Η απαξίωση της Δημοκρατίας
Shutterstock
Shutterstock

Η απαξίωση της Δημοκρατίας

«Είστε οι χειρότεροι φασίστες και τραμπούκοι» ανέκραξε η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου όταν ο αντιπρόεδρος της Βουλής Γιώργος Γεωργαντάς διέκοψε το ατέλειωτο λογύδριό της.

Ο λόγος της… φασιστικής και τραμπούκικης συμπεριφοράς Γεωργαντά ήταν ότι εφάρμοζε - με αρκετή ελαστικότητα - τον κανονισμό της Βουλής. Η Ζωή είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον χρόνο που δικαιούτο. Από τα 5 λεπτά του «φασιστικού» κανονισμού, που η δημοκρατία έχει ψηφίσει, είχε φτάσει στα 19 και συνέχιζε ακάθεκτη…

Η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ευαγγελία Λιακούλη σε μεγάλο κανάλι, χαρακτήρισε την εκλεγμένη κυβέρνηση «χούντα». Και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης υπερακόντισε σε άστοχο λόγο. Επιτιθέμενος προσωπικά στον πρωθυπουργό (που σαφώς ήταν δικαίωμά του να θεωρεί πως αυτός είναι μπλεγμένος στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ), αλλά τον χαρακτήρισε «εκβιαζόμενο».

Θα έπρεπε να τεκμηριώσει βέβαια από ποιον εκβιάζεται. Ειδικά ο Ανδρουλάκης που έχει φάει τόση λάσπη κατά πρόσωπο. Όπως τότε που η εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ είχε δηλώσει: «Οταν ο παρακολουθούμενος (Ανδρουλάκης) ξέρει ότι ο θύτης του (Μητσοτάκης) βρίσκεται σε δύσκολη πολιτική στιγμή, είναι αναγκασμένος να τον βοηθήσει». Ενώ ο Στεφανος Κασσελάκης, πιο «άμεσος» τον είχε χαρακτηρίσει «εκβιαζόμενο».

Τα χθεσινά έγιναν με αφορμή το αίτημα άρσης ασυλίας εις βάρος 14 βουλευτών της ΝΔ, οι οποίοι συμμετείχαν στην προανακριτική για τον Χρήστο Τριαντόπουλο. Τους «απαγγέλθηκε» η κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, της κατάχρησης εξουσίας και της…εσχάτης προδοσίας («παίζει» πολύ τελευταία η εσχάτη προδοσία).

Το πρωτοφανές είναι για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά, εκκίνησε μια τέτοια διαδικασία μετά από αίτημα πολίτη! Συγκεκριμένα μετά από μηνυτήρια αναφορά της Μαρίας Καρυστιανού, μητέρας θύματος του δυστυχήματος των Τεμπών.

Και δεδομένου ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι νομική σύμβουλος του συλλόγου (των τριών) οικογενειών των θυμάτων στον οποίο είναι πρόεδρος η Καρυστιανού, είναι εύκολο να υποθέσει κάποιος τον ιθύνοντα νου της πρωτοβουλίας.

Δεν θα σταθούμε στο παράδοξο, βουλευτές να διώκοντα για την ψήφο τους στη Βουλή. Παραπέμπουμε στους συνταγματολόγους την ερμηνεία του άρθρου 61 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του». Ούτε είναι τυχαίο που ο κανόνας αυτός υπάρχει σε όλες τις δημοκρατίες με κοινοβουλευτικό καθεστώς.

Υπάρχει βέβαια η ένσταση ότι ο Τριαντόπουλος θα οδηγηθεί μεν στον φυσικό του δικαστή ( κατάληξη που θα είχε και η προανακριτική), χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία της Προανακριτικής. Αν και μηδαμινής αξίας η γνώμη του γράφοντος, πιστεύει ότι καλώς έγινε.

Το δικαστήριο θα επικεντρωθεί στην ουσία της υπόθεσης ενώ η προανακριτική θα μετατρεπόταν σε ένα διαρκές σόου εντυπώσεων με τις σκόπιμες κορώνες της αντιπολίτευσης και τις κατευθυνόμενες μονομερείς διαρροές στα ΜΜΕ, από όλους τους εμπλεκόμενους.

Η ίδια, μηδαμινής αξίας, γνώμη του γράφοντος, πιστεύει ότι με την αναθεώρηση του συντάγματος θα πρέπει να τελειώσει αυτό το κακόγουστο θέατρο. Στην ελληνική Βουλή οι προανακριτικές δε παίζουν τον ρόλο μιας κοινοβουλευτικής λειτουργίας με δικαστικά χαρακτηριστικά. Χρησιμοποιούνται ως στρατευμένες ντουντούκες ανούσιας πολιτικής διαμάχης.

Αλλά το ερέθισμα του σημερινού σημειώματος δεν ήταν αυτά. Αφορά το επίπεδο του πολιτικού λόγου. Κάποτε πολλοί, και Πασόκοι ανάμεσά τους, επιδοκίμασαν τον Γεώργιο Ράλλη όταν στις αποδοκιμασίες του προεκλογικού πλήθους κατά τη διάρκεια αναφορών για το ΠΑΣΟΚ στην ομιλία του, είπε το περίφημο «Δεν θέλω ου».

Επίσης αρκετοί στο ΠΑΣΟΚ, δεν δέχτηκαν ευνοϊκά τον χαρακτηρισμό που απέδωσε ο Αντρέας στον μπαμπά Μητσοτάκη ως «Εφιάλτη». Χειροκρότησε μόνο η αυριανική πτέρυγα του κόμματος.

Τώρα οι χαρακτηρισμοί έχουν ξεπεράσει κατά πολλές βαθμίδες εκείνο τον αρχαϊκό χαρακτηρισμό που τουλάχιστον είχε ιστορική εγγραφή, δίκαια ή όχι. Τώρα ο πολιτικός λόγος εμπνέεται από την χαβούζα των τρολ του διαδικτύου και την υπερακοντίζει. Είναι η εύκολη διαφυγή, η μέθοδος του καταλυτικού εντυπωσιασμού, καθώς η βαθύτερη παιδεία έχει εκλείψει από την πολιτική ζωή.

Μόνο που η δημοκρατία είναι ευαίσθητο πολίτευμα και απειλείται από την τοξικότητα η οποία καλλιεργείται στα σόσιαλ μίντια, όταν υιοθετείται από το πολιτικό προσωπικό που την υπηρετεί, επωάζοντας την απαξίωσή της,