Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η πολιτική παρέμβαση του πρώην βουλευτή τη Χρυσής Αυγής, του «στολισμένου» με τατουάζ αναπαριστώντα -ή, έστω, προσομοιάζοντα με- αγκυλωτό σταυρό, υπήρξε ό,τι πλησιέστερο στον ιδεότυπο του αμιγούς φασιστικού μοντέλου έδωσε η δημόσια ζωή της χώρας μας: Παραστρατιωτική δομή και οργάνωση, χρήση βίας, εθνικιστική συνθηματολογία, ρητορεία παραπέμπουσα σε φυλετικές ιεραρχήσεις κ.ο.κ. αποτελούν εξόχως αποκαλυπτικά στοιχεία.
Αυτό πιστεύω έκανε το Ανώτατο Ειδικό δικαστήριο, εν προκειμένω λειτουργεί ως εκλογοδικείο, να αγνοήσει ή μάλλον να παρακάμψει το 51.3 του Συντάγματος, σύμφωνα προς το οποίο το εκλογικό δικαίωμα, προφανώς τόσο το ενεργητικό (εκλέγειν) όσο και το παθητικό (εκλέγεσθαι), μπορεί να το στερηθεί δια νόμου ένα άτομο μόνο εάν υπάρχει αμετάκλητη ποινική καταδίκη του.
Έτσι, οι «εκλογοδίκες» έκριναν ότι αυτό το άρθρο κατοχυρώνει δικαιώματα μόνο επιμέρους φυσικών προσώπων. Τα συλλογικά υποκείμενα είναι, όταν έχουν πάρει μορφή εγκληματικής οργάνωσης, πολύ πιο επικίνδυνα για το δημοκρατικό πολίτευμα και ως εκ τούτου, όταν ο πραγματικός ή υποκρυπτόμενος αρχηγός τους είναι καταδικασμένος έστω και σε πρώτο βαθμό, η μαχόμενη/αμυνόμενη Δημοκρατία δικαιούται και οφείλει να απαγορεύσει τη συμμετοχή τους στις εκλογές.
Διότι, όπως μου είπε σε συζήτησή μας ένας εκ των δικαστών αυτών, «αν περιμέναμε να καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη του υποκρυπτόμενου αρχηγού, ενδεχομένως το ‘κόμμα-εγκληματική οργάνωση’ θα μπορούσε να ανατρέψει το δημοκρατικό πολίτευμα».
Παράλληλα -αυτό όμως βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίφαση προς τη δική τους προδικαστική κρίση, αυτή που ανέβαλε την έκδοση της απόφασής τους έως ότου εκδικάσει την υπόθεση των ‘Σπαρτιατών’ ως προς την εξαπάτηση των εκλογέων το ποινικό εφετείο κακουργημάτων- απεφάνθησαν πως …εξαπατήθηκαν οι ψηφίσαντες το κόμμα αυτό, …μη αντιληφθέντες πως πραγματικός αρχηγός του ήταν ο πρωτοδίκως καταδικασμένος για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση Κασιδιάρης.
Το πρώτο σκέλος της απόφασης αποτελεί σχετικώς ευφυή διανοητική κατασκευή, εμπεριέχει ωστόσο μια δόση υποκρισίας: Πώς θα κατέβει σε κάποια περιφέρεια ένα μη αμετακλήτως καταδικασμένο άτομο και πώς θα διεκδικήσει την εκλογή του, αν δεν ενταχθεί σε συλλογικό φορέα, πολλώ μάλλον που -ακόμη και αν θεωρητικώς αποσπάσει το 100% των ψήφων της περιφέρειάς του- θα προσκρούσει στο νομοθετικό προαπαιτούμενο του 3% σε εθνική βάση;
Αλλά και τα ευρύτερα πολιτικά και νομικά προβλήματα που δημιουργεί αυτό το σκέλος της αποφάσεως δεν είναι αμελητέα: Επί της ουσίας καταργούνται οι προβλεπόμενοι και από την ευρωπαϊκή νομοθεσία ανώτεροι δικαιοδοτικοί βαθμοί, δηλαδή το δικαίωμα έφεσης και αναίρεσης.
