Πώς παρακολουθεί την πολιτική θύελλα στη Γαλλία - Το διακύβευμα της σταθερότητας
AP
AP
Κυβέρνηση

Πώς παρακολουθεί την πολιτική θύελλα στη Γαλλία - Το διακύβευμα της σταθερότητας

Όταν η δεύτερη οικονομία της Ευρωζώνης αναζητά τον πέμπτο της πρωθυπουργό μέσα σε διάστημα δύο ετών, τότε είναι σαφές ότι το σύνολο της Ευρώπης δεν νιώθει... ήρεμο. Η Γαλλία είναι πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει, όπως στο παρελθόν ήταν και η Ιταλία, σημειώνουν οι αναλυτές και αυτή η παραδοχή δείχνει ακριβώς γιατί οι εξελίξεις στο Παρίσι μπορεί να προκαλέσουν ευρύτερες αναταράξεις στην ευρωπαϊκή οικονομία και όχι μόνο.

Το επίδικο στη γαλλική πολιτική σκηνή είναι ένας Προϋπολογισμός μείωσης δαπανών, η ανάγκη μεγάλων περικοπών, ώστε η οικονομία να επανέλθει στις «ράγες» της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η ενίσχυση των ακραίων φωνών, δεξιά και αριστερά, η πρώτη συνέπεια της αναταραχής. 

Η ελληνική κυβέρνηση συμμερίζεται τον προβληματισμό και τον σκεπτικισμό για τις εξελίξεις, που επικρατεί και στις Βρυξέλλες. Το μέγεθος της γαλλικής οικονομίας και οι επιπτώσεις για το σύνολο της ευρωπαϊκής, που θα μπορούσε να έχει ο πλήρης εκτροχιασμός της, ο καταλυτικός ρόλος του Παρισιού στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και δη, στο θέμα της Ουκρανίας, αλλά και η στρατηγική σχέση Ελλάδας - Γαλλίας, είναι αρκετοί λόγοι για να παρακολουθεί η Αθήνα τις εξελίξεις από κοντά. 

Όσα διαδραματίζονται στη γαλλική πολιτική σκηνή επαναφέρουν για την Ελλάδα, έστω και με την αναλογία που αντιστοιχεί στις δύο περιπτώσεις, το deja vu ενός γνώριμου σκηνικού, που περνά ήδη στη δημόσια πολιτική συζήτηση. Στη συνέντευξη Τύπου της ΔΕΘ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε την ανησυχία του, μίλησε για «εγκλωβισμό» της Γαλλίας και μάλιστα για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα «σε μία κατάσταση οιονεί ακυβερνησίας, με μία κυβέρνηση η οποία δυσκολεύεται να ψηφίσει Προϋπολογισμό, έρμαια δυνάμεων και από τα δεξιά και από τα αριστερά, συχνά με στοιχεία λαϊκισμού, που εγκλωβίζουν τη Γαλλία σε ένα πολιτικό αλλά και οικονομικό αδιέξοδο».

Αυτή η περιγραφή του κ. Μητσοτάκη, με τις παραμέτρους της ανόδου του λαϊκισμού και του κινδύνου του αδιεξόδου, να έρχονται να συμπληρώσουν την εκπεφρασμένη θέση του για τη σημασία της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, που ο ίδιος θέτει ως βασική προϋπόθεση για τη χώρα και ως κεντρικό διακύβευμα κάθε εκλογικής πορείας. Το διακύβευμα αυτό, άλλωστε, θέτει ήδη από τώρα το Μέγαρο Μαξίμου στην τελική ευθεία της τετραετίας, με τη ρευστότητα που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις και τον κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού, να δρουν ενισχυτικά στην επιχειρηματολογία του.

Η κυβερνητική ρητορική για τους κινδύνους που ενέχει ένα ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας, που θα προέκυπτε μετά από μια εκλογική αναμέτρηση, με ευθεία προβολή για παράδειγμα στην οικονομία, θα ενταθεί όταν πλησιάσει η ώρα των διλημμάτων της κάλπης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπογράμμισε, άλλωστε τον οικονομικό αντίκτυπο των εξελίξεων στο Παρίσι, υπενθυμίζοντας ότι η Γαλλία, σήμερα, δανείζεται πιο ακριβά από την Ελλάδα, ενώ πριν από δέκα χρόνια δανειζόταν με κάτω του 1% και η χώρα μας με 9%.

«Αυτό, θα έλεγα, είναι η καλύτερη απόδειξη της σημασίας της πολιτικής σταθερότητας σε αυτό το ευμετάβολο διεθνές οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον», τόνισε την Κυριακή, υποδεικνύοντας και την επιχειρηματολογία που θα αναπτύξει το επόμενο διάστημα. Σε αυτήν την επιχειρηματολογία η σύνδεση της ύπαρξης μιας ισχυρής κυβέρνησης, που να μπορεί να «υπηρετήσει», όπως λέει ο κ. Μητσοτάκης, την οικονομία και την κοινωνία, θα είναι ο ένας από τους δύο πόλους -μαζί με την τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβε το 2023- που η κυβέρνηση θα προτάξει, όταν θέσει τα εκλογικά διλήμματα στους πολίτες.

Δίλημμα, που στόχος του Μεγάρου Μαξίμου είναι να μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω από την οικονομική πραγματικότητα, που οι πολίτες θα βιώνουν, όταν έρθει η ώρα των εκλογών, με την κυβέρνηση να θέλει να έχει επιτύχει την κεντρική της δέσμευση για ενίσχυση των εισοδημάτων, μείωση της φορολογίας, πτώση της ανεργίας σε επίπεδα προ κρίσης, ανάπτυξη της οικονομίας και «αντανάκλαση» αυτής της ανάπτυξης σε κομβικούς τομείς, όπως η υγεία και η παιδεία. 

Με δεδομένη τη θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι η σταθερότητα διασφαλίζεται με ισχυρές κυβερνήσεις και τέτοιες είναι μόνο οι μονοκομματικές, ο στόχος της αυτοδυναμίας για τη Νέα Δημοκρατία είναι σαφές ότι θα παραμείνει μέχρι τέλους. Η πολυδιάσπαση του εκλογικού σώματος, όπως αποτυπώνεται στις μετρήσεις, αλλά και τα ποσοστά της ΝΔ, που αυτή την ώρα είναι μακριά από την επίτευξη του στόχου αυτού, βάζουν ουσιαστικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο το Μέγαρο Μαξίμου καθορίζει τη στρατηγική του το επόμενο διάστημα, επιχειρώντας να διαμορφώσει ένα σχέδιο, που θα ξεπερνά την τετραετία και θα θέτει μια συγκροτημένη πρόταση συνέχειας στους πολίτες για την επόμενη μέρα.