Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Μετά από τρία χρόνια καθυστέρησης, η Ελλάδα βγήκε στις αγορές. Μια κίνησή που ασφαλώς και έχει θετικό αποτύπωμα στο ευρύτερο κάλεσμα των ξένων επενδυτών.
Μία κίνηση που δεν είναι αρκετή όμως για πανηγυρισμούς και δημιουργία αυταπάτης, στοιχείο συνηθισμένο το τελευταίο διάστημα.
Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν κατάλαβε ή δεν πρόκειται να καταλάβει στην τσέπη του. Δεν λύθηκαν τα προβλήματα των Ελλήνων φορολογουμένων και πάντως το ψωμί δεν «έγινε πιο φθηνό», όπως λέει και η λαϊκή ρήση.
Η τελευταία φορά που η χώρα «συνδέθηκε» με τις αγορές ήταν το 2014, με κυβέρνηση Σαμαρά. Από τότε μέχρι σήμερα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Αυτή την τριετία μεσολάβησαν δύο Μνημόνια, αυξημένοι φόροι και εισφορές.
Το κόστος της κακής διαχείρισης της πρώτης Κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου – Βαρουφάκη εξακολουθούμε και σήμερα να το πληρώνουμε και αυτό αποτελεί κοινή παραδοχή τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, άρα δεν είναι υποκειμενική κρίση.
Ας θυμηθούμε μόνο τα όσα είπε ο πρόεδρος του ESM Κλάους Ρέγκλινκ περί 100 δισ. ευρώ ζημιά.
Η έξοδος στις αγορές προκάλεσε αναπόφευκτα έντονη πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό της χώρας. Σύμφωνα με την ανάγνωση της Πειραιώς, το ομόλογο Τσίπρα ήταν πολύ κατώτερο από εκείνο της περιόδου Σαμαρά:
- Από την τελευταία αυτή έξοδο, η χώρα άντλησε συνολικά 3 δις ευρώ, όσα και τον Απρίλιο του 2014. Μόνο που τότε όλο το ποσό αφορούσε νέα έκδοση, ενώ σήμερα «νέο χρήμα» είναι περίπου το μισό.
- Το επιτόκιο της έκδοσης είναι υψηλότερο από αυτό που δικαιολογεί το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και το σημερινό κόστος δανεισμού άλλων ευρωπαϊκών χωρών που ήταν σε Μνημόνια.
- Αν υπήρχε θετική αξιολόγηση από τους θεσμούς για τη βιωσιμότητα του χρέους και η χώρα είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, οι όροι θα ήταν καλύτεροι.
«Δυστυχώς, όλα αυτά δεν έχουν γίνει, με αποκλειστική ευθύνη της ανίκανης Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Μια Κυβέρνηση που έχει επιβάλει τεράστιες θυσίες στον ελληνικό λαό, με νέα μέτρα λιτότητας ύψους 14,5 δισ. ευρώ, για να προσπαθήσουμε να γυρίσουμε εκεί που ήμασταν το 2014» τόνιζε στο liberal.gr συνομιλητής του κ. Μητσοτάκη.
Ο πρόεδρος της ΝΔ πάντως φάνηκε να μην ακολουθεί την πεπατημένη τακτική του απόλυτου μηδενισμού. Ξεκαθάρισε ότι το γεγονός πως η χώρα βγήκε στις αγορές είναι θετικό καθώς αποκαταστάθηκε μια κάποια κανονικότητα. «Δεν πρόκειται να πω τα ίδια, που έλεγε ο κ. Τσίπρας όταν η προηγούμενη Κυβέρνηση βγήκε στις αγορές. Κάθε χώρα πρέπει να προσδοκά να δανείζεται από τις αγορές με μια κανονικότητα. Πλην όμως, σε καμία περίπτωση, δεν είναι λόγος για πανηγύρια» ανέφερε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που επιμένει στην ανάγκη διόρθωσης της ζημιάς στην πραγματική οικονομία.
«Μια ζημιά που θα πάρει καιρό να αποκαταστήσουμε. Και τελικά, θα διορθωθεί μόνο μέσα από μια πολιτική αλλαγή και από μια Κυβέρνηση, η οποία θα έχει συγκροτημένο σχέδιο για την ανάπτυξη του τόπου. Η σημερινή Κυβέρνηση, αυτό δεν μπορεί να το κάνει. Και, δυστυχώς, το σημερινό υψηλό κόστος δανεισμού της χώρας αποτυπώνει και την ουσιαστική αποτυχία της Κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου να λύσει τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα της χώρας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης.
Από την άλλη πλευρά ο πρωθυπουργός επιχειρεί να δημιουργήσει ένα νέο success story, με πυρήνα την έξοδο στις αγορές. Ο κ. Τσίπρας επιμένει ότι με την έκδοση ομολόγων του ελληνικού δημοσίου επανακάμπτει η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία.
«Το σημαντικότερο είναι ότι δεν είχαν τον αλγόριθμο που έχουμε εμείς με την απόφαση της 15ης Ιουνίου και αφορά το επίπεδο του χρέους που μπορεί να εξυπηρετείται» συνέχισε ο πρωθυπουργός.
«Εμείς κάναμε μία μετρημένη δήλωση ότι η έκδοση των ελληνικών ομολόγων ήταν ανώτερη των προσδοκιών μας και συνεχίζουμε.Το ομόλογο μειώνει το επιτόκιο του στην αγορά αυτό που λέμε με σεμνότητα είναι ότι κάναμε ένα βήμα όμως δεν είναι το τέλος, είναι η αρχή του τέλους» τόνισε ο πρωθυπουργό στον ALPHA.
Όποια πάντως όψη του νομίσματος και αν είναι η σωστή, η σκληρή πραγματικότητα δείχνει τα «δόντια» της. Οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι με τα αυξημένα εκκαθαριστικά, τις μειωμένες συντάξεις και τους χαμηλότερους μισθούς.
Ένα ασφυχτικό πλαίσιο καθημερινής επιβίωσης, που δε δείχνει πρόθεση «χαλάρωσης».