Από την απαρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η γεωργία λειτουργεί υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς ενισχύσεων, οι οποίες κατανέμονται ανά κράτος μέλος. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα λαμβάνει τα ενισχυτικά ποσά και τα διαθέτει μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ, βάσει των δηλώσεων αγροτών και κτηνοτρόφων.
Ο επιδιωκόμενος στόχος των επιδοτήσεων αυτών είναι η στήριξη του αγροτικού εισοδήματος και η αντιστάθμιση των ανισοτήτων που δημιουργούνται από τις περιβαλλοντικές και γεωγραφικές συνθήκες, όπως ξηρασία, μειωμένη παραγωγή, δυσπρόσιτοι προορισμοί, επηρεάζοντας σε άμεσο βαθμό τις καλλιέργειες.
Στην Ελλάδα όμως, όλες αυτές οι επιδοτήσεις αποτέλεσαν αντικείμενο πολιτικής εργαλειοποίησης εξαγοράς ψήφων, χωρίς να έχουν συχνά σημαντικό παραγωγικό αντίκρισμα.
Οι συνεπείς παραγωγοί απέναντι στη γραφειοκρατία και το αναξιόπιστο σύστημα
Ως αγρότης, παραγωγός και ιδιοκτήτης καθετοποιημένης μονάδας αλευροποίησης – καλλιέργεια, μεταποίηση, διανομή – αξιολογώ θετικά τους ενισχυτικούς πόρους, οι οποίοι κατά την άποψη μου δεν αποτελούν επιπλέον εισόδημα, αλλά κεφάλαιο κίνησης. Η εποχή χορήγησης των επιδοτήσεων ξεκινά κυρίως κατά τη διάρκεια των χειμερινών καλλιεργειών, οπότε τα έξοδα παραγωγής είναι αυξημένα. Ιδιαίτερα αν οι θερινές καλλιέργειες, όπως τα καλαμπόκια, δεν έχουν αποδώσει, το κόστος αυξάνεται υπέρμετρα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τίθενται και ζητήματα επιβίωσης από την απώλεια εισοδήματος, καθιστώντας τις επιδοτήσεις απόλυτα αναγκαίες για την απρόσκοπτη λειτουργία του αγροτικού χώρου.
Φέτος, έλαβα ενημέρωση από τον ΟΠΕΚΕΠΕ για το «ψαλίδισμα» της επιδότησης, με αιτιολογία τη δική μου ενιαία δήλωση ενός εκ των αγροτεμαχίων μου, που αποτελούνταν από τρεις καλλιέργειες, με την επισήμανση της αναγκαιότητας δήλωσής του αγροτεμαχίου σε τρία διακριτά μέρη.
Παρότι η δήλωση μου δεν ήταν ψευδής, καθώς η δηλωμένη έκταση δεν ήταν πλασματική, η επιβολή ποινής ήταν ίδια με αυτή των ψευδών δηλώσεων.
Πρόκειται για ένα από τα γραφειοκρατικά λάθη στα οποία σε εξωθεί ο ΟΠΕΚΕΠΕ, εξαιτίας της πληθώρας εγγράφων και των δαιδαλωδών διαδικασιών που απαιτεί, ώστε να δύναται να δικαιολογεί, κατά το δοκούν, περικοπές ενισχύσεων, δημιουργώντας δημοσιονομικά περιθώρια κατεύθυνσης των ποσών στους ημέτερους και συντήρησης του πελατειακού συστήματος, χωρίς αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια.
Η πολιτική ανοχή των κυβερνήσεων: Από το ΠΑΣΟΚ μέχρι σήμερα
Οι στρεβλώσεις που υπάρχουν στον ΟΠΕΚΕΠΕ δε δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά είναι ένα φαινόμενο που συντηρείται από τις αρχές του 1980, με αφετηρία την πολιτική του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου, για τη «λαϊκή πρόσβαση» στα κοινοτικά κονδύλια. Έκτοτε ξεκίνησε μία ευρεία κουλτούρα υπερκατανάλωσης των ενισχύσεων, χωρίς αυτό να αποτυπώνεται στην παραγωγική διαδικασία.
