Οι εκτιμήσεις, πληροφορίες ή σενάρια, που θέλουν τον Αλέξη Τσίπρα να επιστρέφει στην πρώτη γραμμή του πολιτικού σκηνικού, αναλαμβάνοντας μια πρωτοβουλία που θέλει να αλλάξει τους συσχετισμούς στον χώρο της κεντροαριστεράς, ιδρύοντας ακόμη κι ένα νέο κόμμα, κινητοποιεί και το κυβερνητικό επιτελείο, που επεξεργάζεται όλα τα στοιχεία -δημοσκοπήσεων και αναλύσεων- για τον αντίκτυπο που μια τέτοια κίνηση θα είχε στο πολιτικό σκηνικό.
Δημοσιεύματα κάνουν λόγο για ένα ποσοστό της τάξεως του 10-12%, που ο Αλέξης Τσίπρας θα εξασφάλιζε με την επανεμφάνισή του σε ρόλο επικεφαλής ενός κομματικού σχηματισμού. Ποσοστό, που κατά τους περισσότερους, θα προερχόταν από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά, ίσως ένα μέρος του ΠΑΣΟΚ και της δεξαμενής των αναποφάσιστων. Παρόλα αυτά είναι σαφές ότι η αντιμετώπιση ενός κόμματος «Τσίπρα» περιλαμβάνεται στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, αν τελικά ο πρώην πρωθυπουργός προχωρήσει στο εγχείρημά του πριν από τις επόμενες εκλογές.
Παραμονή της ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, ο Αλέξης Τσίπρας θα είναι ο κεντρικός ομιλητής του συνεδρίου του Economist στη Θεσσαλονίκη και θα κληθεί να απαντήσει αν η Ελλάδα έχει μάθει από τα λάθη του παρελθόντος.
Μια συζήτηση, που αναπόφευκτα, θα ρίξει νερό στο μύλο της σεναριολογίας, αλλά και της κριτικής προς το πρόσωπο του. Το ενδιαφέρον στρέφεται και στην απάντηση, που ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα δώσει, δύο ημέρες αργότερα, κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης τύπου, που θα παραχωρήσει.
Η πολιτική σύγκρουση Μητσοτάκη - Τσίπρα ήταν σφοδρή από την αρχή έως το τέλος, από την ανάληψη της προεδρίας της ΝΔ από τον Κυριάκο Μητσοτάκη έως την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η τοποθέτηση των κυβερνητικών στελεχών, ακόμη και του ίδιου του πρωθυπουργού, στο ενδεχόμενο το δίπολο αυτό να «αναστηθεί», προμηνύει ότι το ίδιο σφοδρή θα είναι και η συνέχεια, αν χρειαστεί στο μέλλον.
Στην τελευταία του συνέντευξη, τον Ιούλιο, στον ΣΚΑΪ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε χαρακτηρίσει τον Αλέξη Τσίπρα ως έναν κακό πρωθυπουργό και κακό αρχηγό της αντιπολίτευσης. «Ο κ. Τσίπρας ήταν αρχηγός της αντιπολίτευσης πριν το 2015, εξαπάτησε τον ελληνικό λαό.
Ήταν ένας κακός πρωθυπουργός που προκάλεσε ένα τρίτο μνημόνιο, αχρείαστο παντελώς, και οδήγησε τη χώρα στον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Και πιστεύω ότι ήταν και ένας κακός αρχηγός της αντιπολίτευσης από το 2019 και μετά, διότι αν ήταν καλύτερος προφανώς και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πήγαινε από το 32% στο 17%» είχε πει χαρακτηριστικά.
Από την κυβέρνηση υπενθυμίζουν -και φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να το πράττουν με μεγαλύτερη ένταση, αν τα σενάρια επιβεβαιωθούν- ότι ο Αλέξης Τσίπρας «χρέωσε στη χώρα πάνω από 100 δισεκατομμύρια ευρώ, έστησε τον κόσμο σε ουρές, εξαπάτησε την κοινωνία, είχε πει ότι θα μειώσει ή θα καταργήσει φόρους και τους αύξησε. Είναι ο πρωθυπουργός των δύο αμετάκλητα καταδικασμένων υπουργών από τη Δικαιοσύνη. Είναι ο πρωθυπουργός που ο δικός του υπουργός Δικαιοσύνης μίλησε για παρα-υπουργεία Δικαιοσύνης που λειτουργούσαν στο Μαξίμου, ο κύριος Κοντονής. Είναι ο πρωθυπουργός που συγκυβέρνησε με την άκρα δεξιά», όπως σχολιάζουν.
Ενδεικτική ήταν και η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη στο ερώτημα περί επιστροφής του. «Στον μόνον που έχει λείψει ο κ. Τσίπρας είναι στους 17.000 βαρυποινίτες, εγκληματίες, βιαστές, δολοφόνους, εμπόρους ναρκωτικών που αποφυλακίστηκαν επί των ημερών του με τις αλλαγές που είχαν κάνει, τους περίφημους νόμους που είχαν περάσει, την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα. Ήταν η ευτυχέστερη περίοδος για τους έγκλειστους των φυλακών» είπε, επιχειρώντας να «ενεργοποιήσει» αντανακλαστικά και προκαλώντας ένα νέο γύρο πολιτικής αντιπαράθεσης περί τοξικότητας με την Κουμουνδούρου.
Απευθυνόμενα εμμέσως, μάλιστα, κυρίως στους υφιστάμενους ψηφοφόρους του πρώην πρωθυπουργού, τα κυβερνητικά στελέχη στηλιτεύουν την αποστροφή του στην συνέντευξη που παραχώρησε στη γαλλική εφημερίδα Le Monde, ότι του λείπει η ενεργός πολιτική τη στιγμή που είναι βουλευτής και έχει επιλέξει να μην κάνει ούτε μια ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής.
Στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι η επιστροφή Τσίπρα όχι μόνο δεν θα δημιουργήσει πιεστικές συνθήκες για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά αντιθέτως, η «αναβίωση» μιας τέτοιας «μονομαχίας» θα μπορούσε να οδηγήσει ξανά στην συσπείρωση, που σήμερα λείπει, από το εκλογικό της κοινό.
Η υπενθύμιση του παρελθόντος θα μπορούσε να ενισχύσει την επιχειρηματολογία περί αστάθειας ή κινδύνου επιστροφής σε χρόνια, όπου η οικονομία της χώρας κατέρρεε και η ίδια η χώρα αποτελούσε το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης. Και είναι προφανές ότι θα επανέρχονται στην περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαιτέρως όταν ο πρώην πρωθυπουργός επιλέγει να τοποθετηθεί επί των οικονομικών θεμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο θα επιχειρηθεί η σύγκριση μεταξύ των δύο περιόδων διακυβέρνησης, που στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι θα είναι καταλυτική, από την πορεία της ελληνικής οικονομίας, έως τα ποσοστά της ανεργίας ή το επίπεδο των εισοδημάτων, της εικόνας του κράτους και της διεθνούς θέσης της χώρας.
Θα επανέλθουν, όμως και στη σύγκριση μεταξύ των δύο προσώπων, που έχουν αναλάβει την θέση του πρωθυπουργού και μπορούν να συγκριθούν για τα πεπραγμένα τους, υπενθυμίζοντας τις αναμετρήσεις του παρελθόντος και την επιλογή των ψηφοφόρων σε κάθε μία από αυτές, σημειώνοντας ότι αυτή η σύγκριση θα μπορούσε να ενισχύσει εκ νέου και το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη.