Η οικογένεια δεν μπορεί να είναι απούσα από την εξίσωση της σχολικής βίας
Shutterstock
Shutterstock

Η οικογένεια δεν μπορεί να είναι απούσα από την εξίσωση της σχολικής βίας

Προ ημερών ο Πρωθυπουργός παρουσίασε με την υπουργό Παιδείας ένα νέο και πολλά υποσχόμενο νομοσχέδιο, για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας και της ανήλικής παραβατικότητάς.

Το πρώτο ίσως ολοκληρωμένο σχέδιο επί του πεδίου, το οποίο αναμφισβήτητα κινείται σε θετική κατεύθυνση και αντιμετωπίζει πάρα πολλά υπαρκτά και φλέγοντα ζητήματα που διαταράσσουν όχι μόνο το σχολικό κλίμα, αλλά την ίδια την υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών στη χώρα μας.

Το πλαίσιο αυτό των νέων μέτρων, μαζί με τη διαδικτυακή πλατφόρμα αναφορών για το bullying που είχαν υλοποιήσει οι προηγούμενες ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας, συνδυαζόμενο και με άλλες πρωτοβουλίες της Ελληνικής Αστυνομίας για ζητήματα ανήλικης βίας και παραβατικότητας εκτός σχολείων, δημιουργούν για πρώτη ίσως φορά ένα προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας για τη νεολαία μας κι ένα θετικό κλίμα προσδοκίας για καλύτερη διαχείριση της θλιβερής αυτής πραγματικότητας, η οποία αλλοτριώνει σιγά σιγά όχι μόνο τα σχολεία μας αλλά διαταράσσει την ασφάλεια και την αναγκαία κοινωνική γαλήνη σε πολλές συνοικίες και γειτονιές της Ελλάδας.

Το νέο αυτό σχέδιο, στηριγμένο σε προτάσεις που κατέθεσε μια ειδικά συσταθείσα για τον σκοπό αυτό επιτροπή επιστημόνων, κινείται σε δύο άξονες: Στην πρόληψη της σχολικής βίας μέσα στα σχολεία και στην αντιμετώπισή της, με συγκεκριμένες δράσεις μέσα σε αυτά.

Αυτό που οφείλει κανείς να αναγνωρίσει και να αναδείξει ως απολύτως θετικό μέτρο, το οποίο αποτελεί τομή για την ελληνική πραγματικότητα, είναι η αντικατάσταση της ποινής της αποβολής εκτός σχολείου με την κοινωνική εργασία μέσα στο σχολείο. Ένα μέτρο πρωτοποριακό, που αν εφαρμοστεί σωστά και σε συνδυασμό με τα ανοιχτά debates που προβλέπονται μεταξύ των μαθητών, αναμένεται πράγματι να δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα.

Όμως, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, αν και πρωτοποριακό για τα μέχρι τώρα ελληνικά δεδομένα, έχει μια δομική και κραυγαλέα αδυναμία, η οποία εφόσον δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα θέτει, κατά την άποψή μας υπό αμφισβήτηση τη συνολική αποτελεσματικότητά του. Έτσι, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι δεν εμπλέκει με κανέναν εμφανή και ενεργό τρόπο την οικογένεια, ούτε στην πρόληψη, ούτε και στην αντιμετώπιση της επιθετικότητας των μαθητών μέσα κι έξω από το σχολείο.

Όμως, η οικογένεια είναι το κύτταρο της κοινωνίας, φορέας μετάδοσης κουλτούρας και αξιών στα νέα μέλη της και ασφαλώς η πρωτογενής ομάδα κοινωνικοποίησης και διαπαιδαγώγησής των παιδιών. Εκτός από αυτό, η οικογένεια αποτελεί έναν από τους τρεις επιστημονικά αναγνωρισμένους πυλώνες της ονομαζόμενης σχολικής ζωής και είναι απριόρι ενεργό και αναπόσπαστο μέλος κάθε σχολικής κοινότητας, η οποία άλλωστε αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας μέσα στην οποία βρίσκεται, τόσο στον τρόπο οργάνωσης, όσο και λειτουργίας της.

