Κάθε ναός που καταρρέει, ηθική της μνήμης σε καιρό βαρβαρότητας
AP/Omar Sanadiki
AP/Omar Sanadiki

Κάθε ναός που καταρρέει, ηθική της μνήμης σε καιρό βαρβαρότητας

Η επίθεση στον ιερό ναό του Προφήτη Ηλία στη Δαμασκό δεν συνιστά μεμονωμένο επεισόδιο βίας, αλλά εντάσσεται σε μία διαρκώς διευρυνόμενη αλυσίδα γεγονότων που καταδεικνύουν την υποχώρηση του θρησκευτικού πλουραλισμού. Πρόκειται για μία επίθεση όχι μόνο στον χώρο, αλλά στον χρόνο· όχι μόνο στον τόπο της λατρείας, αλλά στην έννοια της συνύπαρξης που αυτός συμβολίζει. 

Η Συρία, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν της Μέσης Ανατολής, υπήρξε επί αιώνες ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, όπου το κάλεσμα του μουεζίνη αντηχούσε δίπλα στην καμπάνα της εκκλησίας και τις ψαλμωδίες της συναγωγής. 

Η στοχευμένη καταστροφή ιερών χριστιανικών χώρων, όπως ο ναός του Προφήτη Ηλία, δεν αποσκοπεί μόνο στην πρόκληση τρόμου· εν προκειμένω, όπως θα διέγνωσκε ο Paul Ricœur, δεν έχουμε απλώς μία πράξη βανδαλισμού, αλλά μία crimina memoriae, ένα έγκλημα κατά της μνήμης, που αποσκοπεί να αφανίσει το παρελθόν ως ζωντανό τεκμήριο μίας πολυεθνοτικής και πολυθρησκευτικής ιστορίας που έρχεται σε αντίθεση με το εξτρεμιστικό αφήγημα της ομοιομορφίας. 

Ωστόσο, το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης μοιάζει εξίσου επιλεκτικό όσο και βραχύβιο. Η Συρία, ως κόμβος μεταναστευτικών ροών, ως σύνορο με τον Λίβανο και ως πεδίο ανταγωνισμού διεθνών δρώντων, προσελκύει ένα ενδιαφέρον που εδράζεται στη χρηστική βαρύτητα των τεκταινομένων ως γεωπολιτικά συμβάντα ενταγμένα στον παγκόσμιο επικοινωνιακό κύκλο. 

Χώρες όπως το Σουδάν, η Υεμένη, η Νιγηρία ή η Σομαλία, όπου οι χριστιανικοί πληθυσμοί συρρικνώνονται δραματικά και διώκονται συστηματικά, παραμένουν εκτός κάδρου. Στην πραγματικότητα, η αφωνία γύρω από τις διώξεις αυτών των πληθυσμών δεν αποτελεί έλλειμμα πληροφόρησης, αλλά περίσσευμα αδιαφορίας. 

Υπό το φως των εν εξελίξει εξεγέρσεων και επιθέσεων κατά θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων, γίνεται εμφανές ότι πρόκειται για ευρύτερο πολιτισμικό «εκτοπισμό». Ιδίως υπό το πρίσμα των δυνάμεων του πολιτικού Ισλάμ, αναδεικνύεται ένα σύμπλεγμα δρώντων, συμπεριλαμβανομένων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, επιμέρους εκφάνσεων του σιιτικού φονταμενταλισμού, καθώς και διακρατικών δικτύων χρηματοδότησης με επίκεντρο κράτη όπως το Κατάρ, το Ιράν και η Τουρκία, που καλλιεργούν μία φαντασίωση πολιτισμικής ομοιογένειας, όπου η διαφορά εξοβελίζεται, και καταλύεται πρακτικά μέσω της βίας και της τρομοκρατίας. 

Ωστόσο, θα ήταν ιστορικά και ηθικά επικίνδυνο να ταυτίσουμε συλλήβδην τη μουσουλμανική πίστη με τον ριζοσπαστισμό. Όπως ο χριστιανισμός δεν εξαντλείται στις σταυροφορίες, έτσι και το Ισλάμ δεν αναλώνεται στη βαρβαρότητα του φανατισμού. Το ζήτημα δεν είναι η πίστη αλλά η εργαλειοποίησή της, η μετάλλαξή της από έδαφος πνευματικότητας σε μηχανισμό εξουσίας. Σε αυτή την τοξική σύγκλιση πίστης και πολιτικής βρίσκεται ο πυρήνας της απειλής. 

Ο αγώνας, λοιπόν, δεν είναι απλώς θεολογικός ή πολιτικός· είναι, βαθιά, πολιτισμικός και παιδευτικός. Το ερώτημα είναι πώς θα αναγνωρίσουμε και θα ανασυγκροτήσουμε την αξία της συνύπαρξης. Πώς θα εμπεδώσουμε ότι κάθε ναός που καταστρέφεται είναι μία πληγή στο σώμα της ανθρωπότητας, όχι μόνο μιας κοινότητας. 

Να μιλήσουμε, να διαβάσουμε, να διδάξουμε. Όχι για να επιβεβαιώσουμε την υπεροχή μας, αλλά για να υπερασπιστούμε την ίδια τη δυνατότητα διαλόγου, που ο φανατισμός, σε όποια μορφή, απεχθάνεται. Διότι, σε τελική ανάλυση, δεν πρόκειται αποκλειστικά για την απώλεια ενός ναού· το πραγματικό τίμημα αυτής της βίας είναι οι ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν.