Τα επίχειρα
Eurokinissi
Eurokinissi

Τα επίχειρα

Τα εξοργιστικά περιστατικά βίας που συνέβησαν τις τελευταίες μέρες στη Νομική Σχολή της Αθήνας, στο ΑΠΘ αλλά και στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου, δείχνουν ότι οι συμμορίες που λυμαίνονται τα ελληνικά πανεπιστήμια τις τελευταίες δεκαετίες, εξακολουθούν δυστυχώς να έχουν το πάνω χέρι.

Μπορεί τα τελευταία χρόνια να εκκενώνονται καταλήψεις, μπορεί να αυστηροποιήθηκε ο ποινικός κώδικας, μπορεί να καταργήθηκε το άσυλο, το πρόβλημα ωστόσο της ανομίας στα πανεπιστήμια παραμένει.

Και το πρόβλημα αυτό δεν λύθηκε για πολλούς λόγους.

Κατ’αρχάς γιατί η κυβέρνηση έκανε ανεξήγητα πίσω με την πανεπιστημιακή αστυνομία που εξήγγειλε και ψήφισε πριν από 4 ολόκληρα χρόνια. Ήταν μια ακατανόητη απόφαση και μια αστοχία πρώτου μεγέθους, που έστειλε το λάθος μήνυμα υποχώρησης, φοβικοτητας και συμβιβασμού στα κακοποιά στοιχεία.

Μαζί με την πανεπιστημιακή αστυνομία, φαίνεται όμως πως μας άφησε χρόνους και ο περίφημος νόμος για τις διαδηλώσεις. Ψηφίστηκε μεν εν χορδαίς και οργάνοις, δεν εφαρμόστηκε όμως σχεδόν ποτέ. Ενώ και οι κάμερες στους αστυνομικούς που επίσης εξαγγέλθηκαν επανειλημμένα, φαίνεται πως παραπέμπονται κι αυτές στις καλένδες.

Παράλληλα, κάποιοι αυτόκλητοι Ρομπέν των Δασών και «υπερασπιστές του δικαίου», όπως οι Ρουβίκωνες, αφήνονται σχεδόν ανενόχλητοι να συνεχίζουν τις «παρεμβάσεις» τους και να τρομοκρατούν δίκαιους και αδίκους.

Κατά δεύτερο λόγο, και για να είμαστε ειλικρινείς, ελάχιστοι στήριξαν οποιοδήποτε μέτρο καταπολέμησης της βίας. Απεναντίας, πολλοί απ’ αυτούς που χύνουν τώρα κροκοδείλια δάκρυα για τη βία στα πανεπιστήμια, ήταν οι ίδιοι που προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας με την ελπίδα να κριθεί η πανεπιστημιακή αστυνομία, αντισυνταγματική.

Η κοινωνία παρακολουθεί μάλλον αδιάφορα αν όχι με απάθεια αυτά που διαδραματίζονται, ο Τύπος και τα ΜΜΕ συχνά διαστρέφουν τα γεγονότα κατηγορώντας με το παραμικρό την Αστυνομία, τα πολιτικά κόμματα ιδίως της Αριστεράς, αντί να καταδικάζουν ξεκάθαρα και κατηγορηματικά τα απαράδεκτα περιστατικά, κατηγορούν μονίμως την κυβέρνηση, η πανεπιστημιακή κοινότητα φοβάται κι αυτή να τα βάλει με τα στοιχεία του κοινωνικού περιθωρίου και πετάει το μπαλάκι πίσω στην κυβέρνηση.

Φαύλος κύκλος που έχει όμως βαθύτερα αίτια. Και το βασικότερο απ’ αυτά είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει παγιωθεί μια κουλτούρα παραβατικότητας και ανοχής στη βία, σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας.

Και αυτό δεν είναι καθόλου άσχετο με την καθολική ιδεολογική επικράτηση της Αριστεράς στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Μιας Αριστεράς που έβλεπε πάντοτε τα πανεπιστήμια ως προνομιακούς χώρους επιρροής και ως ιδανικά φυτώρια εκκόλαψης νέων πολιτικών στελεχών της.

