζωής και έχει βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο του μέσου πολίτη. Συγκριτικά με το παρελθόν, μάλιστα, αναφέρεται ότι το 2016 και το 2017 η ετήσια αύξηση του διαθέσιμου πραγματικού εισοδήματος ήταν 0,48% και 0,46% αντίστοιχα, ενώ το 2018 σημειώθηκε οριακή πτώση της τάξης του 0,05%.
Στον αντίποδα, το 2021 η άνοδος των χρημάτων που μένουν στο πορτοφόλι κάθε πολίτη «εκτοξεύτηκε» στο 9% και το 2023 άγγιξε το 5%. Ως αποτέλεσμα ήταν η σταθερή και μεγάλη αύξηση της πραγματικής τελικής κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 17,8% μεταξύ 2018 και 2024, ξεπερνώντας για πρώτη φορά το επίπεδο του 2010. Επίσης, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, καταγράφεται εντυπωσιακή μείωση του ποσοστού του ιδιωτικού χρέους των νοικοκυριών ως προς το εισόδημά τους κατά 32 ποσοστιαίες μονάδες.
Με αφετηρία τα στοιχεία αυτά, το κυβερνητικό επιτελείο υπενθυμίζει ότι από τον Ιανουάριο τα χαμηλά και μεσαία κλιμάκια, με εισοδήματα έως 40.000 ευρώ, θα δουν μείωση τουλάχιστον 2 μονάδων στους φορολογικούς συντελεστές, ενώ νέοι εργαζόμενοι έως 25 ετών θα έχουν μηδενική φορολόγηση για εισόδημα έως 20.000 ευρώ και νέοι ηλικίας 25-30 ετών θα φορολογηθούν με μειωμένο συντελεστή 9%.
Η κυβέρνηση μιλά για αλλαγή σελίδας της ελληνικής οικονομίας, με στόχευση πλέον τη διάχυση της ανάπτυξης των τελευταίων ετών στους πολίτες. Αυτός θα είναι και ο άξονας που θα προτάξει στο τέλος της θητείας της, βάζοντας το διακύβευμα της κάλπης και το δίλημμα της εκλογικής αναμέτρησης, με επίδικο τη συνέχιση αυτής της πορείας ή τη διακινδύνευση της σε ένα περιβάλλον πολιτικής αστάθειας.
