Του Βασίλη Γεώργα
Η διαρροή για να δημιουργηθούν οι πρώτες εντυπώσεις έγινε. Οι πληροφορίες για την πρόθεση του Αλέξη Τσίπρα να συγκαλέσει μια μέρα πριν τη ΔΕΘ σε «Σύνοδο Κορυφής» στην Αθήνα τους ομολόγους του από τις έξι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου επιβεβαιώθηκαν ατύπως από το Μαξίμου, αλλά οι προσκλήσεις επισήμως δεν έχουν σταλεί ακόμη σε κανέναν, ούτε είναι γνωστό αν υπάρχει επίσημο ενδιαφέρον για συμμετοχή αφού όλος ο σχεδιασμός βρίσκεται ακόμη σε στάδιο προετοιμασίας.
Συνεπώς δεν ξέρουμε αν όλη αυτή η ενδιαφέρουσα και πολιτικά ριψοκίνδυνη έως ακόμη και επικίνδυνη –εφόσον θεωρηθεί «διασπαστική»- πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού να κλιμακώσει την προσπάθεια συγκρότησης ενός «Νότιου άξονα» εντός της ευρωζώνης επτά ημέρες πριν την κανονική Σύνοδο Κορυφής των 27 στην Μπρατισλάβα με θέμα το μέλλον της Ευρώπης, θα ξεπεράσει τελικά τα όρια της επικοινωνιακής «παράτας» και θα εξελιχθεί σε μια σημαντική συνάντηση επιπέδου που θα λάβει ανάλογα σοβαρές αποφάσεις σε επίπεδο χάραξη πολιτικής.
Από τον Ανδρέα Παπανδρέου του 1981, μέχρι τον Αντώνη Σαμαρά του 2013 και σήμερα τον Αλέξη Τσίπρα, το θρυλικό «Μέτωπο του Νότου» έχει πολλάκις παρουσιαστεί περίπου σαν το Άγιο Δισκοπότηρο που έπρεπε να ανακαλυφθεί σε μια περίπου δονκιχωτική προσπάθεια να συγκεραστούν και να προωθηθούν τα οικονομικά συμφέροντα των πιο αδύναμων χωρών της Ευρώπης απέναντι στον πλούσιο Βορρά.
Η ευρύτερη αυτή συμμαχία κατέληγε επανειλημμένα σε ένα κυνήγι ανεμόμυλων αφού τα εθνικά συμφέροντα αποδεικνύονται πάντα ισχυρότερα κάθε συμμαχίας.
Ειδικά στα χρόνια της ελληνικής κρίσης, κάθε φορά που επιχειρήθηκε να «ενωθεί» ο συχνά λοιδορούμενος Νότος κάτω από αντικειμενικά κοινά συμφέροντα και επιδιώξεις όπως ήταν το διαχρονικό αίτημα προς το Βερολίνο για λιγότερη λιτότητα, αποδείχθηκε ότι η απόσταση τελικά γινόταν μεγαλύτερη.
Τις φράσεις ότι «η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα», η «Ισπανία δεν είναι Ελλάδα», «η Πορτογαλία δεν είναι Ελλάδα», κοκ, ακολούθησαν σκληρές συγκρούσεις ακόμη και από φίλιες χώρες όπως η Κύπρος εντός των Eurogroup καθώς στόχος τα προηγούμενα χρόνια ήταν η Ελλάδα να απομονωθεί και όχι να συγκριθεί με τους υπόλοιπους. Και ως ένα βαθμό το μέτωπο του Νότου υπήρξε αρραγές, αλλά όντας συγκολλημένο με τον Βορρά, λειτούργησε με τρόπο αντίθετο από τις επιδιώξεις των ελληνικών κυβερνήσεων.
Τι έχει αλλάξει τόσο πολύ τώρα ώστε ο Αλέξης Τσίπρας να πιστεύει πως με μια νέα -επικοινωνιακή εν αρχή- προσπάθεια θα μπορούσε να συμμαχήσει με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Κύπρο και τη Μάλτα εφόσον οι ηγέτες τους αποδεχθούν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι στην Αθήνα στις 9 Σεπτεμβρίου;
Προφανώς και έχουν αλλάξει και θα αλλάξουν πολλά με δραματικό τρόπο και με μεγάλη ταχύτητα στην Ευρώπη.
