Η πολιτική σημασία των κομμάτων
Shutterstock
Shutterstock

Η πολιτική σημασία των κομμάτων

Ο Edmund Burke, εξέχουσα φυσιογνωμία του ύστερου 18ου αιώνα και εκ των πλέον διεισδυτικών πολιτικών στοχαστών της εποχής του, ανέπτυξε μιά θεωρία μείζονος σημασίας αναφορικά με τον θεσμικό ρόλο των πολιτικών κομμάτων, ως θεμελιωδών πυλώνων της δημοκρατικής πολιτειακής αρχιτεκτονικής. 

Σε μιά εποχή κατά την οποία οι κομματικοί σχηματισμοί δεν είχαν ακόμη αποκτήσει σαφές θεσμικό περίγραμμα, ο Edmund Burke προέβαλε με νηφαλιότητα και εννοιολογική ακρίβεια μιά αντίρροπη συλλογιστική πρός τη διάχυτη ανησυχία του καιρού του για τις λεγόμενες «φατρίες». Αντί να εκλαμβάνει τα πολιτικά κόμματα ως παράγοντες αποσύνθεσης ή κατακερματισμού της δημόσιας σφαίρας, τα προσέγγισε ως φορείς θεσμικής συνοχής, ιδεολογικής συνέπειας και, υπεύθυνης διακυβέρνησης. 

Η συμβολή του Edmund Burke υπήρξε καταλυτική στην ανανοηματοδότηση της σχέσης ανάμεσα στη θεσμική παράδοση και την πολιτική ανανέωση, υπό το πρίσμα μιάς δυναμικής προσέγγισης της ιστορικής συνέχειας. Στο corpus των κειμένων του, με κορυφαία παραδείγματα το Reflections on the Revolution in France το 1790, και τον λόγο του πρός τους εκλογείς του Bristol το 
1774, τα πολιτικά κόμματα δεν παρουσιάζονται ως ευκαιριακές συμπράξεις ιδιοτελών συμφερόντων, αλλά ως αναγκαίοι φορείς της συνταγματικής τάξης. Για τον Burke, το κόμμα συνιστά έκφραση της θεσμικής μνήμης και της πολιτικής αρετής, ένα οργανικό κύτταρο της πολιτείας όπου η παράδοση λειτουργεί όχι ως τροχοπέδη της προόδου, αλλά ως εγγυητής της ευταξίας έναντι της δημαγωγικής τυραννίας. 

Κατά τον Burke, το Σύνταγμα δεν εξαντλείται στην καταγραφή τυπικών νομικών διατάξεων· προσεγγίζεται, αντιθέτως, ως ένα πολυεπίπεδο σύστημα ηθικοπολιτικών αντιλήψεων, ισορροπιών και σταθερότητας που στηρίζεται στην εμπειρία της διαχρονικής εφαρμογής των κανόνων. Εντός αυτού του διαρκώς εξελισσόμενου πλαισίου, τα πολιτικά κόμματα λειτουργούν ως φορείς της συλλογικής μνήμης και εγγυητές της θεσμικής συνέχειας, συνδέοντας το παρελθόν με τις προκλήσεις του παρόντος,
αποτρέποντας τόσο την αυθαιρεσία του απολυταρχισμού όσο και την αποσταθεροποιητική ρευστότητα της αναρχίας. 

Στο θεσμικό όραμα του Burke, η κομματική πειθαρχία δεν νοείται ως καταστολή των  διαφωνιών, αλλά ως εργαλείο ενσυνείδητης σύνθεσης θέσεων επί τη βάσει της πολιτικής παράδοσης και της θεσμικής λογικής. Το κόμμα, κατά τον Burke, συγκροτείται ως μορφή ανώτερου πολιτικού συμβολαίου, ένα δεσμευτικό πλαίσιο συλλογικής ευθύνης, σκοπός του οποίου είναι η διατήρηση της συνταγματικής τάξης και η άμυνα έναντι των παρορμητικών μεταπτώσεων της κοινής γνώμης. 

