Δύο Ελλάδες: Πολιτισμική πόλωση και γεωπολιτική ταυτότητα στη μεταμνημονιακή εποχή
Shutterstock
Shutterstock

Δύο Ελλάδες: Πολιτισμική πόλωση και γεωπολιτική ταυτότητα στη μεταμνημονιακή εποχή

Η ελληνική κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών βιώνει μια σύνθετη και πολυεπίπεδη κρίση ταυτότητας. Αν και φαινομενικά η χώρα έχει εδραιωθεί ως μέλος του ευρωπαϊκού και δυτικού κόσμου, στο εσωτερικό της διαμορφώνονται και αντιπαρατίθενται δύο βαθιά διαφορετικά αξιακά, πολιτισμικά και γεωπολιτικά φαντασιακά. Πρόκειται για μια εσωτερική ρήξη, όχι απλώς πολιτική ή κομματική, αλλά πολιτισμική και κοσμοθεωρητική, που εκφράζεται με αυξανόμενη ένταση μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της δημόσιας σφαίρας, των πανεπιστημίων και των διανοουμένων. 

Αυτή η πόλωση εμφανίζεται πιο καθαρά όταν η Ελλάδα καλείται να τοποθετηθεί σε γεωπολιτικά ζητήματα: η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο πόλεμος στη Γάζα, η ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση, ο ρόλος του ΝΑΤΟ, η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οι απόψεις των Ελλήνων διχάζονται όχι απλώς ως προς το «ποιον να υποστηρίξουμε», αλλά ποια είναι η κοσμική τάξη στην οποία θέλουμε να ανήκουμε. Ορισμένοι βλέπουν τη Δύση ως τη μόνη ελπίδα για σταθερότητα, ελευθερία και τεχνολογική πρόοδο. Άλλοι, αντιθέτως, τη βιώνουν ως ηγεμονική δύναμη αποικιοκρατικής επιβολής, οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και πολιτισμικής παρακμής. 

Δύο στρατόπεδα, δύο Ελλάδες; 

Όπως πρώτος είχε επισημάνει ο Νικηφόρος Διαμαντούρος (αν και η θέση αυτή έχει αναδιαμορφωθεί σημαντικά από μεταγενέστερους ερευνητές) από τη μία πλευρά βρίσκεται το δυτικόστροφο, φιλελεύθερο, εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο. Εκφράζεται κυρίως από μορφωμένα μεσαία και ανώτερα στρώματα, επαγγελματίες των πόλεων, νέους με διεθνή εμπειρία, τεχνοκράτες και μεγάλο μέρος του πολιτικού και ακαδημαϊκού κατεστημένου. Για αυτούς, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, οι σχέσεις με το Ισραήλ και η υποστήριξη της Ουκρανίας αποτελούν αυτονόητες επιλογές. Η Ελλάδα, για να παραμείνει ασφαλής και λειτουργική, πρέπει να είναι πλήρως εναρμονισμένη με τις αρχές του δυτικού φιλελευθερισμού: κράτος δικαίου, κοσμικότητα, τεχνοκρατική διοίκηση, ευρωπαϊκό κεκτημένο, καινοτομία. 

Από την άλλη πλευρά, ένα αντισυστημικό, συχνά εθνολαϊκό και αντιδυτικό στρατόπεδο εκφράζει έντονη καχυποψία προς τα παραπάνω. Βλέπει τις δυτικές δυνάμεις ως παράγοντες υποτέλειας, ηθικής διάβρωσης και γεωπολιτικής καταπίεσης. Υποστηρίζει τη Ρωσία ως αντίβαρο στην αμερικανική ηγεμονία, στηρίζει την Παλαιστίνη ως σύμβολο αντίστασης, υπερασπίζεται παραδοσιακές αξίες, ενίοτε την Ορθοδοξία, και προβάλλει το αφήγημα της «εθνικής κυριαρχίας» έναντι της «ευρωκρατίας». Στη συνείδησή του η Ελλάδα είναι ένας μικρός λαός περικυκλωμένος από κινδύνους – αλλά και φορέας μιας ιδιαίτερης ηθικής αποστολής, ιστορικής και πολιτισμικής. 

Το αξιοσημείωτο είναι ότι και τα δύο στρατόπεδα διεκδικούν την αυθεντική ερμηνεία της ελληνικότητας. Οι μεν την προσδιορίζουν ως κομμάτι του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και του νομικού πολιτισμού της ΕΕ. Οι δε την αντλούν από την προνεωτερική συνέχεια, το Βυζάντιο, τη ρωμιοσύνη και τη σύνδεση με τους «αντιστασιακούς λαούς» της παγκόσμιας περιφέρειας. Και οι δύο εκδοχές έχουν ιστορικό βάθος. 

