Μπορεί τα φώτα να στράφηκαν, όπως πάντα συμβαίνει στα ελληνοτουρκικά, ωστόσο η πενθήμερη παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη, είχε εκτός από τον άξονα της εξωτερικής πολιτικής, το υπόβαθρο της προβολής της ελληνικής οικονομίας και συνολικά της χώρας ως ένας πόλος σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Το μήνυμα «η Ελλάδα επέστρεψε» ήταν αυτό που επεδίωξε να στείλει ο Έλληνας πρωθυπουργός στους διεθνείς συνομιλητές του και δη στους οικονομικούς παράγοντες. Αντίστοιχα, το μήνυμα «προϋπόθεση για όλα είναι η πολιτική σταθερότητα» ήταν αυτό που εξέπεμψε και από τις ΗΠΑ, με αποδέκτες και στο εσωτερικό.
Στις επαφές του με επενδυτές και ομογενείς, ο κ. Μητσοτάκης επέμεινε στην πρόοδο της ελληνικής οικονομίας κάνοντας λόγο για «ιστορία ανατροπής» -αναφέροντας για παράδειγμα ότι πριν από δέκα χρόνια η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου βρισκόταν στο 9,5%, όταν ο γαλλικός τίτλος στο 1% και σήμερα, η Ελλάδα δανείζεται φθηνότερα από τη Γαλλία και την Ιταλία- προέβαλε την μακροοικονομική σταθερότητα της χώρας, τα πρωτογενή και δημοσιονομικά πλεονάσματα, που καθιστούν, όπως είπε, την Ελλάδα εξαίρεση στον κανόνα στην Ευρώπη, τη μείωση των φόρων και τη στήριξη της μεσαίας τάξης, την επένδυση στις δημόσιες υπηρεσίες και τον περιορισμό της γραφειοκρατείας, τις μεταρρυθμίσεις, που έχουν γίνει, τη μείωση της ανεργίας από το 18% στο 8%, αλλά και τον ρυθμό μείωσης του ελληνικού χρέους, με την χώρα να παρουσιάζει την ταχύτερη βελτίωση της αναλογίας προς το ΑΕΠ ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ. Απευθυνόμενος πρωτίστως στους επενδυτές, έδωσε το στίγμα ότι η ελληνική οικονομία δε θέλει να βασίζεται μόνο στον τουρισμό, αλλά να προσελκύει επενδύσεις και σε άλλους τομείς όπου η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, κάνοντας λόγο για προσελκύσεις ξένων άμεσων επενδύσεων που υπερβαίνουν τα 30 δισεκατομμύρια την τελευταία εξαετία, προτάσσοντας τον τομέα της ενέργειας, αλλά και της τεχνολογίας ως ζητούμενα για τη χώρα.
«Πρέπει να μειώσουμε την εισοδηματική ανισότητα [...] έχουμε προσπαθήσει ξεκάθαρα να εστιάσουμε σε όσους δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα», είπε ο κ. Μητσοτάκης, επιχειρώντας να δείξει τον προσανατολισμό της οικονομικής του πολιτικής και στο εσωτερικό. Αυτό, άλλωστε, θα συνεχίσει να είναι το μείζον θέμα για την κυβερνητική ατζέντα, με την επιστροφή του πρωθυπουργού.
Η «οδηγία» είναι σαφής προς τα κυβερνητικά στελέχη, να επικοινωνήσουν όσα ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ, αλλά και τον περασμένο Απρίλιο, ειδικά από τη στιγμή που η εφαρμογή τους αρχίζει τον Νοέμβριο -όπως η καταβολή ενός ενοικίου στους ενοικιαστές ή το επίδομα των 250 ευρώ στους συνταξιούχους- με το κυβερνητικό επιτελείο να προσβλέπει στον Ιανουάριο, οπότε η φορολογική μεταρρύθμιση θα αρχίσει να αντανακλά στις αποδοχές των εργαζομένων. Στη βάση αυτής της προοπτικής θα αρχίσει να αναπτύσσεται, άλλωστε, και το κυβερνητικό επιχείρημα της ανάγκης διατήρησης της πολιτικής σταθερότητας, που οδηγεί σε αυτά τα αποτελέσματα για την οικονομία και τους πολίτες.