Η θεωρητική απόρριψη του ιδεώδους του Ρουσσώ που εδράζεται στην αδιαμεσολάβητη «Γενική Βούληση», δεν προκύπτει από φοβική εχθρότητα πρός τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά από την επίγνωση των κινδύνων που ενέχει η πολιτική αυθορμησία όταν αποδεσμεύεται από θεσμικά αντίβαρα. 

Κατά τον Burke, η νομιμοποιητική ισχύς της πολιτικής δεν θεμελιώνεται στην ακατέργαστη επιθυμία του πλήθους, αλλά βασίζεται στη σταδιακή ωρίμανση της πολιτικής κοινότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από την ιστορική εμπειρία και την εμπεδωμένη αξία των θεσμών. Εντός αυτής της συλλογιστικής, τα πολιτικά κόμματα λειτουργούν ως θεσμικοί εγγυητές, συγκρατώντας τις εκτροπές τόσο της δημαγωγικής ευπιστίας όσο και, της αυταρχικής αυθαιρεσίας. 

Υπό το πρίσμα της ιστορικής ανασκόπησης, η συγκρότηση των πολιτικών κομμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο του 18ου αιώνα δεν είχε ακόμη αποκτήσει τον θεσμικό χαρακτήρα ενός πλήρως αρθρωμένου κοινοβουλευτικού συστήματος. Οι δομές παρέμεναν ασταθείς, συγκροτημένες γύρω από προσωποπαγείς ή παραδοσιακού χαρακτήρα φατρίες που λειτουργούσαν μάλλον ως άτυπες συσπειρώσεις των τοπικών ελίτ, παρά ως ώριμοι θεσμοί εκπροσώπησης. 

Ο Edmund Burke διέβλεψε εγκαίρως την αναγκαιότητα του μετασχηματισμού των περιστασιακών συμπράξεων σε σταθερούς, συνεκτικούς θεσμικούς φορείς. Η μετάβαση αυτή δεν αποτελούσε απλώς μιά εξέλιξη οργανωτικού χαρακτήρα, αλλά συνιστούσε όρο sine qua non για τη διασφάλιση της πολιτειακής συνοχής και για την αποτροπή της διολίσθησης σε έναν κατακερματισμένο και, εντέλει δυσλειτουργικό κοινοβουλευτισμό. 

Το ερμηνευτικό σχήμα του Burke εντάσσεται σε μιά αντίληψη της πολιτικής και της παράδοσης ως συλλογικής σοφίας που κατακτάται σωρευτικά στον χρόνο, η οποία δεν επιδέχεται επαναστατικές ρήξεις, αλλά σταδιακής, και ενίοτε επώδυνης, προσαρμογής των θεσμών στις απαιτήσεις της εκάστοτε συγκυρίας. Τα πολιτικά κόμματα διασφαλίζουν ακριβώς αυτήν τη μετάβαση, λειτουργούν ως φίλτρα  που εναρμονίζουν την ανάγκη για μεταρρύθμιση με τη συνέχιση της συνταγματικής τάξης. 

Η συλλογική αυτή δέσμευση προστατεύει, σύμφωνα με τον Burke, το πολιτικό σώμα από τη διαβρωτική επιρροή ισχυρών προσωπικοτήτων που ενδέχεται να επιβάλουν ιδιοτελή συμφέροντα. Η κομματική οργάνωση, εφόσον είναι γνήσια αντιπροσωπευτική και θεσμικά ελεγχόμενη, παρέχει τα απαιτούμενα αντίβαρα, η ηγεσία λογοδοτεί, όχι αφηρημένα πρός το εκλογικό σώμα, αλλά ενώπιον μίας πειθαρχημένης κοινοβουλευτικής ομάδας, η οποία επιφορτίζεται με την ευθύνη της θεσμικής αποτίμησης και της κοινής στάθμισης των πολιτικών επιλογών. 

