Οι αβάσιμες κατηγορίες περί στρατιωτικού νόμου και δημοκρατικού εκτροχιασμού
Eurokinissi/ Χρήστος Μπόνης
Eurokinissi/ Χρήστος Μπόνης

Οι αβάσιμες κατηγορίες περί στρατιωτικού νόμου και δημοκρατικού εκτροχιασμού

Έχω πει ότι δεν πρόκειται να ασχοληθώ ξανά με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, του οποίου οι νομικές εκτιμήσεις διαψεύδονται συνεχώς από την ίδια την πραγματικότητα. Ωστόσο, αυτή τη φορά ξεπέρασε τον εαυτό του, η παρέμβασή του σχετικά με την επίκληση του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ αποτελεί μνημείο λογικών αλμάτων και θεωρητικής αυθαιρεσίας που πραγματικά αξίζει να αποδομηθεί.

Λοιπόν, έχουμε και λέμε.

Η νομική επιχειρηματολογία του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου περί της «ανεπίγνωστης επίκλησης» του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ από την κυβέρνηση συνιστά μία εν πολλοίς παραπλανητική ανάγνωση του θεσμικού πλαισίου της Σύμβασης, η οποία, ενώ επιδιώκει να υπερασπιστεί το Κράτος Δικαίου, καταλήγει να απολυτοποιεί το κανονιστικό του περίγραμμα, εκτρέποντας τη συζήτηση από τα ουσιώδη νομικά ζητήματα της αναλογικότητας και της απολύτως αναγκαίας παρέκκλισης σε περιόδους εξαιρετικής κρίσης.

Ο εξομοιωτικός συσχετισμός του άρθρου 15 ΕΣΔΑ με το άρθρο 48 του ελληνικού Συντάγματος περί καταστάσεως πολιορκίας είναι νομικά αβάσιμος και επιστημολογικά ατελής. Το άρθρο 15 ΕΣΔΑ δεν προϋποθέτει, ούτε ταυτίζεται με, την εσωτερική ενεργοποίηση κανενός συγκεκριμένου μηχανισμού συνταγματικής έκτακτης ανάγκης. Η ερμηνεία αυτή, άλλωστε, έχει αποκρυσταλλωθεί στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ιδίως στις υποθέσεις Lawless κατά Ιρλανδίας (1961), Brannigan and McBride κατά Ηνωμένου Βασιλείου (1993) και A and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου (2009), όπου κρίθηκε ότι η δυνατότητα παρέκκλισης δεν εξαρτάται από την επίκληση ή ενεργοποίηση μιάς εθνικής «κατάστασης πολιορκίας», αλλά από τη συνδρομή μιας πραγματικής, σοβαρής και έκτακτης απειλής για το έθνος. Η εσωτερική συνταγματική τυπολογία δεν είναι δεσμευτική για την εφαρμογή της διάταξης της Σύμβασης.

Η δε αναφορά του κ. Βενιζέλου πως η επίκληση του άρθρου 15 θα «έπρεπε να οδηγεί στην ενεργοποίηση του άρθρου 48 Συντάγματος» στερείται ερείσματος τόσο στη θεωρία όσο και στη διεθνή πρακτική. Η ΕΣΔΑ λειτουργεί ως υπερνομοθετικής ισχύος κείμενο που εναρμονίζεται με το εθνικό δίκαιο, αλλά δεν ετεροκαθορίζεται από τη συνταγματική διάρθρωση εκάστου κράτους. Το άρθρο 15 αποτελεί εργαλείο διεθνούς ευθύνης, όχι εσωτερικής συνταγματικής αναδιάταξης.

Η οξύτητα του χαρακτηρισμού της κυβερνητικής επίκλησης ως «ανεπίγνωστης» εγείρει ενστάσεις όχι μόνο ύφους αλλά και νομικής συνέπειας. Η πρόβλεψη του άρθρου 15 δεν θεσπίζει αναστολή του Κράτους Δικαίου ούτε επιτρέπει μία γενικευμένη κατάλυση των δικαιωμάτων. Αντιθέτως, αποτελεί έναν μηχανισμό αυστηρά περιορισμένο, ελεγχόμενο και εποπτευόμενο από το Στρασβούργο, με σαφείς διαδικαστικές εγγυήσεις και απαγορεύσεις παρέκκλισης από συγκεκριμένα ατομικά δικαιώματα, όπως αυτά των άρθρων 2, 3, 4.1 και 7 της ΕΣΔΑ.

Η δε εκτίμηση της αναγκαιότητας της παρέκκλισης γίνεται πάντοτε κατά περίπτωση – case-specific, με ενδελεχή έλεγχο της αναλογικότητας των μέτρων, έλεγχος τον οποίον δεν έχει αρμοδιότητα να προκαταλάβει ούτε η επιστημονική γνώμη, ούτε καν το Συνταγματικό Δίκαιο εάν δεν λειτουργεί εντός του πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου.