Το παιχνίδι λοιπόν δεν χάθηκε τώρα αλλά πολλά χρόνια πριν όταν η Αριστερά, κατάφερε και επικράτησε ιδεολογικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ενοχοποιήσει συνολικά την ελληνική κοινωνία, διαστρέφοντας εντελώς το νόημα λέξεων, εννοιών και καταστάσεων.

Η Ελλάδα πρέπει να είναι η μοναδική χώρα του πολιτισμένου κόσμου όπου οι έννοιες νόμος και τάξη σηματοδοτούν κάτι σκοτεινό, ύποπτο και απεχθές, οι καταλήψεις και οι βανδαλισμοί θεωρούνται «ακτιβισμός», η ανυπακοή απέναντι σε νόμους και κανόνες θεωρούνται «πράξεις αντίστασης», τρομοκράτες και άτομα του κοινωνικού περιθωρίου με συστηματικά παραβατική συμπεριφορά θεωρούνται «αγωνιστές», «διωκόμενοι» ή και «πολιτικοί κρατούμενοι», μέτρα και δράσεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας θεωρούνται «τρομοϋστερία» η αυτονόητη εφαρμογή των νόμων θεωρείται «καταστολή», και οτιδήποτε γενικά παραπέμπει σε κανόνες συντεταγμένης πολιτείας θεωρείται «αυταρχισμός».

Κάπως έτσι και για τον ίδιο ακριβώς λόγο, μας πήρε περίπου 30 χρόνια για να εξαρθρώσουμε την τρομοκρατία.

Η απέχθεια και η καχυποψία απέναντι στην αστυνομία θεωρείται κάτι σχεδόν απολύτως φυσικό για μεγάλο μέρος του πληθυσμού ενώ το “μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι” έφτασε να λέγεται χωρίς ντροπή ακόμα και από πολιτικά πρόσωπα.

Μέσα σε όλο αυτό το αρρωστημένο κλίμα, ο στόχος που σχεδόν επετεύχθη, ήταν να μετατραπούν οι Αρχές που είναι επιφορτισμένες με την τήρηση του νόμου και της τάξης, σε ευνουχισμένες, πλαδαρές και φοβισμένες οντότητες οι οποίες με την παραμικρή υποψία υπέρβασης δράσης, στέκονται ενοχικά στη γωνία και απολογούνται για παραβιάσεις θεμελιωδών τάχα ανθρώπινων δικαιωμάτων, των οποίων φυσικά την προστασία έχει αναλάβει μονοπωλιακά και εξ ορισμού η Αριστερά.

Τεράστιες ευθύνες φυσικά έχουν και όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης που αντιμετώπισαν φοβικά τα φαινόμενα βίας και ανομίας, αφήνοντάς τα να θεριέψουν, να εξελιχθούν και να ξεφύγουν τελικά από κάθε έλεγχο.

Και φτάσαμε στο σήμερα όταν μετά τα πρόσφατα περιστατικά, εξαγγέλθηκαν πάλι μέτρα για την καταπολέμησή της παραβατικότητας στα πανεπιστήμια.

Μόνο που τώρα υπάρχει πλέον μια βασική διαφορά. Έχουν περάσει ήδη 6 χρόνια από τις εκλογές του ’19, όταν εξελέγη για πρώτη φορά η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τον Μητσοτάκη πρωθυπουργό. Μια κυβέρνηση που βρίσκεται πλέον στο μέσον της δεύτερης θητείας της, καταγράφοντας - όπως είναι φυσικό - φθορά και έχοντας αναλώσει αρκετά μεγάλο μέρος του πολιτικού της κεφαλαίου.

Και μέτρα τέτοιου είδους, είθισται να παίρνονται στην αρχή της κυβερνητικής θητείας, όταν το πολιτικό κεφάλαιο είναι σχετικά αλώβητο. Και να εφαρμόζονται απαρέγκλιτα.

Το φίδι δεν πατήθηκε όταν έπρεπε στο κεφάλι, εισπράττουμε τώρα τα επίχειρα.