Η αγόρευση του Burke προς τους εκλογείς του Bristol συνιστά εύγλωττη έκφραση της αρχής αυτής, η νομιμοποίηση της εξουσίας απορρέει από τη συμμετοχή σε έναν θεσμικό μηχανισμό, και όχι από το χάρισμα ή τη ρητορική υπεροχή του εκάστοτε πολιτικού άνδρα. 

Ο Burke θεωρεί την αγγλική κοινοβουλευτική παράδοση ως έναν χώρο αυθόρμητης, πλήν όμως θεσμικά πλαισιωμένης, διαβούλευσης· ένα πεδίο όπου η πολιτική σύγκρουση καθοδηγείται από την ιστορική εμπειρία και την εγκράτεια της συνταγματικής συνέχειας. Σε αντίστιξη πρός το ριζοσπαστικό πείραμα της Γαλλικής Επανάστασης, το οποίο αντιλαμβάνεται ως αποδόμηση των ιερών σταθερών που συγκρατούν το πολιτειακό οικοδόμημα, ο Burke αναγνωρίζει στα πολιτικά κόμματα θεμελιώδη ρυθμιστικό ρόλο, ως θεσμικοί διαμεσολαβητές επιτρέπουν την ομαλή εναλλαγή της εξουσίας αποσοβώντας τον κίνδυνο τόσο της μοναρχικής αυθαιρεσίας όσο και της δημαγωγίας που μπορεί να εκφυλιστεί σε πλειοψηφική τυραννία. 

Αν και δεν λείπουν οι σύγχρονες επιφυλάξεις ως προς τον ενδεχόμενο εκφυλισμό της κομματικής πειθαρχίας σε εργαλείο αποσιώπησης ή συγκάλυψης θεσμικών εκτροπών, ο Burke θα αντέτεινε πως η πειθαρχία αυτή, εφόσον εντάσσεται σε ένα πλαίσιο διαφάνειας και δημοκρατικής λογοδοσίας, αποτελεί εγγύηση της πολιτικής και θεσμικής σταθερότητας, ενώ συγχρόνως επιτρέπει στις αντιπολιτευτικές φωνές να εκφράζονται εντός ενός κοινοβουλευτικού πλαισίου διαβούλευσης. 

Τέλος, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν τη σύγχρονη σημασία της σκέψης του Burke, ιδίως σε μία εποχή κατά την οποία η πολιτική συνοχή διακυβεύεται από την πληροφοριακή σύγχυση και τη ρευστότητα του δημοσίου διαλόγου. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα πολιτικά κόμματα καλούνται να λειτουργήσουν ως θεματοφύλακες της συνταγματικής συνέχειας και ως ρυθμιστικοί παράγοντες που συγκρατούν τις φυγόκεντρες δυνάμεις του δημοσίου βίου εντός ενός πλαισίου λογοδοσίας, συνέχειας και, θεσμικής εγκράτειας. 

Στο πλαίσιο του σύγχρονου επικοινωνιακού τοπίου, το οποίο διακρίνεται από τη φρενήρη αναπαραγωγή αποσπασματικών πληροφοριών και την προϊούσα απορρύθμιση της δημόσιας σφαίρας, ελλοχεύει ο κίνδυνος εκτροπής της πολιτικής έκφρασης σε ένα άναρχο πεδίο πληροφοριακού κατακλυσμού, όπου οι ακραίες θέσεις αποκτούν δυνητικά αποσταθεροποιητική ισχύ. 

Εντός αυτού του πλαισίου, ο Burke δεν περιορίζεται σε μία αφηρημένη θεωρητικοποίηση της κομματικής αρχής, αλλά εδράζει τη συλλογιστική του στη βιωματική του τριβή με τον κοινοβουλευτικό βίο, αναδεικνύοντας τις παθογένειες που απορρέουν από τη θεσμική ασάφεια των φατριαστικών σχηματισμών. Η απουσία οργανωτικής πειθαρχίας και προγραμματικού άξονα σε τέτοιες συσσωματώσεις καταλήγει συχνά στην αυθαιρεσία, την αναποτελεσματικότητα και την πολιτική έκπτωση. Αντιθέτως, τα κόμματα, δομημένα γύρω από κοινές αρχές και πρόγραμμα, κατορθώνουν να διασφαλίσουν μία μορφή θεσμικής συνοχής ικανή να θωρακίσει το συνταγματικό οικοδόμημα. 

