Μία εβδομάδα μετά την ανακοίνωση της μεγάλης φορολογικής μεταρρύθμισης, ύψους 1,7 δισ. ευρώ, που έκανε ο Πρωθυπουργός στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, προσπάθησα να απαντήσω σε εύλογα ερωτήματα των πολιτών καθώς και στον συνηθισμένο, πλέον, παραλογισμό της αντιπολίτευσης.
«Είναι αυτά τα μέτρα πανάκεια;» Ασφαλώς όχι. Αλλά είναι μια σοβαρή προσπάθεια να στηρίξουμε την κοινωνία απέναντι στην επίμονη ακρίβεια. Όχι με αποσπασματικά μέτρα, αλλά με ένα συνεκτικό σχέδιο, με μόνιμες και απτές αυξήσεις μισθών, μέσω μειώσεων των φόρων.
«Τα πλεονάσματα προήλθαν από υπερφορολόγηση;»
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας νοικοκύρεψε τα δημοσιονομικά της χώρας, όχι μόνο χωρίς να βάλει ούτε έναν επιπλέον φόρο, αλλά, αντίθετα, έχοντας μειώσει -μετά και την ΔΕΘ- 83 φόρους και εισφορές.
Τα έσοδα προήλθαν, λοιπόν, από την ανάπτυξη της οικονομίας, από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και από τη δημιουργία 500.000 θέσεων εργασίας, καθώς οι συμπολίτες μας που βρήκαν δουλειά σταμάτησαν να πληρώνονται με το επίδομα ανεργίας και ξεκίνησαν να πληρώνουν φόρους -όχι αυξημένους- στο κράτος.
Στόχος μας είναι, συνεχίζοντας να μειώνουμε φόρους, να μεγαλώνουμε συνεχώς την «πίτα».
«Θα μπορούσε η κυβέρνηση θα δώσει περισσότερα από το 1,7 δισ. στους πολίτες;»
Να ξεκαθαρίσουμε πρώτα κάτι που - είτε από άγνοια, είτε από σκοπιμότητα - η αντιπολίτευση δεν λέει: Υπάρχουν ευρωπαϊκοί κανόνες, οροφές δαπανών στην ΕΕ. Δεν μπορείς να τους υπερβείς, δεν μπορείς να ξοδέψεις παραπάνω. Σε περιόδους ύφεσης ή σε ιδιαίτερες περιπτώσεις αυτοί οι κανόνες μπορεί να «χαλαρώσουν», όπως συνέβη πρόσφατα με τις αμυντικές δαπάνες. Το διαθέσιμο εναπομείναν ποσό, λοιπόν, ήταν 1,7 δισ. ευρώ. Αυτό το ποσό επιλέξαμε να το διαθέσουμε για να στηρίξουμε όλους τους πολίτες, με έμφαση στις οικογένειες με παιδιά και τους νέους. Η πολιτική είναι επιλογές. Θα μπορούσε κάποιος άλλος να κάνει διαφορετική επιλογή. Αλλά όταν προτείνεις ένα άλλο μέτρο, αν θες να σε πάρουν οι πολίτες στα σοβαρά, οφείλεις να πεις παράλληλα ποιο από τα μέτρα που ανακοινώθηκαν δεν θα έπαιρνες.
«Ναι αλλά γιατί δεν μειώσατε τον ΦΠΑ στα τρόφιμα που θα μας ανακούφιζε όλους;»
Συνειδητά προτάξαμε τις μειώσεις άμεσων φόρων αντί έμμεσων γιατί έτσι θα υπήρχε αναλογική απαλλαγή των πολιτών από τα φορολογικά βάρη ανάλογα με το εισόδημά τους. Και εξηγώ: Προφανώς και δεν διαφωνούμε με τις μειώσεις έμμεσων φόρων γι’ αυτό και έχουμε μειώσει 25 ΦΠΑ όπως τον ΦΠΑ στα ταξί, στα αγαθά σχετιζόμενα με την δημόσια υγεία, στον take away καφέ, στον κινηματογράφο, στις μεταφορές, στα βρεφικά είδη, στις ζωοτροφές, στα γυμναστήρια, τον ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο.