Πολιτισμικές μνήμες και συμβολικά συστήματα 

Η διαίρεση αυτή δεν είναι χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Η ελληνική πολιτική κουλτούρα από τον 19ο αιώνα ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο αρχέτυπα: τον ελληνοδυτικό διαφωτισμό του Κοραή και τον ορθόδοξο-παραδοσιακό κοινοτισμό της ρωμιοσύνης. Η σύγκρουση αυτή επανεμφανίζεται σε κάθε κρίση: στη Μικρασιατική Καταστροφή, στον Εμφύλιο, στη Χούντα, στην ένταξη στην ΕΟΚ, στα Μνημόνια, στην πανδημία, στον πόλεμο στην Ουκρανία. Καθένα από αυτά τα επεισόδια ενεργοποιεί διαφορετικές ιστορικές μνήμες και πολιτισμικές αφηγήσεις, τις οποίες τα δύο στρατόπεδα ερμηνεύουν εντελώς διαφορετικά. 

Σύμφωνα με τις αρχές της πολιτισμικής κοινωνιολογίας, οι κοινωνίες δεν αντιλαμβάνονται την πολιτική μέσω ψυχρών υπολογισμών, αλλά μέσω πολιτισμικών αφηγημάτων και ηθικών δυισμών: καλό-κακό, νόμιμο-παράνομο, αυθεντικό-επιφανειακό. Αυτή η "κοινωνική δραματουργία", όπως αποκαλείται, εξηγεί γιατί σήμερα δεν έχουμε απλώς διαφορετικές απόψεις, αλλά αντιτιθέμενους ηθικούς κόσμους. 

Η υποστήριξη ή η αντίθεση προς την Ουκρανία, την Παλαιστίνη ή το ΝΑΤΟ δεν εκφράζει απλώς εξωτερική πολιτική προτίμηση. Είναι δήλωση πολιτισμικής τοποθέτησης: τι σημαίνει για μένα ο δυτικός κόσμος; Πού αισθάνομαι ότι ανήκω; Με ποιους συμπορεύεται το δίκαιο, η Ιστορία και η τιμή; Αυτά τα ερωτήματα είναι υπαρξιακά, όχι απλώς στρατηγικά. 

Διχοτόμηση ή πολύχρωμος πλουραλισμός; 

Θα ήταν απλουστευτικό να περιγράψουμε την ελληνική κοινωνία ως διχασμένη ανάμεσα σε φιλελεύθερους ορθολογιστές και αντιδυτικούς συνωμοσιολόγους. Οι ταυτότητες είναι ρευστές, υβριδικές και συχνά εσωτερικά αντιφατικές. Υπάρχουν φιλελεύθεροι που επικρίνουν τις δυτικές επεμβάσεις, όπως και παραδοσιοκεντρικοί που στηρίζουν την ευρωπαϊκή πορεία. Ορισμένοι υπερασπίζονται το Ισραήλ για γεωστρατηγικούς λόγους αλλά όχι για ιδεολογικούς. Άλλοι επικρίνουν τη Ρωσία αλλά απορρίπτουν την παγκοσμιοποίηση. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη από την καρικατούρα του «φιλοϊσραηλινού νεοφιλελεύθερου» ή του «παλαιοορθόδοξου ρωσόφιλου». 

Ωστόσο, η τάση για διπολικό αφήγημα του κόσμου ενισχύεται – ιδίως σε περιόδους αβεβαιότητας και ταυτόχρονης υπαρξιακής πίεσης. Η παγκόσμια επιστροφή των μεγάλων αφηγήσεων (η «Δύση», οι «λαοί», η «παγκοσμιοποίηση», η «αντίσταση») επιτείνει το φαινόμενο. 

Η Ελλάδα, ως μικρό κράτος με σύνθετη ιστορική ταυτότητα, γίνεται πεδίο αντανάκλασης αυτής της παγκόσμιας σύγκρουσης οραμάτων. Από τη μία, ενσωματώνεται σε ευρωατλαντικούς θεσμούς. Από την άλλη, διατηρεί ρίζες σε έναν πολιτισμό που βιώνει την Ιστορία μέσα από τους όρους της αδικίας, της αυτοθυσίας και της «προδοσίας». 