Η επίμονη αναφορά του Burke στην παράδοση δεν ανάγεται σε συντηρητική εμμονή, αλλά σε μία βαθύτερη αντίληψη της ιστορικής συνέχειας ως εγγυήτριας της ειρήνης και της πολιτειακής ισορροπίας. Κάθε ουσιώδης μεταβολή, κατά τον Burke, οφείλει να είναι προϊόν κομματικής διαβούλευσης και όχι αποτέλεσμα εξωθεσμικών πιέσεων που θα υπονομεύσουν την κοινωνική συνοχή. 

Η προβληματική αυτή συνομιλεί γόνιμα με τον Alexis de Tocqueville, ο οποίος, παρατηρώντας τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανέδειξε τον κίνδυνο της «τυραννίας της πλειοψηφίας», δηλαδή της επιβολής της συλλογικής βούλησης χωρίς επαρκή θεσμικά αντίβαρα. 

Σε αυτή τη διαλεκτική, ο ένας πόλος αναδεικνύει την πολιτική ζωτικότητα που προκύπτει από την ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών· ο άλλος υπενθυμίζει την επιτακτική ανάγκη ύπαρξης σταθερών και υπεύθυνων θεσμικών μηχανισμών που διασφαλίζουν την ορθολογική και μετριοπαθή άσκηση της εξουσίας. 

Οι δύο στοχαστές, εν τέλει, δεν αντιμάχονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται, ο πρώτος διασώζει την αξία της συμμετοχής, ο δεύτερος υπενθυμίζει την αναγκαιότητα του θεσμικού πλαισίου που καθιστά τη συμμετοχή πολιτικά υπεύθυνη. 

Ωστόσο, η σύγχρονη θεωρητική προβληματική επισημαίνει τις εντάσεις και τις πρακτικές δυσκολίες που ανακύπτουν κατά την προσπάθεια εφαρμογής της συλλογιστικής του Burke εντός του σημερινού ψηφιακού και μεταπολιτικού τοπίου. Στο νέο αυτό περιβάλλον, οι παραδοσιακές κομματικές δομές συχνά αποδεικνύονται ανεπαρκείς να αφομοιώσουν ή να εκπροσωπήσουν τις εναλλακτικές συλλογικές κινήσεις, από κινηματικές πλατφόρμες έως ευέλικτα δίκτυα πολιτών, τα οποία συγκροτούνται εκτός των καθιερωμένων θεσμικών μηχανισμών και, αμφισβητούν τη μονοσήμαντη έννοια της εκπροσώπησης. 

Συνεπώς, το ζητούμενο δεν είναι η επιμονή σε παρωχημένα σχήματα, αλλά η προσαρμογή των κομμάτων στις απαιτήσεις του παρόντος, χωρίς όμως να υπονομεύονται οι βασικές αρχές της συλλογικής ευθύνης και, της θεσμικής λογοδοσίας. 

Η κριτική για τον ενδεχόμενο εκφυλισμό της κομματικής πειθαρχίας σε όχημα εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη εμπλουτισμού του μοντέλου του Burke με σύγχρονα εργαλεία διαφάνειας, ελέγχου και λογοδοσίας. 

Η συλλογική ευθύνη, αν απογυμνωθεί από τη δεοντολογική της σκευή, κινδυνεύει να υποκατασταθεί από τις απρόσωπες συναλλαγές. Ο ίδιος ο Burke, σε ένα υποθετικό σενάριο εφαρμογής του σε ένα σύγχρονο πλαίσιο, θα αξίωνε, κατά πάσα πιθανότητα, την ύπαρξη αυστηρών κανόνων εσωτερικής δημοκρατίας και δεοντολογίας, επιμένοντας ότι η πολιτική ακεραιότητα προϋποθέτει τη διαρκή υπέρβαση της ατομικής φιλοδοξίας υπέρ ενός κοινού σκοπού. 