Για να μειώσουμε, όμως, τον ΦΠΑ, έστω και κατά μια μονάδα, το μέτρο αυτό θα είχε κόστος 1 δις ευρώ, κάτι που, λόγω της οροφής δαπανών, δεν θα μας έδινε την δυνατότητα να δώσουμε όλες τις υπόλοιπες φοροελαφρύνσεις που αφορούν όλους τους Έλληνες. Αρχικά, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι ότι αυτή η μείωση του ΦΠΑ θα έφτανε όντως στον καταναλωτή και θα είχε ως αποτέλεσμα την μείωση τιμών. Αυτό, άλλωστε, συνέβη και στην Ισπανία που μηδένισε τον ΦΠΑ και αναγκάστηκε να τον επαναφέρει, καθώς, όχι μόνο δεν έπεσαν οι τιμές, αλλά τα προϊόντα ακρίβυναν.
Η επιλογή για μείωση άμεσων φόρων, λοιπόν, αποτέλεσε μια επιλογή συνειδητή, αφού, είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να μειωθούν στοχευμένα τα φορολογικά βάρη για τους πολίτες, σύμφωνα με το εισόδημα του καθενός: περισσότερο για τις οικογένειες, τους νέους, όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες και λιγότερο για τα υψηλά. Κάτι τέτοιο με τον ΦΠΑ δεν θα μπορούσε να γίνει γιατί είναι ο ίδιος για όλους, είτε βγάζουν 10.000 ευρώ, είτε 50.000 είτε 150.000 ευρώ.
«Και τελικά, ποιους στηρίζουν τα μέτρα;». Λέει η αντιπολίτευση για παράδειγμα «τον 13ο μισθό που μπορούσατε να τον δώσετε δεν τον δώσατε στους δημόσιους υπαλλήλους».
Δεν υπάρχει κανείς που να μην θέλει να δοθεί ο 13ος μισθός. Αλλά να λαμβάνουμε υπόψιν μας τα δεδομένα. Ο 13ος μισθός, από μόνος του θα κόστιζε -σχεδόν- όσο όλα τα υπόλοιπα μέτρα μαζί και έτσι δεν θα περίσσευε σχεδόν τίποτα, ούτε για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους νέους, τους συνταξιούχους. Το ΠΑΣΟΚ είπε στους πολίτες ότι το μέτρο αυτό κοστίζει 750 εκατομμύρια, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρώπης που υποχρεώνουν τις χώρες όταν παίρνουν ένα μέτρο να υπολογίζουν το μικτό του δημοσιονομικό κόστος το οποίο είναι 1,5 δις ( όπως αναφέρεται ξεκάθαρα στην σελίδα 47 του European Commission Report on Public Finances in the EMU).
Αυτό σημαίνει ότι αφήσαμε έτσι τους δημόσιους υπαλλήλους; Όχι. Γιατί αφενός οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων αυξάνονται, εδώ και τρία χρόνια, από 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και αφετέρου οι φοροελαφρύνσεις που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός τους αφορούν επίσης, αφού ισοδυναμούν με αυξήσεις μισθών. Για παράδειγμα, μια δημόσια υπάλληλος, μητέρα δύο παιδιών θα δει να μειώνεται κατά έξι μονάδες ο φόρος εισοδήματος, άρα με λιγότερες κρατήσεις θα δει επιπλέον αύξηση στις αποδοχές της.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι. Η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός πήραν μια στρατηγική απόφαση να μοιράσουν δίκαια το πλεόνασμα που δημιουργήθηκε.
Τα μέτρα αυτά αφορούν ουσιαστικά όλους τους Έλληνες: ιδιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους, γονείς, νέους, ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους, συνταξιούχους, αγρότες, την Περιφέρεια και τις ακριτικές περιοχές.