Η διεθνής διάσταση του φαινομένου 

Αυτή η διάχυτη γεωπολιτική και πολιτισμική πόλωση που παρατηρείται σήμερα στην Ελλάδα, με τις ανταγωνιστικές στάσεις απέναντι στη Δύση, τη Ρωσία, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη, την Ουκρανία, δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο ή αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Αντιθέτως, εντάσσεται σε μια παγκόσμια ανακατάταξη συμβόλων, ταυτοτήτων και νοημάτων, όπου η εξωτερική πολιτική καθίσταται εργαλείο εσωτερικής ιδεολογικής τοποθέτησης. Το ερώτημα «ποιανού το μέρος παίρνεις» είναι πια ένα ηθικοπολιτισμικό τεστ – και αυτή η τάση είναι διεθνής. 

Αυτό που στην Ελλάδα εμφανίζεται ως ρήγμα ανάμεσα σε φιλοδυτικούς και αντιδυτικούς, σε φιλελεύθερους ευρωπαϊστές και «παραδοσιακούς αντισυστημικούς», είναι τμήμα ενός παγκοσμίου μεταπολιτικού τοπίου, στο οποίο η πολιτική δεν ορίζεται πλέον από κοινωνικές τάξεις ή οικονομικά συμφέροντα, αλλά από πολιτισμικούς ηθικούς κόσμους. Η Ρωσία, το Ισραήλ, η Ουκρανία, η Παλαιστίνη, η Δύση και το ΝΑΤΟ δεν είναι πλέον απλώς κράτη και οργανισμοί – είναι φορείς αφηγημάτων, σύμβολα αξιών, ενσάρκωση συλλογικών φαντασιακών. 

Στη Γαλλία, η σύγκρουση ανάμεσα στους υποστηρικτές του κοσμικού ρεπουμπλικανισμού και στους υπερασπιστές της πολιτισμικής διαφορετικότητας εκφράζεται και στη γεωπολιτική: άλλοι βλέπουν την ισλαμική Μέση Ανατολή ως εστία απειλής, άλλοι ως θύμα της δυτικής αποικιοκρατίας. Στη Γερμανία, η στάση απέναντι στο Ισραήλ έχει μετατραπεί σε δοκιμασία ιστορικής συνείδησης και μεταπολεμικής ενοχής, ενώ η υποστήριξη ή η αντίθεση προς την Ουκρανία διατρέχει όχι μόνο κομματικές γραμμές, αλλά και ηλικιακές και πολιτισμικές. 

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η σύγκρουση ανάμεσα στους liberal internationalists και στους πατριωτικούς εθνοκεντρικούς (όπως εκφράζονται από τον Τραμπισμό) έχει επίσης γεωπολιτικό αποτύπωμα. Το ποιος υποστηρίζει το ΝΑΤΟ, την Ουκρανία, το Ισραήλ ή την Κίνα συχνά συσχετίζεται με κοσμοαντιλήψεις που υπερβαίνουν το ορθολογικό συμφέρον. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, το ίδιο μοτίβο επανεμφανίζεται: η εξωτερική πολιτική γίνεται πεδίο εσωτερικής ταυτοτικής κρίσης. 

Το ίδιο ισχύει και στην Ινδία του Μόντι, στη Βραζιλία του Μπολσονάρο (και στη μετεκλογική περίοδο), ακόμη και στη Ρωσία, όπου το Κρεμλίνο επιχειρεί να κατασκευάσει μια «ρωσική πνευματική ταυτότητα» σε αντιπαράθεση με τη δυτική παρακμή. Όλοι αυτοί οι δρώντες επιχειρούν να πλαισιώσουν τον κόσμο μέσα από διπολικούς μανιχαϊσμούς: εμείς και οι άλλοι, αξία και ανηθικότητα, πολιτισμός και διαφθορά. 

Γιατί όμως η Ελλάδα; 

Και όμως, παρά τη διεθνή διάσταση του φαινομένου, η ελληνική περίπτωση παρουσιάζει ιδιαιτερότητες. Πρώτον, η Ελλάδα είναι μικρό κράτος, αλλά με ισχυρότατη ιστορική συνείδηση και πολιτισμική υπερφόρτιση. Οι ερμηνείες της Ιστορίας (1821, 1922, 1940, 1974) δεν λειτουργούν απλώς ως παρελθοντολογικές αναφορές, αλλά ως παραδείγματα ηθικής τοποθέτησης στο παρόν. Η θέση της χώρας ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, ανάμεσα στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό και την ορθόδοξη παράδοση, την καθιστά ένα είδος γεωπολιτικού υβριδίου. 

Δεύτερον, η συλλογική συνείδηση του «μικρού αδικημένου έθνους», που θυσιάζεται αλλά δεν προδίδει τις αρχές του, διαπερνά και την αριστερή και τη δεξιά ιδεολογική παράδοση. Έτσι, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου η πολιτισμική πόλωση έχει κυρίως κομματικό χαρακτήρα, στην Ελλάδα οι δύο πόλοι διαπερνούν οριζόντια όλο το φάσμα: μπορεί κανείς να είναι πατριώτης αριστερός ή φιλοδυτικός δεξιός, φιλοϊσραηλινός φιλελεύθερος ή παλαιοορθόδοξος αντικαπιταλιστής. Αυτό καθιστά την πόλωση περισσότερο υπαρξιακή και λιγότερο ιδεολογική. 