Το Brexit, η κρίση στην Τουρκία, το μεταναστευτικό-προσφυγικό, η τραπεζική κρίση, η αποεπένδυση σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο, η ετεροβαρής ανάπτυξη, τα ελλείμματα, η υπερχρεώση, η άνοδος των εθνικιστικών κομμάτων και η τρομοκρατία, αποτελούν εξελίξεις που απασχολούν και προβληματίζουν έντονα όλες τις κυβερνήσεις, με τη διαφορά ότι τα επίχειρα τα δέχονται κυρίως οι χώρες του Νότου.
Οι πολιτικές ισορροπίες έχουν επίσης επηρεαστεί και ο παράγοντας αυτός δεν μπορεί να αγνοηθεί. Στην Πορτογαλία η αριστερά βρίσκεται ήδη στην κυβέρνηση. Στην Ιταλία το δημοψήφισμα του Ρέντσι θα κρίνει φέτος το πολιτικό του μέλλον σε μια ήδη δύσκολη περίοδο που τα προβληματικά δάνεια στη χώρα προκαλούν αναταράξεις σε όλη την Ευρώπη. Την επόμενη χρονιά γίνονται εκλογές στην Γερμανία και στη Γαλλία, ενώ στην Ισπανία η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης παραμένει.
Πολλά από τα παραπάνω προβλήματα αποτελούσαν διαχρονικά συνεκτικούς κρίκους της Ελλάδας με τον υπόλοιπο Νότο, όμως είναι ίσως η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που ενδεχομένως ωριμάζουν οι συνθήκες για μια πιο συγκροτημένη φωνή προς το Βερολίνο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ρίξουν λίγο περισσότερο νερό στο κρασί τους.
Τα αιτήματα για μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις ώστε να τονωθεί η ανάπτυξη, για ισχυρότερη «ποσοτική χαλάρωση» από την ΕΚΤ, για αμοιβαιοποίηση των χρεών, για αλλαγές στις ευρωπαϊκές συνθήκες και στους στόχους του συμφώνου σταθερότητας, για ενιαίες αποφάσεις στη διαχείριση του προσφυγικού, ακούγονται τους τελευταίους μήνες όλο και πιο έντονα από τις ισχυρές χώρες του Νότου όπως η Ιταλία και η Γαλλία.
Η πρόσφατη χαλάρωση των ποινών για τα δημοσιονομικά ελλείμματα στην Ισπανία και την Πορτογαλία (σ.σ η Γαλλία ήδη έχει πάρει παράταση), υπήρξε, επίσης, μια από τις πιο κομβικές αποφάσεις που ελήφθησαν μάλιστα με τις ευλογίες και του Βερολίνου και καταδεικνύει ότι υπάρχει χώρος για να εφαρμοστούν πολιτικές ενίσχυσης των οικονομιών, παράλληλα με τη συνταγή της αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής που εκ των πραγμάτων θα συνεχίζει να εφαρμόζεται. Μόλις χθες επίσης, ο αυστηρά προσηλωμένος στη δημοσιονομική πειθαρχία Γερμανός κεντρικός Τραπεζίτης Γενς Βάϊντμαν εμφανίστηκε «ανεκτικός» σε τροποποιήσεις στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ το οποίο μέχρι πρότινος η Γερμανία υποτίθεται ότι «ξόρκιζε», παρότι είναι η κύρια ωφελημένη.
Για την Ελλάδα η ενεργοποίηση συμμαχιών με το Νότο φαντάζει ένας δόκιμος τρόπος για να προωθηθούν εμμέσως τα συμφέροντά της χώρας στην ευρύτερη συζήτηση για τη διαχείριση του προσφυγικού, την αναδιάρθρωση του χρέους και την υιοθέτηση πολιτικών που θα μεταφέρουν τις προτεραιότητες των δανειστών από την –εν πολλοίς ολοκληρωμένη- δημοσιονομική προσαρμογή, στο πεδίο της ανάπτυξης και των μεταρρυθμίσεων.
Βαυκαλίζεται, όμως, όποιος θεωρεί ότι μέσα από τέτοιες συμμαχίες θα μπορούσαμε ως χώρα να αγνοήσουμε τις μνημονιακές υποχρεώσεις ή να «αλλάξουμε την Ευρώπη».
Ούτως ή άλλως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι οι ηγέτες των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου που προκλήθηκαν να καθίσουν στο τραπέζι μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα έχουν την ανάγκη του Βορρά και ειδικότερα της Γερμανίας που πληρώνει.
Παρά τις επιμέρους διαφωνίες, η ανοχή της θα είναι αυτή που θα κρίνει στο τέλος τις αποφάσεις για το μέλλον.