Η διαρκής ανανέωση του ενδοκομματικού «κοινωνικού συμβολαίου» καθίσταται, υπό το πρίσμα αυτό, αναγκαία προϋπόθεση για την πολιτική βιωσιμότητα των κομμάτων. 

Αρχές όπως εκείνες που διατυπώνονται στα λεγόμενα «Nolan Principles», το θεσμικό πλαίσιο δεοντολογίας που διαμορφώθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1995 και περιλαμβάνει αξίες όπως η ανιδιοτέλεια, η ακεραιότητα, η αντικειμενικότητα και η λογοδοσία, συνιστούν θεσμική κληρονομιά του προτάγματος του Burke περί διαφάνειας, υπευθυνότητας και, ηθικής στην άσκηση της εξουσίας. 

Σε ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, η λειτουργία των κομματικών σχηματισμών εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναδεικνύει συγκεκριμένες πρακτικές που αντανακλούν τη λογική αυτής της παράδοσης, η ύπαρξη κοινών αξιακών αξόνων, η εφαρμογή πειθαρχημένων κοινοβουλευτικών διαδικασιών και η αναγνώριση των εθνικών συνταγματικών ιδιαιτεροτήτων συνιστούν βασικά χαρακτηριστικά ενός θεσμικού πλαισίου, στον οποίο η έννοια της πολιτικής αρετής συντίθεται με τις προκλήσεις της υπερεθνικής διακυβέρνησης. 

Το ευρωπαϊκό αυτό παράδειγμα δεν αναπαράγει απλώς τις αρχές του παρελθόντος, αλλά επιχειρεί την προσαρμογή τους σε ένα περιβάλλον ρευστότητας, λογοδοσίας και, πλουραλισμού. 

Η παράδοση του Burke, επομένως, δεν οφείλει να νοηθεί ως στείρος συντηρητισμός, αλλά ως ζωντανό αίτημα θεσμικής συνέχειας· όχι ως αντίσταση στην αλλαγή, αλλά ως αξίωση για αλλαγή με όρους ευθύνης, θεσμικής νηφαλιότητας και, ιστορικής μνήμης. 

Η πολυεπίπεδη σύνθεση των ευρωπαϊκών κομματικών σχηματισμών, στους οποίους συγκλίνουν ετερόκλητες εθνικές παραδόσεις υπό την αιγίδα ενός κοινού πλαισίου αρχών, επαναφέρει στο προσκήνιο την θεώρηση περί της δυναμικής συμβίωσης παραδόσεως και ποικιλομορφίας. 

Η βασική θέση του Burke, ότι η διατήρηση της θεσμικής συνοχής προϋποθέτει ένα πλέγμα κανόνων εντός του οποίου η ετερογένεια καθίσταται πολιτικά γόνιμη και όχι αποσταθεροποιητική, αποκτά ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη της πολιτικής πραγματικότητας των κρατών της Κεντρικής και, Ανατολικής Ευρώπης κατά τη μεταψυχροπολεμική «μεταβατική» περίοδο. 

Η απουσία στιβαρών κομματικών σχηματισμών, ικανών να ισορροπήσουν την κομματική πειθαρχία με έναν ανθρωποκεντρικό πολιτικό πολιτισμό, κατέληξε, όπως μαρτυρούν τα παραδείγματα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, σε εκπτώσεις δημοκρατίας, όπου η θεσμική ρευστότητα μετεξελίχθηκε είτε σε πελατειακές συναλλαγές είτε σε αυταρχικό αναθεωρητισμό. 

Υπό αυτή τη συνθήκη, η θεωρία του Burke περί κομμάτων προβάλλει όχι ως συντηρητικό κατάλοιπο, αλλά ως επείγουσα πρόταση πολιτικής αρχιτεκτονικής, τα κόμματα καλούνται να λειτουργήσουν ως θεσμικές γέφυρες ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, ως φορείς που αναλαμβάνουν την ευθύνη της ιστορικής συνέχειας μέσα σε ένα πολυπολιτισμικό και, πολύγλωσσο κοινωνικό περιβάλλον. 