Ο εξοπλισμός πολλών αγροτών παραμένει απαρχαιωμένος, ενώ οι τρόποι καλλιέργειας δεν έχουν εξελιχθεί ανά τα χρόνια. Στην πορεία των χρόνων δημιουργήθηκαν, κατά κύριο λόγο, άτυπες δομές για την εύρεση κενών στο σύστημα και τελικά την κατά βούληση αξιοποίηση των πόρων.
Συγκεκριμένα, βρέθηκαν βοσκοτόπια σε περιοχές άνυδρες, καλλιέργειες που ποτέ δε φύτρωσαν, και αγρότες που ποτέ δεν έσπειραν ή και αγρότες με μόνιμο τόπο κατοικίας κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο.
Το σύστημα αυτό εξελίχθηκε και επιβίωσε μέχρι σήμερα ανεξαρτήτως κυβερνήσεων. Παρ’ όλη την αλματώδη τεχνολογική πρόοδο, τα τεχνολογικά μέσα δεν αξιοποιήθηκαν ή αξιοποιήθηκαν για τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου ή και παρακάμφθηκαν από πολιτικές πιέσεις.
Ποιος πληρώνει τις παθογένειες του ΟΠΕΚΕΠΕ;
Μετά την αποκάλυψη των εκτεταμένων παρατυπιών και την επιβολή προστίμου από την Ευρωπαϊκή επιτροπή για τη μη συμμόρφωση στους κανονισμούς των ενισχύσεων, το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιος πληρώνει για όλα αυτά;
Η απάντηση, μετά τα σημερινά δημοσιεύματα, είναι σαφής, το πρόστιμο θα καλυφθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δηλαδή σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να επιβαρυνθούν όσοι επιτήδειοι καταχράστηκαν τα κοινοτικά κονδύλια ούτε οι αρμόδιοι φορείς που απέτυχαν να ελέγξουν τη διακίνηση του χρήματος. Το κόστος αυτόματα μετακυλίεται σε όλους τους συνεπείς φορολογούμενους – αγρότες, μισθωτούς, συνταξιούχους, ελεύθερους επαγγελματίες – μέσω της έμμεσης επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού.
Με πολύ απλά λόγια ο τίμιος παραγωγός, όχι μόνο δεν παίρνει ό,τι του αναλογεί, αλλά καλείται και να συμμετάσχει ως φορολογούμενος στην αποπληρωμή του ευρωπαϊκού προστίμου.
Απουσία κρατικής βούλησης
Τα τεχνολογικά μέσα υπάρχουν και αρκεί να αξιοποιηθούν με καθολικό τρόπο κι όχι επιλεκτικό. Δυναμικές δράσεις, όπως η διασταύρωση των ενισχύσεων με τιμολόγια και το τζίρο της επιχείρησης, η ταυτοποίηση των εκτάσεων μέσω δορυφόρων, η αποτύπωση του όγκου παραγωγής, είναι μονάχα μερικά από τα ρεαλιστικά βήματα για ένα αδιάβλητο σύστημα επιχορήγησης των πραγματικών αγροτών.
Το σημερινό ζήτημα δεν έχει να κάνει με την αγροτική πολιτική, αλλά με την αδυναμία και απουσία βούλησης του ελληνικού κράτους να προστατέψει την υγιή παραγωγή.
Αν οι συνεπείς παραγωγοί συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται δυσμενέστερα από τους «επαγγελματίες επιδοματούχους», τότε το πρόβλημα δε θα είναι πια μόνο οικονομικό, αλλά θα αποτελέσει βαθύ επαγγελματικό πλήγμα με κοινωνικές προεκτάσεις.
Όταν η στόχευση δεν είναι η παραγωγή, αλλά οι κατάλληλες κυβερνητικές γνωριμίες για τη χορήγηση επιδομάτων, θα προκληθούν αντικίνητρα με συνέπεια τον μαρασμό της αγροτικής δραστηριότητας.
Οι συνεπείς παραγωγοί θα εγκαταλείπουν το επάγγελμα, αδυνατώντας να ανταγωνιστούν ένα σύστημα που βασίζεται στις πολιτικές γνωριμίες, αφήνοντας μετέωρο τον ελληνικό αγροτικό ορίζοντα.
*Ο Χρήστος Αθανασόπουλος είναι επιχειρηματίας-αγρότης