Τα «αγκάθια» Μητσοτάκη και Τσίπρα 

Τα «αγκάθια» Μητσοτάκη και Τσίπρα 

Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε…κορονοϊός κελεύει. Στο παρελθόν οι πανδημίες σκόρπισαν μαζικό θάνατο, αποδυνάμωσαν και επέφεραν κατάρρευση αυτοκρατοριών, έγιναν οι μήτρες γέννησης ιστορικών εποχών. Σήμερα, με την ανάπτυξη της επιστήμης και της πληροφορίας, ο υγειονομικός έλεγχος είναι ισχυρός, ωστόσο δεν αποφεύγεται η δριμεία οικονομική  δυσπραγία.

Το Κέντρο Έρευνας και Πολιτικής Λοιμωδών Νόσων του πανεπιστημίου της Μινεσότα υπολογίζει ότι η πανδημία πιθανότατα θα διαρκέσει δύο χρόνια τουλάχιστον! Ως εκ τούτου και οι προγραμματισμοί, οι αντιδράσεις, τα σενάρια  των πολιτικών αρχηγών γίνονται ψηλαφιστά επί  μιας  πραγματικότητας  που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και μετάλλαξη. Ουδείς μπορεί να προείπει  πως θα είναι το μέλλον, ποιες οι διαθέσεις  του λαού, το θυμικό του και οι επιλογές του.

Αν  ισχύσει η αισιόδοξη πρόβλεψη Σταϊκούρα  για ύφεση φέτος στο 4,7%  στη χώρα μας, η κατάσταση θα είναι ευοίωνη, ευθύγραμμη, προβλέψιμη και σχετικώς ελέγξιμη. Εάν δικαιωθούν οι περίπου εσχατολογικές απόψεις διεθνών οργανισμών κύρους, το μέλλον φαντάζει απρόβλεπτο και τρομοκρατικό. 

Η ΝΔ δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά. Παραμένει η συντηρητική παράταξη της παλαιάς δεξιάς, των «καραμανλικών» (μια ομπρέλα που δεν έχει ιδεολογικές συνισταμένες  και μάλλον καλύπτει ιδεολογική ένδεια), και με μπόλιασμα  νεοφιλελευθέρων και φιλελευθέρων. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης έδειξε ευελιξία και αποδοχή των μηνυμάτων των καιρών, όπως ας πούμε την αποδοχή της αναγκαιότητας ενός ισχυρού ΕΣΥ.

Ούτως ή άλλως με τέτοια θριαμβικά ποσοστά λαϊκής αποδοχής που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, είναι αδιαφιλονίκητος για πολύ καιρό, έστω κι αν είναι «ξένος» στο κόμμα. Οι δυσαρέσκειες που αντιμετωπίζει προς το παρόν εστιάζονται σε δύο μέτωπα. Στο μεταναστευτικό, και στην επιλογή των κυβερνητικών στελεχών.

Το πρώτο είναι παραδοσιακό πρόβλημα που συγκεντρώνει τη δυσανεξία και ευρύτερων στρωμάτων του λαού. Στο θέμα της κυβερνητικής στελέχωσης όμως, οι αντιδράσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ολίγον σουρεάλ. Η δυσαρέσκεια  ενός παραδοσιακού τμήματος του κυβερνητικού κόμματος δεν απορρέει από κριτική διάθεση για τις επιδόσεις της  κυβέρνησης αλλά από το γεγονός ότι εμπεριέχει πρόσωπα που δεν είναι «δικά τους».

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση  του Κυριάκου Πιερακάκη. Ο υπουργός πραγματοποιεί  μια κοσμογονία όσον αφορά στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και βγάζει πολλαπλώς  ασπροπρόσωπη την κυβέρνηση. Τον «μακαρίζουν» όσοι έχουν συχνές συναλλαγές με το δημόσιο, ή όσοι έχουν περιοδική επαφή με τους θεράποντες ιατρούς τους, για την ηλεκτρονική συνταγογράφηση. Γίνεται δε μνεία στο έργο του  από έντυπα  του εξωτερικού. Αλλά το μεγάλο  μαράζι κάποιων παραδοσιακών ΝΔτων είναι ότι το 2015 «υποστήριζε τους σοσιαλιστές» (που τους είδαν τους σοσιαλιστές;).

