Ποιμενάρχες ναι, αγιατολάδες όχι

Ποιμενάρχες ναι, αγιατολάδες όχι

Οι κυβερνήσεις φέρνουν νομοσχέδια, η βουλή τα ψηφίζει ή τα καταψηφίζει και το Συμβούλιο της Επικρατείας, αν χρειαστεί, αποφαίνεται για τη συνταγματικότητά τους. Αυτή είναι η διαδικασία που αποτυπώνει τη διάκριση των εξουσιών, το κυτταρικό γνώρισμα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε αυτή τη διαδικασία χώρος για την Εκκλησία δεν προβλέπεται. Όσοι βλέπουν πως υπάρχει χώρος, αναφέρονται σε ένα άλλο πολίτευμα που ουδεμία σχέση έχει με τη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Με απλά λόγια η Εκκλησία δε συγκυβερνά. Όπως κάθε οργανισμός, στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, δύναται να εκφέρει την άποψή της για θέματα που αυτή κρίνει ότι την αφορούν και μέχρις εκεί. Οι ποιμενάρχες ασκούν μια εντελώς άλλη λειτουργία. Καθοδηγούν το ποίμνιο τους, καθοδηγούν τους πιστούς. Ο λόγος τους είναι λόγος αγάπης και καταλαγής, συμπόνιας και παρηγορίας. Η Εκκλησία δε διχάζει, μόνο συγχωρεί.

Από την άλλη πλευρά ο πολιτικός λόγος, εκ της φύσεως του, προκαλεί αντιπαλότητες, χαράσσει διαχωριστικές γραμμές, ανοίγει ρήγματα στην κοινωνία, προκαλεί τομές. Διεγείρει τα πάθη με ολέθρια μερικές φορές αποτελέσματα. Όμως, όλα αυτά στις δημοκρατίες τίθενται στην κρίση των πολιτών, που είναι και οι τελικοί κριτές.

Συνεπώς ο διακριτός ρόλος της πολιτικής εξουσίας με την Εκκλησία, στο θεσμικό επίπεδο, καθρεφτίζει τους διαφορετικούς ρόλους που επιτελούν μέσα στο σώμα της κοινωνίας. Όσες φορές κάποιοι ιεράρχες δεν το αντιλήφθηκαν τα αποτελέσματα απέβησαν ολέθρια και για την Πολιτεία και για την Εκκλησία. Κλασσικό παράδειγμα ο Μακάριος Γ΄της Κύπρου.

Στην πατρίδα μας, από τη Μεταπολίτευση και μετά, είχαμε δύο σώφρονες Προκαθήμενους της Εκκλησίας μας. Τον μακαριστό Σεραφείμ και τον νυν Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Με μετριοπάθεια επέλυαν κάθε φορά τα προβλήματα που ανέκυπταν με τις εκάστοτε κυβερνήσεις, χωρίς ακρότητες, βάζοντας στην άκρη τους φανατικούς και όσους αρνούνταν να συμβιβαστούν με την εποχή τους.

Και οι δύο διαχειρίστηκαν δύσκολες καταστάσεις, αλλά δεν κατέφυγαν σε λαοσυνάξεις, δε δίχασαν, δε χρησιμοποίησαν τον άμβωνα για να εκφέρουν λόγο πολιτικό, με απλά λόγια θέλησαν να παραμείνουν ιεράρχες, δεν επεδίωξαν να γίνουν εθνάρχες. Δεν ύψωσαν κανένα λάβαρο της Εθνεγερσίας.

Σήμερα, η Ιερά Σύνοδος οφείλει να αντιληφθεί πως δε συγκυβερνά. Ο πρωθυπουργός έχει εκλεγεί από τους πολίτες για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του και η Εκκλησία φυσικά μπορεί να διαφωνεί. Δεν μπορεί όμως να δηλώνει - όπως δήλωνε πριν από 24 χρόνια - πως «ας λέει ο νόμος ό,τι θέλει, αν ο λαός δε συναινεί, δεν εφαρμόζεται». Κανένας ιεράρχης, από πουθενά δεν αντλεί το δικαίωμα να κρίνει αυτός τι θέλουν οι πολίτες. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα υπάρχουν οι θεσπισμένες διαδικασίες προς τούτο. Στα θεοκρατικά αποφασίζουν οι αγιατολάδες.

Όμως, το ποίμνιο θέλει να έχει τους ποιμενάρχες του. Όσοι εξ αυτών έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο τους, μάλλον ζήλεψαν τους αγιατολάδες.