Αν δεν το κάνει τώρα η κυβέρνηση, πότε;
Eurokinissi / Τατιάνα Μπόλαρη
Eurokinissi / Τατιάνα Μπόλαρη

Αν δεν το κάνει τώρα η κυβέρνηση, πότε;

Έχουμε συνηθίσει να λέμε πως πρέπει να αλλάξουμε τον δημόσιο τομέα, έτσι ώστε αφενός να ανταποκρίνεται στα σύγχρονα διεθνή πρότυπα και αφετέρου να νιώθουν οι φορολογούμενοι πως πιάνουν τόπο τα λεφτά τους, που βγαίνουν από τη δική τους τσέπη και μπαίνουν στον κουμπαρά του μηχανισμού που θα πρέπει να τους προσφέρει ποιοτικές και ασφαλείς υπηρεσίες.

Όμως τους τελευταίους μήνες βλέπουμε το δημόσιο να έχει «μπαντάρει» επικίνδυνα και να ξεπροβάλουν διαρκώς όχι κάποια γραφικά συμβάντα, αλλά φαινόμενα που γεννούν ανασφάλεια και φόβο, αποπνέοντας αναποτελεσματικότητα και αδυναμίες. 

Από τα παρατημένα ηλεκτρονικά συστήματα των σιδηροδρόμων μέχρι το ρημαγμένο σκέπαστρο του ΟΑΚΑ του Καλατράβα και από την πλημμελή εκτέλεση των έργων υποδομών στον Θεσσαλικό κάμπο μέχρι τις σοκαριστικές φωτογραφίες από την ψυχιατρική πτέρυγα του Νοσοκομείου Αγία Όλγα, η εικόνα του Δημοσίου παραμένει αλγεινή. Και βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τις προσπάθειες της κυβέρνησης και του κεντρικού πρωθυπουργικού αφηγήματος. Που δεν είναι άλλο από την «Ελλάδα 2.0».

Τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών, επιβεβαίωσαν για μια ακόμα φορά την παντοδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Την ίδια στιγμή που ο Νίκος Ανδρουλάκης ασχολείται ακόμα με τις παρακολουθήσεις και ο Στέφανος Κασσελάκης μας ενημερώνει για το ζώδιο και τους μελλοντικούς γιούς του, ο πρωθυπουργός παραμένει κυρίαρχος. Αυτό όμως έχει διπλή ανάγνωση. Από τη μια πλευρά βλέπουμε πως οι πολίτες συνεχίζουν να τον εμπιστεύονται. Και από την άλλη, οι ίδιοι οι πολίτες αυξάνουν τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις τους. Ζητώντας συγκρούσεις με τις παθογένειες που παγιδεύουν την καθημερινότητα και υπονομεύουν το μέλλον.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών αποκαλύφθηκε ότι παρά τις επιτυχίες στην κατεύθυνση της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή, ο «μεγάλος ασθενής», εξακολουθεί να υποφέρει από τις παγιωμένες νοοτροπίες των δημοσίων υπαλλήλων, των συνδικαλιστών και των υπό την ευρεία έννοια κρατικών λειτουργών. Και τα συμπτώματα αυτά παραπέμπουν σε άλλες εποχές που δεν θέλουμε να θυμόμαστε, αφού τα έχουμε πληρώσει πολύ ακριβά.

Τα εκσυγχρονιστικά σχέδια, οι μεγαλεπήβολοι σχεδιασμοί, οι ψηφιακοί μετασχηματισμοί είναι απαραίτητοι για να περάσει η Ελλάδα στην επόμενη ημέρα και να συγκλίνει προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, οι τραυματικές εμπειρίες των πολιτών από την καθημερινότητα παραμένουν χέουσες. 

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχουν λυμένα τα χέρια τους, να προχωρήσουν σε μικρές και μεγάλες ρήξεις. Σε βαθιές τομές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Να κάνουν σχέδια που απαιτούν χρόνο, πόρους και μελέτες. Αλλά και να λύνουν επί τόπου, τα μικρά σαράκια που κατατρώνε την εμπιστοσύνη και το αίσθημα της ασφαλούς καθημερινότητας.

Οι δικαιολογίες του τύπου, «τώρα διαγνώστηκε το πρόβλημα», «τώρα καταγράφουμε τα κενά», «τώρα αναθέσαμε τη μελέτη», είναι σαφές πως δεν έχουν καμμιά τύχη. Και μάλιστα μπορεί και να προκαλούν. Η κατάσταση του Δημοσίου δεν είναι αποτέλεσμα πρόσφατης κακοδαιμονίας και πρόσκαιρης εγκατάλειψης. Ας εστιάσουν οι αρμόδιοι υφυπουργοί, οι γενικοί γραμματείς, οι σύμβουλοι της διοίκησης, οι διευθυντές και οι προϊστάμενοι στα προβλήματα των οργανισμών που θεωρητικά εποπτεύουν και μανατζάρουν. Και ας κινηθούν αυτοί πρώτοι προς τα προβλήματα, πριν τα προβλήματα κινηθούν εναντίον τους και εναντίον των πολιτών. 

Η ανυπαρξία σοβαρής αντιπολίτευσης, μπορεί να αποτελεί σήμερα ευλογία για την Ελλάδα. Αφού έτσι μπορεί να αφήσει ανεμπόδιστα πίσω της το αναχρονιστικό, αντιδραστικό και αναποτελεσματικό Δημόσιο. Κάτι που απαιτεί επιλεγμένους ανθρώπους που να μπορούν και να θέλουν να τρέξουν. Και αυτό αποτελεί ευθύνη του πρωθυπουργού. Διότι, αν δεν το κάνει τώρα η κυβέρνηση, πότε θα το κάνει; Πότε θα σπάσει αυγά, αν όχι τώρα;