Η Εξαργύρωση του Ιερού, όταν το Αρχαίο Δράμα γίνεται πλατφόρμα 
Shutterstock
Shutterstock

Η Εξαργύρωση του Ιερού, όταν το Αρχαίο Δράμα γίνεται πλατφόρμα 

Το αρχαίο δράμα, κατά την παράδοση, δεν είναι απλώς μία μορφή ψυχαγωγίας αλλά ένας διδακτικός θεσμός, μία σκηνική μεταφορά ηθικών διλημμάτων, στοχασμών και υπαρξιακών κρίσεων. Η διδασκαλία όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη διδασκάλου, όχι απλώς εκφωνητή κειμένου, αλλά φορέα σκέψης, κρίσης και πνευματικής επεξεργασίας. Εάν αυτός λείπει, η παράσταση δε «διδάσκει»· απλώς διαφημίζει, τον εαυτό της, ή τη συγκυρία. 
 
Είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς εάν οι υποτιθέμενοι «διδάσκαλοι» του αρχαίου δράματος έχουν τη στοιχειώδη ικανότητα να κατανοήσουν, πόσο μάλλον να εκφράσουν σκηνικά, την πολυπλοκότητα της τραγωδίας. Αν αφαιρέσει κανείς από τα χέρια τους το θεατρικό κείμενο, πόσοι εξ αυτών μπορούν να αρθρώσουν ένα επιχείρημα με αρχή, μέση και τέλος; Και σε ποιο βαθμό η παρουσία τους σε χώρους όπως το Ηρώδειο, οφείλεται σε αξιοκρατική επιλογή και όχι σε δικτύωση, μόδα ή συμμόρφωση με το πολιτικώς επιθυμητό; 
 
Η παράσταση του Ιππόλυτου στο Ηρώδειο αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της παρακμής. Αντί για την αναμέτρηση με το ανεξιλέωτο της επιθυμίας και τη μοιραία ασυμμετρία των θεών και των ανθρώπων, ως επιδόρπιο προσφέρθηκε πολιτικός ακτιβισμός με  αρχαιοελληνικό ένδυμα. Οι συντελεστές επέλεξαν να υψώσουν τη σημαία της Παλαιστίνης και να γρονθοκοπήσουν συμβολικά το κοινό με το πολιτικό τους φρόνημα. 
 
Και το κοινό πλήρωσε για να δει μία τραγωδία και παρακολούθησε μία στρατευμένη performance. Ίσως μάλιστα και να χειροκρότησε από ενοχική ευγένεια, φοβούμενο μη χαρακτηριστεί "ανάλγητο" απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Αυτό όμως λέγεται συναισθηματικός εκβιασμός με σκηνοθετική άδεια. 
 
Σε μία δημοκρατία, η χρηματοδότηση της τέχνης, είτε από το κοινό μέσω εισιτηρίων είτε από το κράτος μέσω επιχορηγήσεων, δεν είναι απλή συναλλαγή. Είναι επένδυση σε έναν συλλογικό καθρέφτη, σε έναν χώρο ενδοσκόπησης, αισθητικής απόλαυσης και ενίοτε αμφισβήτησης. Όταν όμως ο καθρέφτης μετατρέπεται σε εργαλείο αυτοπροβολής και το αίσθημα σε προκάτ θέση, τότε τίθεται εύλογα το ερώτημα, ποιόν υπηρετεί η Τέχνη όταν την πληρώνει ο πολίτης; 
 
Είναι καιρός το κοινό να επανατοποθετηθεί απέναντι στο περιεχόμενο που χρηματοδοτεί. Να πάψει να συγχέει τον πολιτισμό με την ανοχή στη ματαιοδοξία και την αυθαιρεσία. Και αν αυτή η προσδοκία για πολιτισμό προδίδεται συστηματικά, το κοινό οφείλει όχι απλώς να διαμαρτυρηθεί, αλλά να αναστείλει την υποστήριξή του. 
 
Το ίδιο ισχύει και για την κρατική επιχορήγηση. Όταν το κράτος υποστηρίζει με δημόσιους πόρους έναν στρατευμένο πολιτισμό, τότε η Τέχνη γίνεται  προπαγάνδα, ανεξαρτήτως της κατεύθυνσης αυτής. 
 
Δεν έχει σημασία αν η σημαία που υψώνεται είναι της Παλαιστίνης, του Ισραήλ, των Ηνωμένων Πολιτειών ή οποιασδήποτε άλλης χώρας, η πράξη είναι η ίδια. Το θέατρο μετατρέπεται από πεδίο συνάντησης του ανθρώπινου με το τραγικό, σε πεδίο διχασμού και επιβολής. 
 
Επομένως, η κριτική δεν αφορά το περιεχόμενο της χειρονομίας, αφορά την ίδια τη χειρονομία ως αποικιοποίηση του κοινού χώρου. Η σκηνή δεν μπορεί να λειτουργεί ως εργαλείο επιβεβαίωσης προσωπικών ή κομματικών πεποιθήσεων με χρήματα τρίτων. Ούτε το κοινό, ούτε το κράτος οφείλουν να χρηματοδοτούν την πολιτιστική ιδιοτέλεια ή την επιθετική έκθεση του ιδεολογικού εαυτού των δημιουργών. Η Τέχνη οφείλει να συγκλονίζει, όχι να χειραγωγεί. Να αναρωτιέται, όχι να κατευθύνει. Και κυρίως, να σέβεται το κοινό, όχι να το μεταχειρίζεται ως πειραματόζωο ενός πρόχειρου ιδεολογικού δρώμενου.