Τρίτον, η κρίση της Μεταπολίτευσης – πολιτική, οικονομική, θεσμική και πολιτισμική – άνοιξε βαθιά ρωγμή εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και τις παραδοσιακές ελίτ. Ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός που οραματίστηκε η γενιά του 1990 συγκρούστηκε με τις προσδοκίες μιας κοινωνίας που αισθάνθηκε εγκαταλελειμμένη, περιφρονημένη και ταπεινωμένη. Από αυτήν τη ρωγμή ξεπήδησαν και οι δύο πόλοι της σημερινής ρήξης: ο ένας επιμένει στον δρόμο της κανονικότητας, ο άλλος ονειρεύεται ρήξεις και αντιστάσεις. 

Από την εξωτερική πολιτική στην πολιτική της ταυτότητας 

Όταν το ποιος υποστηρίζεις σε έναν διεθνή πόλεμο μετατρέπεται σε ένδειξη της εσωτερικής σου πολιτισμικής ταυτότητας, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με γεωπολιτική επιλογή, αλλά με πολιτισμική στάση ύπαρξης. Ο φιλοϊσραηλινός πολίτης θεωρεί τον εαυτό του εκπρόσωπο της ασφάλειας, της λογικής και της νομιμότητας. Ο φιλοπαλαιστίνιος αισθάνεται πως στηρίζει τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την αντίσταση. Ο φιλοδυτικός επικαλείται την πρόοδο και την τεχνολογία. Ο φιλορώσος επικαλείται την πνευματικότητα, την ιστορική μνήμη και την εθνική κυριαρχία. 

Αυτή η μετατόπιση της εξωτερικής πολιτικής σε πεδίο πολιτισμικού καθρέφτη αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη μεταβολή των τελευταίων δεκαετιών. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική περίπτωση δεν είναι εξαίρεση – είναι παραδειγματική. Μια μικρή χώρα στα όρια της Δύσης, με ιστορική αμφιθυμία και πολιτισμική πυκνότητα, με πολιτική αστάθεια αλλά ισχυρή αίσθηση αποστολής, καθίσταται μικρογραφία των παγκόσμιων ανταγωνισμών του 21ου αιώνα. 

Επίλογος: Πέρα από τα στρατόπεδα 

Η εύκολη λύση είναι να ταυτιστούμε με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Η δύσκολη – αλλά απαραίτητη – είναι να κατανοήσουμε πώς και γιατί συγκροτούνται αυτά τα στρατόπεδα, ποιες ανάγκες, φόβους και φαντασιακές βεβαιότητες εκφράζουν. Η πόλωση είναι αληθινή, αλλά δεν είναι μοιραία. Είναι προϊόν ιστορίας, ταυτότητας και πολιτισμικών συμβολισμών. Και μόνο η πολιτισμική αυτογνωσία μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ αυτών των κόσμων. 

Η Ελλάδα δεν είναι ούτε απόλυτα Δύση, ούτε απόλυτα Ανατολή. Είναι κάτι ενδιάμεσο, υβριδικό, αμφίθυμο – και αυτό δεν είναι απαραιτήτως αδυναμία, αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή βαθιάς πολιτικής και πολιτισμικής δυναμικής. 

Τελικά, το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι ποιο στρατόπεδο έχει δίκιο, αλλά πώς η ελληνική κοινωνία μπορεί να διαχειριστεί τη συνύπαρξη δύο ισχυρών πολιτισμικών υποκειμενικοτήτων χωρίς να καταφύγει σε ηθικές διχοτομίες και πολιτικό φανατισμό. Αν πράγματι υπάρχουν «δύο Ελλάδες», τότε χρειάζεται μια γλώσσα που να επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ τους – όχι την κατάργηση της μιας από την άλλη. 

Η κατανόηση αυτής της ρήξης μέσα από τη θεωρία της πολιτισμικής σφαίρας, των συμβολικών συγκρούσεων και της στρατηγικής κουλτούρας μπορεί να αποκαταστήσει τη δυνατότητα δημόσιου διαλόγου. Και ίσως, τελικά, αποκαλύψει ότι η σύγκρουση αυτή δεν είναι μια απειλή για την ελληνική ταυτότητα, αλλά η ίδια η διαδικασία μέσα από την οποία αυτή διαμορφώνεται. 


*Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.