Μια ιστορική στιγμή για την Ελλάδα

Μια ιστορική στιγμή για την Ελλάδα

Η 13η Ιουνίου 2025 θα καταγραφεί στην ιστορία ως η μέρα που η Ελλάδα απαλλάχθηκε από ένα από τα μακροβιότερα και πλέον ανελεύθερα θεσμικά βαρίδια της σύγχρονης ιστορίας της, το αναχρονιστικό κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με απόφαση-ορόσημο, έκρινε ότι τα άρθρα 130 έως 155 του ν. 5094/2024 που ρυθμίζουν την εγκατάσταση και λειτουργία στην Ελλάδα παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων, μέσω sui generis νομικών προσώπων πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.) είναι απολύτως σύμφωνα τόσο με το Σύνταγμα της χώρας όσο και με το ενωσιακό δίκαιο.

Με την ιστορική του απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας απέδειξε ότι η ερμηνεία του Συντάγματος δεν μπορεί να είναι αμετάβλητη στον χρόνο, όταν όλα μεταβάλλονται, αντιθέτως οφείλει να προσαρμόζεται στις αλλαγές και στις παντός είδους εξελίξεις.

Δέχθηκε, ότι η θέσπιση πλαισίου λειτουργίας παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, με τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει ο ν. 5094/2024 και το οικείο κανονιστικό πλαίσιο, συνιστά την πλέον ενδεδειγμένη λύση για την ορθότερη ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων τόσο υπό το πρίσμα των μεγάλων μεταβολών που έχουν επέλθει τα τελευταία 50 χρόνια όσο και υπό το πρίσμα της ενωσιακής έννομης τάξης, η οποία επίσης έχει ριζικά μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια και επηρεάζει άμεσα τα εθνικά Συντάγματα των κρατών-μελών.

Με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 του Συντάγματος επιβάλλεται πλέον το Σύνταγμα να ερμηνεύεται σύμφωνα και με τους κανόνες του πρωτογενούς και παραγώγου δικαίου της Ε.Ε., οι οποίοι ενίοτε επανακαθορίζουν το νόημα και το περιεχόμενο ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος. 

Πρωτίστως όμως, η απόφαση αυτή πέρα από τις νομικές, πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις, αποτελεί ιστορική και ηθική αποκατάσταση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας επιλογής στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Απαλλάσσει δε την ελληνική παιδεία από τις σκιές του παρελθόντος, ειδικά από το «έγκλημα» της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών που πρώτη επέβαλε με το Χουντικό «Σύνταγμα» του 1968 τη συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Ας υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα μέχρι την ψήφιση του νόμου 5094/2024 ήταν η μοναδική χώρα στην Ευρώπη όπου απαγορευόταν η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων.

Την ίδια στιγμή που σαράντα χιλιάδες (40.000) Έλληνες φοιτητές σπουδάζουν στο εξωτερικό και εξ αυτής της αιτίας η ελληνική οικονομία «αιμορραγεί» περίπου κατά 1,2 δισ.. ευρώ ετησίως (πληρωμή διδάκτρων και εξόδων διαβίωσης). Η θέσπιση του νόμου 5094/2024 δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο που επιτρέπει την σταδιακή αντιστροφή αυτής της αρνητικής τάσης.

Στην πραγματικότητα η μεγάλη αυτή νομοθετική αλλαγή ήρθε να θεσμοθετήσει αυτό που η κοινωνική και εκπαιδευτική πραγματικότητα απαιτούσε εδώ και δεκαετίες, την ύπαρξη εναλλακτικών, ποιοτικών πανεπιστημιακών επιλογών, με ακαδημαϊκή αναγνώριση και θεσμική εποπτεία, στο ελληνικό έδαφος.

Η πρόσφατη μελέτη της Deloitte και του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών και Οικονομικών Μελετών (Ι.Δ.Ο.Μ.) είναι αποκαλυπτική. Σε βάθος πενταετίας, η λειτουργία των παραρτημάτων των αλλοδαπών πανεπιστημίων θα έχει ως αποτέλεσμα:

  • 10,2 δισ. ευρώ παραγόμενο προϊόν,
  • 1,9 δισ. ευρώ κρατικά έσοδα,
  • 73.500 θέσεις εργασίας και
  •  0,7% αύξηση στο ΑΕΠ.

Σε δεκαετή ορίζοντα, αυτά τα μεγέθη πολλαπλασιάζονται: 44 δισ. ευρώ σε προστιθέμενη αξία και έως 1,5% ετήσια αύξηση στο ΑΕΠ. Πρόκειται για έναν νέο, δυναμικό και αναπτυξιακό κλάδο της ελληνικής οικονομίας.

Η λειτουργία των παραρτημάτων των αλλοδαπών πανεπιστημίων θα επιφέρει πλήθος θετικών αποτελεσμάτων. Πρώτον, η αυξημένη παρουσία αλλοδαπών φοιτητών θα δημιουργήσει ζήτηση κυρίως σε τομείς όπως η στέγαση, η εστίαση, η διασκέδαση και ο πολιτισμός. Ο εκπαιδευτικός τουρισμός θα αποκτήσει έναν διαρκή χαρακτήρα, που αφορά όχι μόνο τους φοιτητές, αλλά και τους συγγενείς και φίλους τους.