Στους πολύτεκνους (ιδιωτικούς ή δημόσιους υπαλλήλους) επιστρέφονται δύο μισθοί για κάθε εργαζόμενο γονέα, δηλαδή εάν εργάζονται και οι δύο σύζυγοι επιστρέφονται 4 μισθοί το χρόνο.
Όλοι οι συνταξιούχοι θα πάρουν αυξήσεις με βάση την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης που καθορίζεται από το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό. Όσοι το 2026 δεν θα έχουν προσωπική διαφορά, θα πάρουν το σύνολο αυτής της αύξησης, εάν υπάρχει ακόμα προσωπική διαφορά θα πάρουν το 50% της αύξησης και από το 2027 θα λαμβάνουν το σύνολο της αύξησης.
Επιπλέον, από τον Νοέμβριο -και κάθε χρόνο- δίνονται τα 250 ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους, ενώ επιπλέον, από τον Ιανουάριο θα έχουν αυξήσεις στις αποδοχές τους και από τους μειωμένους φορολογικούς συντελεστές.
Οι 70.000 νέοι που έχουν εισοδήματα από την εργασία τους 20-25 ετών θα έχουν μηδενικό φόρο, ενώ οι 190.000 νέοι 26-30 ετών θα έχουν μειωμένο συντελεστή 9%, από 22% που ήταν. Δηλαδή, ένας νέος εργαζόμενος με έσοδα 15.000 το χρόνο γλιτώνει από 1.000 έως 2.500 ευρώ το χρόνο.
«Μήπως, όμως έχει γυρίσει η Κυβέρνηση «την πλάτη» στους ελεύθερους επαγγελματίες;»
Ως ελεύθερος επαγγελματίας κι εγώ, γνωρίζω από πρώτο χέρι ότι πράγματι χρειάζονται και άλλες κινήσεις στήριξής τους. Και θα ήθελα να χρησιμοποιήσω δύο παραδείγματα.
Ένας νέος αυτοαπασχολούμενος μέχρι 25 ετών με εισόδημα ας πούμε 15.000 ευρώ μέχρι το 2019 είχε συντελεστή φορολογίας από 0-20.000 ευρώ, 22% και όφειλε φόρο 3.300 ευρώ. Για το ίδιο ποσό τώρα ο φόρος είναι μηδέν. Αν εργαζόταν ήδη μια πενταετία ως το 2019 ήταν επιβαρυμένος με το τέλος επιτηδεύματος, που ήταν 650 ευρώ και την εισφορά αλληλεγγύης 66 ευρώ τα οποία πλέον μηδενίστηκαν. Άρα το 2019 θα όφειλε στο κράτος 4016 ευρώ και σήμερα μηδέν.
Αντίστοιχα, ένας νέος 28 ετών αυτοαπασχολούμενος με εισόδημα 15.000 ευρώ πλήρωνε φόρο μέχρι το 2019 συνολικά 4.000 ευρώ. Τώρα ο φόρος αυτός θα φτάσει 1.350 ευρώ. Αυτό σημαίνει αυτός ο αυτοαπασχολούμενος γλιτώνει 2.650 ευρώ φόρο τον χρόνο.
«Δεν ακούσαμε όμως λέξη για το στεγαστικό και την ακρίβεια»
Αρχικά το σύνολο της ομιλίας Πρωθυπουργού και της φορολογικής μεταρρύθμισης είχε ως βασικό στόχο την αύξηση του εισοδήματος των πολιτών για να αντιμετωπιστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πρόβλημα του αυξημένου κόστους ζωής το οποίο ουδείς αμφισβητεί.
Γνωρίζουμε καλά ότι το στεγαστικό πρόβλημα. Δέσμευσή μας όπως είπε και ο Πρωθυπουργός είναι να εξασφαλίσουμε φτηνή και αξιοπρεπή στέγη για όλους.
