Θέμα ωρών θεωρείται πλέον ο ανασχηματισμός του κυβερνητικού σχήματος. Η ορκωμοσία του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Τασούλα, σηματοδότησε ουσιαστικά και την αντίστροφη μέτρηση για την ανακοίνωση των νέων στελεχών, που θα επιλέξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης για το υπουργικό συμβούλιο, επιχειρώντας και σε επίπεδο προσώπων την επανεκκίνηση της κυβέρνησης.
Άλλωστε, ο πρωθυπουργός έχει ήδη δηλώσει ότι το αίτημα της πλειοψηφίας των πολιτών περιγράφεται στο αποτελεσματικότερο και καλύτερο κράτος, αλλά και στις πολιτικές, που οδηγούν στον εκσυγχρονισμό υποδομών και κρατικών λειτουργιών, δίνοντας με αυτό τον τρόπο και το στίγμα του επικείμενου ανασχηματισμού. Η ενίσχυση του Μεγάρου Μαξίμου, με τη δημιουργία ακόμη και θέσης αντιπροέδρου στην κυβέρνηση, αφορά πρωτίστως στην επίσπευση και τον βέλτιστο συντονισμό του κυβερνητικού έργου, που προφανώς έχει διαπιστωθεί ότι εμφανίζει ελλείψεις, ενώ η δημιουργία ειδικού χαρτοφυλακίου για τις υποδομές και δη τον σιδηρόδρομο, έρχεται να συνδράμει και στην προσωπική δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι το 2027 το κράτος θα μπορεί να εγγυηθεί την απόλυτη ασφάλεια των μεταφορών.
Παρότι με την έναρξη των εργασιών της προανακριτικής επιτροπής τις επόμενες ημέρες, το θέμα της τραγωδίας των Τεμπών θα συνεχίσει να αποτελεί διακριτό σημείο στην πολιτική επικαιρότητα, η κυβέρνηση επιδιώκει η ατζέντα του δημόσιο διαλόγου να διευρυνθεί, αφήνοντας «χώρο» και για τα υπόλοιπα ζητήματα, που εξακολουθούν να υφίστανται, είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο, προκειμένου να αναδειχθούν πολιτικές που υλοποιούνται.
Δεν αποκλείεται, όμως, ανάλογα να επιχειρήσουν να κινηθούν και άλλες πολιτικές δυνάμεις, κυρίως το ΠΑΣΟΚ, που ήδη προχωρά σε θεματικές εκδηλώσεις, αν τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων ληφθούν σοβαρά υπόψιν. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι η κυβέρνηση λαμβάνει σοβαρά όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, που μπορεί να δείχνουν απώλειες για την κυβέρνηση, ωστόσο καταλήγουν και σε δύο άλλες διαπιστώσεις. Πρώτον, ότι η διαφορά της με το δεύτερο κόμμα παραμένει διψήφια και δεύτερον, ότι για το ΠΑΣΟΚ δεν καταγράφονται μόνο ανάλογες απώλειες, αλλά ότι, τουλάχιστον δημοσκοπικά, διακυβεύεται πλέον η δεύτερη θέση, στην οποία βρίσκεται εδώ και πολλούς μήνες.
Δύο δημοσκοπήσεις αυτή την ώρα καταδεικνύουν ένα πολιτικό σκηνικό απόλυτης ρευστότητας, ίσως και ανατροπών και ταυτόχρονα την απόλυτη ενίσχυση των λεγόμενων αντισυστημικών κομμάτων. Η Real Polls για λογαριασμό του protagon, αποτυπώνει στην πρόθεση ψήφου, στην πρώτη θέση, τη Νέα Δημοκρατία με 23,2%, και μάλιστα με άνοδο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες και στη δεύτερη θέση την Πλεύση Ελευθερίας με 12,6%, με το ΠΑΣΟΚ τρίτο με 10% και απώλειες της τάξεως του 1,2%. Ακολουθούν ΚΚΕ με 6,6%, Ελληνική Λύση με 5,9%, μόλις έκτος ο ΣΥΡΙΖΑ με 4,6% και Φωνή Λογικής με 3,5%. Στην πρόβλεψη αποτελέσματος, η Νέα Δημοκρατία καταγράφεται στο 27%, η Πλεύση Ελευθερίας στο 16,6%, το ΠΑΣΟΚ στο 13,7 %, το ΚΚΕ 8,5%, η Ελληνική Λύση 8% και ο ΣΥΡΙΖΑ με 6%, ενώ τέσσερα κόμματα βρίσκονται ακόμη πάνω από το όριο εισόδου στη Βουλή, Φωνή Λογικής με 3,7%, ΜέΡΑ25 με 3,3%, η Νίκη 3,1% και το Κίνημα Δημοκρατίας 3,1%.
Αίσθηση προκαλεί, όμως, και το ποσοστό όσων δεν έχουν αποφασίσει, που αγγίζει το 14,6%, που προσθετικά με όσους δηλώνουν ότι δεν θα ψηφίσουν, όσους δηλώνουν Λευκό και όσους απαντούν δεν γνωρίζω/δεν απαντώ, συγκροτώντας μια «γκρίζα ζώνη» που φθάνει το 20%, δηλαδή έναν στους πέντε ερωτηθέντες του εκλογικού σώματος. Αυτή η «δεξαμενή» ψηφοφόρων είναι σαφές ότι εκφράζει την αντίθεσή της με την κυβερνητική πολιτική και ταυτόχρονα δεν πείθεται για την εναλλακτική πρόταση κομμάτων, όπως το ΠΑΣΟΚ, που διεκδικούν την εξουσία. Αυτό το 20% αναδεικνύεται πλέον στον καταλυτικό παράγοντα της εκλογικής «εξίσωσης».
Είχε προηγηθεί η δημοσκόπηση της Interview, που παρουσίαζε ανάλογη εικόνα, με τη Νέα Δημοκρατία στην πρώτη θέση και ποσοστό 25,8%, την Πλεύση Ελευθερίας στη δεύτερη με 15,2%, και τρίτο το ΠΑΣΟΚ με 13,1%. Στη συγκεκριμένη δημοσκόπηση ακολουθούσε η Ελληνική Λύση με 10%, το ΚΚΕ με 9,6%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ το 5%.
Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, αποτελούν προφανώς «φωτογραφία της στιγμής», όπως συνηθίζεται να λέγεται. Αποτελούν, όμως, και «καμπανάκι» για τις πολιτικές δυνάμεις, ως τα μοναδικά εργαλεία για να αξιολογήσουν, πριν φθάσει η ώρα της κάλπης, την ανταπόκριση των πολιτικών τους επιλογών. Το επόμενο διάστημα είναι αναμφίβολα κρίσιμο για το πώς θα διαμορφωθούν τα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό, άρα και οι αφετηρίες των κομμάτων για τον εκλογικό δρόμο που έπεται.