Η κατασκευή φοιτητικών εστιών από τρίτους επενδυτές, όπως προβλέπει η μελέτη, αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά την οικοδομική δραστηριότητα κατά 4,2 δισ. ευρώ.

Δεύτερον, η προσέλκυση ξένων πανεπιστημίων φέρνει μαζί της διεθνή ερευνητικά προγράμματα, νέες τεχνολογίες και προοπτικές συνεργασίας με ελληνικές επιχειρήσεις.

Η σύνδεση της πανεπιστημιακής γνώσης με την αγορά εργασίας, κάτι που λείπει δραματικά από το ελληνικό εκπαιδευτικό μοντέλο, θα ενισχυθεί σημαντικά.

Η θεσμική συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων συνιστά κρίσιμο παράγοντα ενίσχυσης της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, καθώς επιτρέπει τη συστηματική σύζευξη εφαρμοσμένης έρευνας με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς.

Μέσω μηχανισμών, όπως οι πανεπιστημιακές θερμοκοιτίδες νεοφυών επιχειρήσεων (incubators), τα κοινά R&D hubs και τα προγράμματα συνεπίβλεψης μεταπτυχιακών ή διδακτορικών σπουδών, διαμορφώνονται συνθήκες άμεσης μεταφοράς τεχνογνωσίας και καινοτομίας προς τον παραγωγικό ιστό.

Παράλληλα, η ευελιξία των μη κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στη διαμόρφωση εξειδικευμένων προγραμμάτων σπουδών επιτρέπει την ταχεία προσαρμογή του ανθρώπινου κεφαλαίου σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση των διαρθρωτικών αναντιστοιχιών στην αγορά εργασίας.

Αυτή η διασύνδεση πανεπιστημιακού και επιχειρηματικού τομέα ενισχύει την αποδοτικότητα επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D intensity), ενώ δημιουργεί θετικούς εξωτερικούς παράγοντες που επιταχύνουν τη διάχυση καινοτομίας και βελτιστοποιούν την κατανομή πόρων σε κλάδους αιχμής.

Τρίτον, τα μη κρατικά πανεπιστήμια αναμένεται να λειτουργήσουν ως μοχλός ανάσχεσης του brain drain και επαναπατρισμού υψηλά εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, περίπου 330.000 Έλληνες που μετανάστευσαν στη διάρκεια της κρίσης παραμένουν στο εξωτερικό – και το 46% όσων κατέχουν διδακτορικό σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, εφόσον υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες.

Η γεωγραφική θέση της χώρας, το περιβάλλον, η ιστορία της, η πολιτισμική της κληρονομιά, η ποιότητα ζωής και το κόστος διαβίωσης δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση της Ελλάδας ως σημαντικού εκπαιδευτικού προορισμού. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η διεθνής κινητικότητα φοιτητών συνεχίζει να αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία και η Ολλανδία απολαμβάνουν θηριώδη οφέλη από τις παρεχόμενες σε αλλοδαπούς φοιτητές εκπαιδευτικές υπηρεσίες.

Η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιήσει αυτή τη συγκυρία και να μετατρέψει την πανεπιστημιακή εκπαίδευση σε έναν νέο εξωστρεφή, ανταγωνιστικό και υψηλής προστιθέμενης αξίας τομέα της οικονομίας. Τα πανεπιστήμια, ιδιωτικά και δημόσια, μπορούν να αποτελέσουν τον νέο αναπτυξιακό βραχίονα της χώρας.

Κάποιοι ισχυρίζονται ωστόσο ότι τα μη κρατικά πανεπιστήμια θα υπονομεύσουν τα δημόσια πανεπιστήμια. Το παράδειγμα της Κύπρου αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Από την έναρξη λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων το 2007, οι φοιτητές στα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας σχεδόν διπλασιάστηκαν, ενώ η συνολική ποιότητα της παρεχόμενης ανώτατης εκπαίδευσης τόσο στα ιδιωτικά όσο και στα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου βελτιώθηκε αισθητά.

Ο ανταγωνισμός οδήγησε τα κρατικά ιδρύματα της Κύπρου να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία, να αξιοποιήσουν την περιουσία τους, να ενισχύσουν τη διεθνοποίηση των προγραμμάτων τους, να αναβαθμίσουν την ποιότητα, να κάνουν σωστή διαχείριση των πόρων και να συνδεθούν με την αγορά εργασίας. 

Η ιστορική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σηματοδοτεί τη διάβαση της χώρας από τον εκπαιδευτικό απομονωτισμό του χθες σε ένα σύγχρονο μοντέλο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό και δημιουργικό. Ας συνειδητοποιήσουμε, ότι μετά την απόφαση αυτή η ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα δεν θα είναι ποτέ πια όμηρος ενός αντιδραστικού μονοπωλίου μιζέριας και στασιμότητας. Θα είναι ελεύθερη να αναπτυχθεί. Όπως ελεύθερη πρέπει να είναι και η κοινωνία που θέλει να προοδεύσει.