Είναι εξίσου προβληματικό το επιχείρημα ότι επειδή στο παρελθόν η Ελλάδα δεν είχε επικαλεστεί το άρθρο 15 σε ανάλογες περιστάσεις, άρα και σήμερα η επίκλησή του είναι αδικαιολόγητη. Η αξιολόγηση της απειλής για το έθνος δεν εδράζεται σε αναλογίες ή προηγούμενα, αλλά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία οφείλουν να τεκμηριώνονται και να γνωστοποιούνται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η κυβέρνηση δεν έχει ενεργοποιήσει τη σχετική διαδικασία γνωστοποίησης, τότε υπάρχει διαδικαστικό πρόβλημα. Αν, όμως, η φράση περί άρθρου 15 εντάσσεται απλώς σε αιτιολογική έκθεση ως εκτίμηση νομικού πλαισίου, τότε η κριτική περί «θεσμικής υπονόμευσης» είναι υπερβολική και νομικά δυσανάλογη.

Από τις αποφάσεις Greek case (1969), Ireland v. UK (1978), αλλά και τις πρόσφατες Mehmet Hasan Altan v. Turkey (2021), το Δικαστήριο ερμηνεύει τη «ζωή του έθνους» ως το σύνολο των θεσμών, της κοινωνικής τάξης και της δημοκρατικής σταθερότητας. Αν οι μεταναστευτικές ροές ή οι οργανωμένες επιχειρήσεις διείσδυσης από λιβυκά παράλια δύνανται να αποσταθεροποιήσουν κρίσιμες εθνικές λειτουργίες, τότε η κυβέρνηση έχει όχι μόνο δικαίωμα, αλλά υποχρέωση να εξετάσει τη νομική φαρέτρα που της παρέχει η Σύμβαση, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το άρθρο 15, ως στάθμιση εξαιρετικού κινδύνου και όχι ως de facto ενεργοποίηση στρατιωτικού νόμου.

Η απονομιμοποίηση της ίδιας της έννοιας της παρέκκλισης ως «αντισυνταγματικής» ή «εξωθεσμικής» αποτελεί δογματικό αναχρονισμό, ο οποίος παραγνωρίζει την raison d’être της διάταξης, την αυτοπεριοριστική λειτουργία του κράτους υπό κρίση, μέσω  νομιμότητας και όχι αυθαιρεσίας.

Η ευκολία με την οποία χαρακτηρίζεται ως «ανεπίγνωστη» η επίκληση μιας διάταξης διεθνούς προστασίας, την οποία η ίδια η ΕΣΔΑ καθιστά διαθέσιμη ακριβώς για περιόδους «άλλης έκτακτης ανάγκης» – όχι κατ' ανάγκην πολεμικής, δεν συνάδει με την αρχή της νομικής επιείκειας – favor libertatis, ούτε με το πνεύμα του σύγχρονου συνταγματισμού υπό διεθνή επιτήρηση.

Αν κάτι θέτει σε δοκιμασία το Κράτος Δικαίου, δεν είναι η προσεκτική, έστω και προληπτική, αναφορά στο άρθρο 15 της ΕΣΔΑ, αλλά η εμμονή να ταυτίζεται το εξαιρετικό με το ανεπίτρεπτο, αποκλείοντας εκ των προτέρων κάθε δυνατότητα θεσμικά εγγυημένης αντίδρασης σε έναν δυνητικά ασύμμετρο κίνδυνο. Όταν δε, αυτή η εξομοίωση χρησιμοποιείται για να καταγγελθεί ως δήθεν «απειλή κατά του Κράτους Δικαίου» η αναφορά σε ένα πλήρως θεσμοθετημένο και ελεγχόμενο άρθρο διεθνούς συνθήκης, τότε η υπερβολή αγγίζει τα όρια της μετα-αλήθειας.

Σε όσους εμφανιστούν για να μου πουν πώς τολμώ να «διαψεύδω» τον Βενιζέλο, επιτρέψτε μου να είμαι σαφής, κατά τη γνώμη μου δεν είναι καμμία αυθεντία, αλλά ένας ευρυμαθής άνθρωπος, με σοβαρή ακαδημαϊκή πορεία, ο οποίος όμως ως πολιτικό πρόσωπο ερμηνεύει διαχρονικά το Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο ανάλογα με την πολιτική σκοπιμότητα της στιγμής. Αυτό δεν είναι αξιολογική προσβολή· είναι νομική παρατήρηση που βασίζεται σε σωρεία προηγούμενων του ιδίου.

Η νομική επιστήμη δεν είναι προνόμιο ούτε τίτλος τιμής· είναι πεδίο κριτικής, λογικής συνέπειας και θεσμικής ευθύνης. Και όταν η ερμηνεία ενός θεμελιώδους άρθρου όπως το 15 της ΕΣΔΑ μεταφράζεται σε πολεμική ρητορική περί «στρατιωτικού νόμου» και «δημοκρατικού εκτροχιασμού», τότε οφείλουμε, όχι απλώς να αντιδράσουμε, αλλά να επαναφέρουμε την επιστημονική σοβαρότητα στο προσκήνιο.


*Η Μαίρη Αποστολίδη είναι νομικός.