Για το λόγο αυτό, ένα σύγχρονο, ανοιχτό και δημοκρατικό σχολείο έχει ανάγκη από τη σύμπραξη και τη συνεργασία και των τριών δομικών πυλώνων του: Του δασκάλου, του μαθητή και του γονέα, για να επιτύχει στην αποστολή του.

Το ζητούμενο επομένως σε κάθε σχολική μονάδα, είναι η εξασφάλιση μιας υγιούς λειτουργικότητας, με συνεργασία όλων των παραγόντων της. Πρακτικά αυτό σημαίνει τη διαμόρφωση ενός παιδαγωγικού και διδακτικού κλίματος που θα προάγει μια κουλτούρα συνεργασίας μεταξύ όλων των μελών της σχολικής κοινότητας χωρίς εξαιρέσεις και αποκλεισμούς, αλλά με συγκεκριμένα όρια αναφορικά με τους ρόλους και τις αρμοδιότητες, καλλιεργώντας τον αμοιβαίο μεταξύ τους σεβασμό.

Στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο διακρίνουμε μια εμφανή και πρόδηλη δομική αναπηρία, σε ό,τι αφορά τον έναν από τους τρεις αυτούς πυλώνες της σχολικής ζωής. Την οικογένεια. Είναι παρωχημένη επιστημονικά η αντίληψη που προσπαθεί να στεγανοποιήσει το σχολείο ως αυτόνομο και ανεξάρτητο φορέα σε σχέση με την οικογένεια και την τοπική κοινωνία.

Θα μπορούσε ο νομοθέτης να επισημάνει ίσως την αναρμοδιότητα του υπουργείου Παιδείας σε ό,τι αφορά στη θέσπιση κανόνων και διαδικασιών εμπλοκής στα συγκεκριμένα ζητήματα από τις τοπικές κοινωνίες, αλλά η έλλειψη μέριμνας και φροντίδας για την οικογένεια, είναι κατά τη γνώμη μας απαράδεκτη παράληψη, η οποία πρέπει το συντομότερο να εξαλειφθεί.

Ενδεικτικά θα αναφέρω τον θεσμό των Σχολών Γονέων, οι οποίες λειτούργησαν με απόλυτη επιτυχία σε ολόκληρη την Ελλάδα στην προ μνημονίων εποχή. Τα προγράμματα αυτά, στα οποία συνεργάστηκαν εκατοντάδες ανεξάρτητοι ιδιώτες ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί από όλη την Ελλάδα, σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν από το ΙΔΕΚΕ, ανεξάρτητο φορέα εποπτευόμενο από το υπουργείο Παιδείας, στο οποίο προσωπικά είχα την τύχη να εμπλακώ ως εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης με καθοδηγητικό όσο και οργανωτικό ρόλο.

Φυσικά, όλα τα προγράμματα λειτούργησαν σε απόλυτη συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες και τους φορείς, σε επίπεδο νομαρχιακών και δημοτικών αρχών.

Ασφαλώς υπάρχουν και σήμερα πολλές δυνατότητες που πρέπει να εξεταστούν για παροχή συμβουλευτικής καθοδήγησης, στήριξης και φροντίδας στην οικογένεια, σε επίπεδο πρόληψης όσο και αντιμετώπισης των ενεργών περιστατικών ανήλικης βίας και παραβατικότητας, με τη συνεργασία και των τοπικών κοινωνιών.

Κλείνοντας, απευθύνω έκκληση προς το υπουργείο Παιδείας να επανεξετάσει τη στάση του αυτή, να αξιοποιήσει την προηγούμενη αποκτηθείσα γνώση και εμπειρία και να σχεδιάσει άμεσα την ενεργό εμπλοκή των γονέων για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, που είναι εθνικής προτεραιότητας και πληγώνει βαθιά την κοινωνία μας,

 

Ο Ανδρέας Ν. Ζεργιώτης, είναι Διδάκτωρ Σχολικής Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. Σχολικός Σύμβουλος Δ.Ε. και Πιστοποιημένος Διαμεσολαβητής Υπουργείου Δικαιοσύνης.