Πράγματι… Αν, καθ’ υπόθεση, ο πρωτοδίκως καταδικασθείς αθωωθεί από το ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο, με δεδομένο του ότι η αθώωση έχει αναδρομική ισχύ θα έχει νοθευτεί η αποτύπωση της λαϊκής βούλησης στις κάλπες, αφού το εκλογικό σώμα θα έχει στερηθεί της δυνατότητας να επιλέξει ένα πολιτικό υποκείμενο που θα έχει πλέον, το ίδιο και ο αρχηγός του (υποκρυπτόμενος ή εμφανής), πλήρως λευκανθεί δικαστικά και νομικά.
Επιπρόσθετα, η Δημοκρατία μπορεί να καταλυθεί από τους εχθρούς της και πριν από οποιαδήποτε, έστω και πρωτοβάθμια, καταδίκη, ακόμη και προ της άσκησης ποινικής δίωξης.
Εν ονόματι της προστασίας της θα απαγορεύονται κόμματα και με μόνη τη διαταγή προκαταρκτικής εξέτασης για κάποιο άτομο ή κάποια πράξη;
Αν όμως το πρώτο σκέλος της υπό κρίση δικαστικής απόφασης είναι προβληματικό, το δεύτερο, αυτό που αφορά την «εξαπάτηση των εκλογέων» είναι εφιαλτικό.
Και μόνο από το γεγονός πως επιτρέπει στη δικαστική αρχή να «διαγνώσει» τα βαθύτερα κίνητρα της επιλογής του εκλογέως. Κυρίως όμως για έναν άλλον λόγο: Κορυφαίοι και υπερδημοκράτες Έλληνες συνταγματολόγοι συνηθίζουν να αναφέρονται με αποτροπιασμό στην πρόταση στις αρχές της 10ετίας του 1960 του Κωνσταντίνου Τσάτσου να απαγορεύονται κόμματα τα οποία όχι μόνο «βιαίως» αλλά και «δολίως» θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα.
Όμως οι ίδιοι χειροκροτούν τη σημερινή απόφαση του εκλογοδικείου, που ουσιαστικά αναγνωρίζει εις εαυτό το δικαίωμα να αξιολογεί, με καταλυτικές επιπτώσεις για το πολίτευμα, τη δολιότητα ή την ανειλικρίνεια του λόγου των επιμέρους κομμάτων!
Συμπέρασμα! Ουδείς λυπάται (για) τον Κασιδιάρη. Ούτε για τον Στίγκα, που αν υπήρχε παγκόσμιο ρεκόρ κινητικότητας από κόμματος σε κόμμα θα το είχε προ πολλού καταρρίψει… Ωστόσο… Δικαστές, συνταγματολόγοι, πολιτικό και μιντιακό κατεστημένο εν πολλοίς συναινούν στην προσφυγή σε νομικές μεθόδους και κατασκευές, δυνητικά επικίνδυνες και ικανές να στραφούν και εναντίον άλλων πολιτικών υποκειμένων και προσώπων, σε άλλο κλίμα και υπό διαφορετικές συγκυρίες.
Είναι σαν όλο το κατεστημένο να αντιδρά τρομοκρατημένο από έναν βίαιο τυχοδιώκτη της πολιτικής, πίσω από την ουρά του οποίου κινείται. Και ο οποίος, εν πάση περιπτώσει δεν πλησίασε και στα τρομακτικά ποσοστά, στα οποία έφτασαν τον Μεσοπόλεμο οι ομοϊδεάτες του, ενώ οι βιαιότητες του ίδιου και των ακολούθων του αντιμετωπίζονται δια της φυλάκισής τους.
Καταληκτική ερώτηση: Άξιζε η ενεργοποίηση μιας νομικής πυρηνικής βόμβας για την αντιμετώπιση μιας φασίζουσας ακρίδας;
ΥΓ. Η λογική προέκταση του συλλογισμού όσων υποστηρίζουν πως βάση υπολογισμού των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών παραμένει το 300 είναι η εξής: Αν υποβληθεί κατά της κυβέρνησης πρόταση μομφής, αυτή υπερψηφιστεί από 149 ή 150 και καταψηφιστεί από 148 ή 147, η κυβέρνηση δεν ανατρέπεται. Την αποδέχονται;
*Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του πρόσφατου έργου, των εκδόσεων Πατάκη, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός ιστορίας.