Όλοι συμφωνούμε ότι, ειδικά όσοι μένουν στο ενοίκιο, περνούν πολύ πιο δύσκολα, γι’ αυτό και τα μέτρα που ανακοινώθηκαν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο αντιμετώπισης της στεγαστικής κρίσης. Έτσι, θεσπίσαμε χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή 25% για εισοδήματα από ενοίκια στην κλίμακα 12.000–24.000 ευρώ. Αυτό αποτελεί ακόμα ένα κίνητρο να δηλώνονται τα πραγματικά ενοίκια, ώστε μελλοντικά, εφόσον το αντέχουν τα δημόσια οικονομικά, να υπάρξουν και περαιτέρω μειώσεις φορολογίας ακινήτων.
Παράλληλα, η κυβέρνηση προχωρά στην ανέγερση 2.000 διαμερισμάτων σε εκτάσεις πρώην στρατοπέδων, από τα οποία τα 1500 θα κατευθυνθούν σε πολίτες που δεν έχουν πρώτη κατοικία και τα υπόλοιπα σε στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ από το 2026 μειώνεται ο ΕΝΦΙΑ στο μισό και από το 2027 καταργείται σε χωριά κάτω των 1500 κατοίκων. Κι αυτές οι κινήσεις έρχονται σε συνέχεια των προγραμμάτων ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, του «Ανακαινίζω- Νοικιάζω», των φοροαπαλλαγών για την μετατροπή βραχυχρόνιων μισθώσεων σε μακροχρόνιες και τα μέτρα για την κοινωνική αντιπαροχή.
Συμπερασματικά, όσα χρόνια θυμάμαι να παρακολουθώ ή και να συμμετέχω στη δημόσια συζήτηση, δύο ήταν τα κυριότερα και απολύτως δικαιολογημένα παράπονα των πολιτών:
Το πρώτο ότι πλήρωναν δυσβάσταχτους φόρους και γι’ αυτό, από το 2019 μέχρι σήμερα στον πυρήνα της οικονομικής μας πολιτικής είναι οι φοροελαφρύνσεις, ως αποτέλεσμα του ότι μεγαλώνουμε την «πίτα».
Το δεύτερο παράπονο ήταν και σε μεγάλο βαθμό παραμένει ότι, παρά τα μεγάλα ποσά που έδιναν σε φόρους, δεν είχαν τις ανάλογες αντιπαροχές από το κράτος.
Τώρα πια, οι μειωμένοι φόροι που πληρώνουν οι πολίτες, μαζί με τα χρήματα που έχει εξασφαλίσει η χώρα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν «πετιούνται» σε ένα «βαρέλι δίχως πάτο». 431 σχολεία ανακαινίστηκαν με το πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου» κι άλλα 2.500 θα ανακαινιστούν μέσα στα επόμενα χρόνια, δημιουργήθηκαν 2500 ψηφιακές υπηρεσίες για τους πολίτες, αυξήθηκαν οι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ, ασθενείς που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες πλέον μπορούν να τους παραδίδονται τα φάρμακά τους στο σπίτι, 80 νοσοκομεία και 150 κέντρα υγείας ανακαινίζονται, προσλαμβάνονται περισσότεροι πυροσβέστες, η πολιτική προστασία ενισχύεται με drones, δημιουργήθηκαν προγράμματα προληπτικών εξετάσεων, τα σχολεία εξοπλίζονται με διαδραστικούς πίνακες, προσλαμβάνονται συνεχώς νέοι εκπαιδευτικοί, δημιουργήθηκαν υπηρεσίες όπως το Panic Button ή η πλατφόρμα stop-bullying και πολλά ακόμα τα οποία οφείλουμε να τρέξουμε με ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες.
Έχουμε ακόμα πολλή δουλειά να κάνουμε και δικαιολογημένα η κοινωνία απαιτεί ακόμα περισσότερα. Ένα είναι σίγουρο: πολλά πράγματα αλλάζουν προς το καλύτερο και, όσο η χώρα μας εκπέμπει σταθερότητα και ισχυροποιείται, οι πολίτες θα παίρνουν πίσω όσα στερήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
* Ο Παύλος Μαρινάκης είναι Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, Κυβερνητικός Εκπρόσωπος.