Σήμερα, κάθε διαμάχη για τον δημόσιο λόγο βαφτίζεται «λογοκρισία». Άλλοι επικαλούνται την «ελευθερία της έκφρασης», άλλοι απαιτούν «σεβασμό». Και στη μέση, μια λέξη-κλισέ: cancel culture. Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν με πρώτες αρχές.
Πρώτη αρχή: η ελευθερία του λόγου είναι αρνητικό δικαίωμα. Το κράτος δεν σε φιμώνει, δεν σε διώκει για ιδέες, δεν σου επιβάλλει ποινές επειδή προσβάλλεις. Όταν το κάνει, έχουμε λογοκρισία.
Δεύτερη αρχή: η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι είναι εξίσου θεμελιώδης. Οι εταιρείες και οι ιδιώτες έχουν κάθε δικαίωμα να επιλέγουν συνεργασίες. Αλλά –και εδώ είναι το κρίσιμο– πάντα μέσα στο πλαίσιο των συμβολαίων που έχουν οι ίδιες υπογράψει. Όχι κατά το δοκούν, όχι επειδή τρόμαξαν από ένα hashtag. Διαφορετικά, δεν μιλάμε για αγορά, αλλά για αυθαιρεσία.
Τρίτη αρχή: η σάτιρα ζει από το σπάσιμο των ορίων. Όποιος επενδύει σε κωμωδία αγοράζει ρίσκο. Όποιος ανεβαίνει στη σκηνή αγοράζει αντιδράσεις. Θέλει παρρησία και αντοχή.
Cancel culture δεν είναι η κριτική. Δεν είναι το «δεν μου άρεσε, δεν ξαναπάω». Δεν είναι καν το μποϊκοτάζ, όταν εκφράζει απλή προτίμηση. Cancel culture είναι η οργανωμένη καμπάνια κοινωνικού αποκλεισμού με στόχο την παραδειγματική τιμωρία. Ο ψηφιακός όχλος που απαιτεί απολύσεις, μαύρες λίστες και δημόσιες δηλώσεις μετανοίας. Αυτό δεν είναι διάλογος. Είναι εκφοβισμός.
Ακόμα πιο προβληματική είναι η στάση των εταιρειών. Οι υπεύθυνοι επικοινωνίας και marketing που πρώτα επιλέγουν έναν κωμικό επειδή η οξύτητά του φέρνει views και engagement, και μετά, μόλις υπάρξει αντίδραση, κάνουν τους ανήξερους. Αυτό είναι δειλία. Γιατί πήραν το ρίσκο, καρπώθηκαν τα οφέλη και στο πρώτο στραβοπάτημα τον έκαψαν σαν αναλώσιμο. Είναι και τεμπελιά γιατί δεν ανέλυσαν τα ρίσκα της συνεργασίας εξαρχής, δεν έθεσαν σαφείς όρους στα συμβόλαια, και τώρα τρέχουν με πανικό να δείξουν «ευαισθησία».
Στην πραγματικότητα, οι διευθυντές ψάχνουν αποδιοπομπαίους τράγους για να σώσουν το δικό τους κεφάλι. Αυτό δεν είναι στρατηγική. Είναι κακοχωνεμένο brand equity και κακό marketing. Αν δεν θέλεις αιχμηρή σάτιρα, μην χορηγείς σάτιρα. Αν θέλεις «ασφάλεια», βάλε μωράκια σε πάνες, αστείες γάτες και χαρούμενα τραγουδάκια στις διαφημίσεις σου. Η αγορά επιβραβεύει τη συνέπεια και τιμωρεί τον πανικό. Κυρίως όμως γελοιοποιεί την εταιρεία που χτίζει brand equity που δεν αντέχει δύο μέρες αρνητικής δημοσιότητας και δέκα κριτικές.
Οι καλλιτέχνες γνωρίζουν (ή πρέπει να γνωρίζουν) το κόστος. Αν παίζεις με θρησκεία, έθνος ή ιστορία, το κοινό θα διχαστεί και οι χορηγοί θα λιγοστέψουν. Αυτό δεν είναι άδικο∙ είναι προβλέψιμο. Θέλεις πλήρη ελευθερία; Ζήσε από το εισιτήριο, το patreon ή οποιαδήποτε άλλη πλατφόρμα σου επιτρέπει να συναλλάσσεσαι απευθείας με το κοινό. Χτίσε κοινό που πληρώνει για την παρρησία σου.
Οι πολίτες, από την άλλη, έχουν κάθε δικαίωμα να αντιδράσουν, να προσβληθούν, να κριτικάρουν, να γυρίσουν την πλάτη σε εταιρίες και δημιουργούς. Αυτό είναι θεμιτό. Αλλά η ακύρωση ξεκινά όταν η αντίδραση γίνεται καμπάνια φίμωσης. Όταν ο στόχος δεν είναι η διαφωνία, αλλά η οικονομική, κοινωνική, και ηθική εξόντωση.
Κι εμείς, το κοινό; Ας θυμηθούμε την Αγορά της Αθήνας. Εκεί η παρρησία συνυπήρχε με την ειρωνεία. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να μην προσβάλλεται. Είχε όμως δικαίωμα να απαντά. Κακό αστείο; Καλύτερο αστείο. Κακή ιδέα; Καλύτερο επιχείρημα. Όχι κυνήγι κεφαλών.
Συμπέρασμα: η πολιτεία πρέπει να προστατεύει τον λόγο από ποινικές εμμονές. Οι καλλιτέχνες να αντέχουν το τίμημα της παρρησίας και της ανεξαρτησίας τους. Και οι εταιρείες; Να σταματήσουν να λειτουργούν σαν φοβισμένα γραφεία τύπου γιατί αυτό που βλέπουμε δεν είναι «ευαισθησία». Είναι δειλία, τεμπελιά και κυρίως κακό, πολύ κακό marketing.