Η εμπειρική αποτυχία των συνταγματικών «πειραμάτων» σε ορισμένα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, όπου κρίσιμες θεσμικές μεταβολές επιχειρήθηκαν άνευ επαρκούς κομματικής συναίνεσης, αναδεικνύει, εκ των πραγμάτων, τη διορατικότητα του Burke, απουσία σταθερών και πειθαρχημένων κομματικών δομών, το πολιτικό πεδίο καθίσταται εξαιρετικά ευάλωτο σε φαινόμενα πόλωσης και θεσμικής αστάθειας. Η οργανωμένη κομματική διαμεσολάβηση δεν αποτελεί απλώς εργαλείο διακυβέρνησης, αλλά προϋπόθεση για την επιτελική λειτουργία της συνταγματικής δημοκρατίας.

Η έννοια της «συνταγματικής μνήμης», μία από τις πλέον λεπταίσθητες θεωρητικές συμβολές του Burke, καθίσταται σήμερα κρίσιμο εννοιολογικό εργαλείο για την ερμηνεία της πολιτικής πραγματικότητας και τη διασφάλιση της θεσμικής βιωσιμότητας. Τα κόμματα, εν προκειμένω, δύνανται να λειτουργήσουν ως εστίες αναστοχασμού και μετασχηματισμού, να καταγράψουν την ιστορική εμπειρία, να εντοπίσουν τις αστοχίες και να διαμορφώσουν εναλλακτικές στρατηγικές διακυβέρνησης, οι οποίες δεν θα παραβιάζουν το συνταγματικό πνεύμα αλλά θα το ανανεώνουν εκ των ένδον.

Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαιτέρως εύγλωττη αναδεικνύεται η ικανότητα του Burke να διακρίνει μεταξύ μίας συντήρησης που παγώνει την ιστορία και μίας συντήρησης που συνιστά δύναμη της πολιτικής εξέλιξης.

Η «συντήρηση» του Burke είναι εν τέλει ικανή να εμπεριέχει την καινοτομία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή εντάσσεται στη θεσμική συνέχεια. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η θεωρία του περί πολιτικών κομμάτων δεν αποτελεί απόπειρα επιβολής μίας άκαμπτης φόρμουλας· συνιστά, αντιθέτως, πρόταση ενός αφηγηματικού πλαισίου εντός του οποίου το νέο εντάσσεται στην προϋπάρχουσα αρχιτεκτονική και, όχι αυθαίρετα. 

Η αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων, από την προστασία προσωπικών δεδομένων μέχρι την οικολογική κρίση απαιτεί κόμματα που λειτουργούν ως σύνδεσμοι μεταξύ τεχνοκρατικής επάρκειας και κοινωνικών αιτημάτων, χωρίς να εκθέτουν σε κίνδυνο τη συνταγματική νομιμότητα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η θεώρηση του Burke επανέρχεται ως οιονεί ηθική πυξίδα, για να εντάξει τη συμμετοχή των πολιτών σε συλλογικές διαδικασίες με διάρκεια, σοβαρότητα και, ιστορική επίγνωση. 

Εάν ο Burke τοποθετούταν στον σύγχρονο πολιτικό κόσμο, θα τόνιζε, πιθανότατα, πως ο κίνδυνος δεν προέρχεται από τη λαϊκή απαίτηση για αλλαγή, αλλά από τις στιγμιαίες εξάρσεις μίας ανερμάτιστης ψηφιακής πλειοψηφίας. Η πρόκληση των καιρών, επομένως, έγκειται στην ικανότητα των κομμάτων να διοχετεύσουν την κοινωνική ενέργεια σε ορθολογικά κανάλια· 
όχι μέσα από την προσφυγή σε δημαγωγικές ευκολίες, αλλά αντλώντας νομιμοποιητικό κύρος από τη θεσμική μνήμη, την ιστορική συνέχεια και, την πειθαρχημένη προσήλωση στους κανόνες του δημοκρατικού παιγνίου.