Την ώρα που οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν μια σταδιακή ενίσχυση της αποδοχής της κυβέρνησης και όσο εκτιμάται ότι υπάρχει ακόμη «χώρος» -με την «γκρίζα ζώνη» να είναι περί του 20%, τα μέτρα να μην έχουν ακόμη εφαρμοστεί, αλλά και τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων να δείχνουν ότι η ΝΔ δε «χάνει» σε επικίνδυνο βαθμό προς την αντιπολίτευση- ο κ. Μητσοτάκης αναμένεται να αξιοποιήσει στο έπακρο τον κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού και την αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να πιστωθεί τις κυβερνητικές απώλειες, εν αναμονή, μάλιστα, των εξελίξεων, που ενδεχομένως να υπάρξουν και αφορούν στην επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Ήδη από τις ΗΠΑ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε ότι «η Ελλάδα πειραματίστηκε με τον λαϊκισμό» το 2015, υπενθυμίζοντας ότι η χώρα οδηγήθηκε ένα τρίτο μνημόνιο, καθυστερώντας την έξοδό της από την κρίση κατά μια τετραετία. «Φυσικά, οι πολίτες τείνουν να ξεχνούν και πρέπει να τους υπενθυμίζουμε πώς ήταν τα πράγματα πριν από μια δεκαετία και την πρόοδο που έχουμε σημειώσει, γιατί καμία πρόοδος δεν είναι μη αναστρέψιμη σε μια δημοκρατία», τόνισε μιλώντας στη Wall Street Journal και η τελευταία φράση, περί αναστροφής της προόδου αναμένεται επίσης να αποτελέσει κεντρικό επιχείρημα για την κυβέρνηση το επόμενο διάστημα, που θα υπενθυμίζει ότι η ΝΔ είναι η μόνη πολιτική δύναμη που έχει ένα σχέδιο για τη χώρα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε, όμως, από τις ΗΠΑ και το περίγραμμα του διακυβεύματος, που θα θέσει, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «στο τέλος της ημέρας, όταν παρουσιάσω το έργο μας το 2027, στις επόμενες εκλογές, θα ζητήσω από τους πολίτες να κοιτάξουν πίσω. Τι τους είπα το 2023; Τι πέτυχα μέχρι το 2027; Έκανα αρκετά καλή δουλειά; Ποιο είναι το σχέδιό μου για το μέλλον;».
Το επόμενο διάστημα, με αφορμή τα «ανοιχτά» ζητήματα, όπως για παράδειγμα η Εξεταστική Επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, η κυβέρνηση αναμένεται να ανεβάσει τους τόνους απέναντι, κυρίως, στο ΠΑΣΟΚ. Ήδη, κυβερνητικές πηγές μιλούν για απελπισία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και χαρακτηρίζουν τη Χαριλάου Τρικούπη «ουρά» της Ζωής Κωνσταντοπούλου, χαρακτηρισμό, που έχουν αποδώσει και στο παρελθόν στο ΠΑΣΟΚ, όταν η τραγωδία των Τεμπών μονοπωλούσε την πολιτική αντιπαράθεση.
Η επιστροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη από τις ΗΠΑ, βρίσκει σε μια νέα φάση και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπου το τοπίο παραμένει «θολό», στη σκιά της ακύρωσης της συνάντησης Μητσοτάκη - Ερντογάν και κυρίως, μετά τη συνάντηση του Τούρκου προέδρου με τον Ντόναλντ Τραμπ. Παρότι το κλίμα επαναπροσέγγισης Ουάσιγκτον-Άγκυρας είναι σαφές, η κυβέρνηση αναμένει το επόμενο διάστημα να φανεί αν και ποια είναι τα απτά αποτελέσματα αυτής της συνάντησης, αντιτείνοντας για παράδειγμα, ότι όσο οι δύο ηγέτες συζητούσαν για το ενδεχόμενο η Τουρκία να επανενταχθεί στο πρόγραμμα των F35, ο κ. Μητσοτάκης συναντούσε τον πρόεδρο της κατασκευάστριας εταιρείας Lockheed Martin για την υλοποίηση του προγράμματος στο οποίο μετέχει ήδη η Ελλάδα και όσο η Άγκυρα προειδοποιούσε για τα όσα συμβαίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο, ο Έλληνας πρωθυπουργός συζητούσε με τον Αντιπρόεδρο της ExxonMobil για την ενεργειακή συνεργασία. Σε κάθε περίπτωση, η πορεία του ελληνοτουρκικού διαλόγου παραμένει αυτήν τη στιγμή ως άγνωστος Χ στην εξίσωση των σχέσεων των δύο χωρών.