Του Γιάννη Σιδέρη
Αχός βαρύς ακούστηκε με τις δηλώσεις του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου το ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Ξυδάκη, για την αναγκαιότητα συζήτησης του θέματος της δραχμής στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Τo σίγουρο είναι ότι οι απόψεις Ξυδάκη ήταν γνωστές, δεν ειπώθηκαν για πρώτη φορά.
Αν τώρα πήραν τόση έκταση οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται σε δύσκολο σταυροδρόμι, καθώς τα ψέματα κάπου εδώ τελειώνουν: Στον ορίζοντα αχνοπροβάλει απειλητικό το grexit, η περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα φορτίζεται από την καχυποψία ότι πολλοί στο κυβερνητικό στρατόπεδο ήταν από πάντα εραστές της δραχμής (γιατί πιστεύουν ότι έτσι θα ασκήσουν αυτόνομη δημοσιονομική και επενδυτική πολιτική), οι δημοκοπήσεις αποτυπώνουν πως ένα ευρύ κομμάτι της κοινωνίας έχει αρχίσει να εμφορείται από νοσταλγία της δραχμής, συνδυασμένη με ευθέως ανάλογη τάση ευρωσκεπτικισμού.
Ο αχός ακούστηκε και γιατί ο Νίκος Ξυδάκης είναι Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος, και ως εκ τούτου εξελήφθη ως εξάγγελος προθέσεων, σε μια απόπειρα να προετοιμάσει την κοινή γνώμη και να της εμφυσήσει υποδόρια, την αποδοχή του ενδεχόμενου επιστροφής στη δραχμή.
Αν εξαιρέσει κανείς την κρισιμότητα της συγκυρίας, ίσως και την θεσμική του θέση, ο Νίκος Ξυδάκης έχει δίκιο στην ανάγκη συζήτησης. Είναι μια συζήτηση υπέρ της οποίας ο υποφαινόμενος είχε ταχθεί από το 2010. Ευχής έργον θα ήταν να είχε γίνει από τότε.
Θα είχαν καταδειχθεί έτσι οι - λίγες - ευκαιρίες και οι πολλαπλοί κίνδυνοι που εμπεριέχει ένα τέτοιο εγχείρημα, και θα είχε υπάρξει η συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν δυσάρεστοι δρόμοι που αφού ακολούθησες τη ρότα τους, πλέον δεν έχει επιστροφή, γιατί η επιστροφή, αναλόγως την ιστορική συγκυρία και τη δική σου κατάσταση, μπορεί να σε οδηγήσουν την απόλυτη αυτοχειρία.
Όμως δυστυχώς τέτοια συζήτηση δεν έγινε, γιατί από την φιλοευρωπαϊκή πλευρά επικράτησε ένας ταλιμπανισμός αντίστοιχος σε ένταση με τον αντιμνημονιακό ταλιμπανισμό των Συριζαίων.
Η συζήτησα περί δραχμής ενοχοποιήθηκε, οι κήρυκές της απαξιώθηκαν, καταχωρηθήκαν στη χορεία του γραφικού, και έτσι έμεινε η αίσθηση ότι η πορεία μέσα στο ευρώ να φαίνεται ως καταναγκαστική επιλογή που επεβλήθη. Σε αυτή την λαϊκή αίσθηση, ήρθε και η αύρα των θεωριών ότι δήθεν το ευρώ το θέλουν οι κυρίαρχες εκμεταλλεύτριες τάξεις – και γενικώς οι πλούσιοι- και η αίσθηση έγινε πεποίθηση.
Εκεί που έχει καταφανές άδικο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος - και απορεί κανείς με τις παρωπίδες του οι οποίες δεν συνάδουν με την ευρυμάθειά του - είναι ότι η Ελλάδα μεγαλούργησε επί δραχμής!
Η Ελλάδα με το δικό της νόμισα στο μόνο που «μεγαλούργησε» ήταν τα… στρατιωτικά κινήματα (καμιά εικοσαριά), οι αναστατώσεις, οι διχασμοί και ο εμφύλιος. Η Ελλάδα επί δραχμής έγραψε μια άλλου είδους «εποποιία»: Γέμισε την Οικουμένη μετανάστες, που μπροστά της ακόμη και η τωρινή δυσάρεστη αφαίμαξη της χώρας από νέους που μεταναστεύουν, είναι μικρή.
Μια άλλη Ελλάδα ζει έξω από τα όρια της χώρας, επειδή επί δραχμής το μόνο που γνώρισε ήταν η φτώχεια, η πείνα, η εξαθλίωση, η παιδική θνησιμότητα και η παιδική εργασία – για «χέρι βοήθειας» ή «για να μάθει τέχνη»..
Υπάρχει μια κατανοητή ιδιαιτερότητα στις γενιές. ΟΙ γενιές που μεγάλωσαν μετά το '80 έχουν δίκιο να θυμούνται με νοσταλγία τη δραχμή. Μόνο που το νόμισμα εκείνο δεν ήταν… εθνικό, δεν αντιπροσώπευε δηλαδή τη… ρώμη των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας.
Γνώρισαν μια οικονομική ανθηρότητα, η οποία όμως δεν πήγαζε από τη δραχμή, αλλά από τα πακέτα Ντελόρ, τα Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα (που διεκδίκησε ο Αντρέας κόντρα στη Θάτσερ), από τα κάθε είδους επιδοτούμενα από την ΕΟΚ έργα, από τα ΕΣΠΑ, από έναν πακτωλό χρημάτων (πάνω από 1 τρις ευρώ) που κατασπαταλήθηκε χωρίς να βλαστήσει παραγωγικά.
Αυτή τη δραχμή - δηλαδή της ψευδαίσθηση της «επιδοτούμενης δραχμής» - θυμούνται και νοσταλγούν οι νέες γενιές, και νομίζουν ότι σε αυτή θα επιστρέψουν, και όχι στη δραχμή της αιώνιας ψωροκώσταινας.
Ωστόσο για όλα αυτά τα απέκρυψε μια συζήτηση που δεν έγινε γιατί κυριάρχησε η οξύτητα και ο φανατισμός ένθεν και ένθεν. Τα επίχειρα τα γευόμαστε τώρα και ίσως τα γευτούμε οξύτερα στο μέλλον!