Την ώρα, που η Ευρώπη χαρακτηρίζεται πλέον ως η ταχύτερα θερμαινόμενη ήπειρος του πλανήτη και η Ελλάδα «φιγουράρει» στην 19η θέση παγκοσμίως στην λίστα των χωρών που αντιμετωπίζουν κίνδυνο λειψυδρίας - έχοντας καταγράψει μείωση των αποθεμάτων μόνο στην Αττική, κατά 50% σε σχέση με πριν πέντε χρόνια και με τη στάθμη των φραγμάτων να βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα - η κυβέρνηση βάζει σε διαδικασία αναδιάρθρωσης τον τρόπο λειτουργίας των εταιρειών ύδρευσης, επιχειρώντας να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο πριν να είναι αργά.
Ήδη, τα αρμόδια υπουργεία, σε συνεργασία με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη, εδώ και αρκετό καιρό προετοίμαζαν το σχέδιο δράσης, που παρουσιάστηκε σε σύσκεψη υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, στο Μέγαρο Μαξίμου, σχέδιο που περιλαμβάνει σειρά παρεμβάσεων σε επίπεδο έργων και δομών, τη στιγμή που η κυβέρνηση κάνει λόγο για επείγουσα μεταρρυθμιστική ανάγκη.
Το Εθνικό Σχέδιο για το νερό, όπως ονομάζεται, κρίθηκε επιβεβλημένο εξαιτίας των ανησυχητικών στοιχείων και των προβλέψεων, που η κλιματική αλλαγή σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες ανάγκες, πυροδοτούν. Στην κυβέρνηση μιλούν για έναν ολιστικό τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος απέναντι στον κατακερματισμό, μεταξύ διαφορετικών φορέων, που υπάρχει σήμερα και για ριζική αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης των υδάτων στη χώρα, σε ένα πιο λειτουργικό σύστημα, με μεγαλύτερη αποδοτικότητα και περισσότερες επενδύσεις.
Βασικές προβλέψεις του σχεδίου, η διατήρηση του νερού ως δημόσιου αγαθού, όπως προβλέπουν το Σύνταγμα και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η δημιουργία βιώσιμων εταιρειών ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης, με στόχο αποδεκτό κόστος για όλες τις χρήσεις, η κεντρική διαχείριση όλων των αναγκαίων έργων, μικρών και μεγάλων, η ανάληψη πρωτοβουλιών τους επόμενους έξι μήνες, σε συνδυασμό με εκστρατεία ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών και η χρήση νέων τεχνολογιών και συμπληρωματικών τρόπων παραγωγής νερού, όπως η αφαλάτωση, η ανακύκλωση και η επαναχρησιμοποίηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, κεντρικός άξονας των προωθούμενων παρεμβάσεων, θα είναι η διαχείριση των υδάτων σε κεντρικό επίπεδο, όπου η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, θα έχουν τον πρώτο ρόλο. Επιπλέον, η άντληση επαρκών πόρων, ύψους αρκετών δισεκατομμυρίων, για την υλοποίηση των απαραίτητων αρδευτικών έργων, με εκσυγχρονισμό και ενίσχυση των υποδομών ύδρευσης, ώστε να περιοριστούν οι απώλειες λόγω παλαιών δικτύων. Ήδη, από το 2019 έχουν γίνει 278 έργα, ενώ περίπου άλλα 1200 έργα, βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη, χωρίς, ωστόσο, να αρκούν για να «θωρακίσουν» το σύστημα ύδρευσης.
Σημαντικός άξονας και κομβικός για τον τρόπο λειτουργίας των εταιρειών, που θα σηκώσουν το βάρος υλοποίησης του σχεδίου, η αλλαγή στο μοντέλο διαχείρισης των υδάτων, καθώς σήμερα λειτουργούν περί τους 700 φορείς ανά την χώρα, δημιουργώντας ένα χαοτικό σκηνικό, χωρίς μεταξύ τους διασύνδεση.
Οι δύο εταιρείες, ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, ουσιαστικά θα κληθούν να λειτουργήσουν ως «ομπρέλα», διαχειριζόμενες περιοχές εκτός των σημερινών ορίων τους, λειτουργία που θα απαιτήσει όπως εκτιμάται, την εφαρμογή του «μοντέλου ΔΕΗ» και σε αυτές, ως προς την διάρθρωση και στελέχωση τους. Σημαντική διαφοροποίηση, όμως, σε αυτή την περίπτωση, θα είναι η εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών, που ουσιαστικά σημαίνει την διασφάλιση του νερού ως δημόσιου αγαθού, αποκλείοντας έτσι την ιδιωτικοποίηση τους, έστω και μερική, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να διαβεβαιώνει ότι «το νερό είναι και θα παραμείνει δημόσιο αγαθό και πόρος ζωτικής σημασίας και μόνο έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται».
Στην κυβέρνηση χαρακτηρίζουν το Εθνικό Σχέδιο για τα ύδατα ως μια μείζονα μεταρρύθμιση, που θα βάλει την σφραγίδα της στα επόμενα 30 χρόνια, αντιμετωπίζοντας εγκαίρως ένα «υπαρξιακό» θέμα, την διασφάλιση επάρκειας νερού.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, το «μοντέλο ΔΕΗ» αποτέλεσε για την κυβέρνηση «οδηγό», που κρίθηκε επιτυχημένος, καθώς μετέτρεψε μια προβληματική, σχεδόν χρεωκοπημένη, εταιρεία σε ανταγωνιστική, δυναμική και «πρωταγωνίστρια» στο χώρο της. Έτσι, το «μοντέλο ΔΕΗ» αποφασίστηκε να εφαρμοστεί στους σιδηροδρόμους, με τις σχετικές ρυθμίσεις να προωθούνται από το υπουργείο μεταφορών πριν από λίγο καιρό και τώρα, το ίδιο μοντέλο, προκρίνεται για την διαχείριση των υδάτων.
Δομή εταιρειών που ξεφεύγουν από τον στενό δημόσιο τομέα, ευέλικτες και ταχείες προσλήψεις στελεχών από την «αγορά», με απελευθέρωση απολαβών, ώστε οι θέσεις αυτές να είναι ανταγωνιστικές προς τον ιδιωτικό τομέα και να ξεφεύγουν από τα στενά όρια του δημοσίου, χρήση των νέων τεχνολογιών για τον εκσυγχρονισμό των δικτύων, είναι μέρος των αλλαγών που βρίσκονται στο «τραπέζι».
Για το Μέγαρο Μαξίμου, η εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου για τα ύδατα αποτελεί «στοίχημα» ανάλογο με αυτά της ενέργειας και των μεταφορών. Πρόκειται για τομείς κομβικού χαρακτήρα για την λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με απόλυτα κοινωνικό αποτύπωμα, καθώς αφορούν στη διαχείριση δημόσιων αγαθών. Η κυβέρνηση, επομένως, καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα τους και ταυτόχρονα την αναβάθμιση, αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμό τους, που η ιστορία δείχνει ότι μοιάζει αδύνατο αν δεν υιοθετηθούν πρακτικές και του ιδιωτικού τομέα, διασφαλίζοντας την αξιολόγηση των υπηρεσιών, την επιλογή των προσώπων και την επαρκή χρηματοδότηση σε κάθε επίπεδο.