Σε κάθε περίπτωση πάντως, και καθότι ως γνωστόν η εξουσία αποτελεί συνεκτική ύλη, τα προβλήματα του Μητσοτάκη είναι ελάχιστα και χωρίς επιπτώσεις. Θα μπορούσαν να αναχθούν στο επίπεδο του πολιτικού κουτσομπολιού.    

Μεγαλύτερα είναι τα προβλήματα του Τσίπρα. Κατ’ αρχάς ένα μεγάλο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ  δεν έχει κατανοήσει γιατί έχασε – όταν έχει κατανοήσει πως έχασε! Οι παλιές δοξασίες ότι η αριστερά είναι η μόνη που ενδιαφέρεται για το λαό ενώ οι άλλοι ενδιαφέρονται μόνο για την ολιγαρχία του πλούτου, παραμένουν αλώβητες εν ζωή. Αρα δεν τους βγαίνει  η εξίσωση ότι ο λαός οικειοθελώς τους απομάκρυνε. Κάτι άλλο συμβαίνει, και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι τα πουλημένα Μέσα Ενημέρωσης  που παρέσυραν τον λαό στην… αντιταξική του επιλογή.

Επίσης ο Τσίπρας δέχεται έντονη  κριτική από ένα τμήμα αριστερών «ταλιμπάν» για την ήπια στάση του απέναντι στην κυβέρνηση στο θέμα του κορωνοϊού (λες και μπορούσε να κάνει διαφορετικά). Η στάση αυτή μπορεί να εκτιμήθηκε δεόντως από το εκλογικό σώμα και να αποτυπώθηκε στις δημοσκοπήσεις, αλλά ξεσήκωσε την μήνιν των «Πολάκηδων» (εδώ να εξηγήσουμε ότι η ονοματοδοσία  δεν σημαίνει ότι ο «αψύς» Κρητικός έχει κάποια ομάδα. Απλώς ως εμβληματικό πρόσωπο  έχει «δανείσει» το όνομά του σε κάθε έκφραση σκληρής, συνολικής, κάθετης και αλόγιστης αντιπολίτευσης, εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ).

Την στάση του Τσίπρα στηρίζει το θεσμικό «απαράτ» του κόμματος, τα παραδοσιακά -  και ιστορικά λεγόμενα – στελέχη, όπως ο Νίκος Βούτσης, ο Γιάννης Δραγασάκης, ο Νίκος Φίλης, ο Πάνος Σκουρλέτης, ο ευρωπαίος Ευκλείδης  κ.α.  Όμως απέναντί τους έχουν τις πρώην «Συνιστώσες» που μπορεί να συγχωνεύτηκαν στο ενιαίο κόμμα στο συνέδριο του 2013 και να έγιναν «Τάσεις», αλλά ποτέ δεν απέκτησαν ενιαία άποψη. Τα… άγρια παιδιά των αριστερίστικων «Τάσεων» εξακολουθούν να θεωρούν χρέος του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει ανειρήνευτο αγώνα κατά της δεξιάς και του Μητσοτάκη.

Ετσι ο Τσίπρας δεν μπορεί να εκπονήσει ενιαία και συμπαγή γραμμή κεντροαριστερής κατεύθυνσης. Αφενός «δεν το έχει» από πολιτική κουλτούρα, αφετέρου το «αριστερό» τμήμα του κόμματος, τον τραβάει «από το μανίκι» προς αντίθετη κατεύθυνση.   

Αυτά προς το παρόν ισχύουν σε μια γραμμική εξέλιξη των πραγμάτων. Αγνωστο αν ο κορονοϊός θα επιτρέψει την συνέχιση της  γραμμικότητας, ή αν  θα αλλάξει τόσο δραματικά το τοπίο,  που σε κάποιο καιρό όλα αυτά θα τα αντιμετωπίζουμε σαν νοσταλγικές γραφικές ενασχολήσεις.