Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ούτε ότι το μέσο ενοίκιο στην Ελλάδα είναι 255 ευρώ ούτε ότι από μια ακίνητη περιουσία η οποία σε όρους αντικειμενικών αξιών ξεπερνά τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ προκύπτει ετήσιο εισόδημα μόλις 8 δισ. ευρώ (σ.σ αυτό είναι το ποσό που δηλώνουν όλοι οι ιδιοκτήτες της χώρας από ενοίκια).
Ναι προφανώς στην επαρχία υπάρχουν χαμηλότερα ενοίκια, είναι γεγονός ότι από το τεράστιο απόθεμα ακινήτων της χώρας πολλά χρησιμοποιούνται για την κάλυψη αναγκών των ιδιοκτητών άρα δεν προκύπτει εισόδημα. Και πάλι όμως δεν…χωνεύεται το τόσο χαμηλό μέσο ενοίκιο τη στιγμή μάλιστα που οι δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο όσον αφορά στον ρυθμό αύξησης των ενοικίων κύριας κατοικίας.
Η κυβέρνηση αρχίζει να ξεδιπλώνει μια πολιτική για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στον χώρο της στέγης. Προφανώς, και δεν θα είναι εύκολο καθώς όταν ο ιδιοκτήτης και οι ενοικιαστής αποφασίσουν να γράψουν ότι θέλουν στο ηλεκτρονικό μισθωτήριο και να κλείσουν τη συμφωνία με καταβολή «μαύρων» κάτω από το τραπέζι, κανένα μέτρο δεν μπορεί να αποδώσει απόλυτα. Γιατί λοιπόν άνοιξε η συζήτηση; Ιδού οι κυριότεροι λόγοι:
1. Πρώτον διότι πρέπει να σταλεί μήνυμα μηδενικής ανοχής προς όλες τις κατευθύνσεις όπου διαπιστωμένα υπάρχουν μεγάλες εστίες φοροδιαφυγής. Δεν είναι δυνατόν να «σεντράρονται» εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες γιατί δηλώνουν εξόφθαλμα χαμηλά κέρδη στις φορολογικές τους δηλώσεις και να είναι αποδεκτό, ιδιοκτήτες να εμφανίζουν ότι εισπράττουν 200 και 300 ευρώ για την ενοικίαση ρετιρέ στο κέντρο της Γλυφάδας.
2. Δεύτερον διότι μπορεί να μην υπάρχει μέτρο απόλυτης απόδοσης όμως όσο «σφίγγει» ο κλοιός, τόσο περιορίζεται και έκταση του φαινομένου.
Από το 2026 λοιπόν όλα τα ενοίκια είτε αφορούν σε κύρια κατοικία είτε σε φοιτητική στέγη, είτε καταβάλλονται από επιχειρήσεις είτε από ιδιώτες, θα πρέπει να καταβάλλονται μέσω τράπεζας ή ηλεκτρονικής πληρωμής. Αυτομάτως λοιπόν, οι φορολογικές αρχές θα μπορούν να ελέγξουν ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο αντίτιμο που αναγράφεται στο ψηφιακό μισθωτήριο συμβόλαιο. Από εκεί και πέρα:
1. Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου που θα δέχεται τα μετρητά, θα καλείται να πληρώσει περισσότερο φόρο (πάντοτε για το τμήμα του ενοικίου που αποτυπώνεται στο μισθωτήριο συμβόλαιο). Γιατί αυτό; Η νομοθεσία προβλέπει ότι ο ιδιοκτήτης δεν επιβαρύνεται φορολογικά για το 100% του μισθώματος που εισπράττει αλλά για το 95%. Το 5% το κράτος το… χαρίζει λόγω αποσβέσεων κλπ χωρίς μάλιστα να ζητά δικαιολογητικά. Από το 2026, αν η πληρωμή του ενοικίου γίνεται εκτός τραπεζικού συστήματος, αυτή η έκπτωση δεν θα χορηγείται. Έτσι, σε ενοίκιο 10.000 ευρώ τον χρόνο, ο φόρος αντί να υπολογίζεται (με συντελεστές από 15% έως και 45%) επί του ποσού των 9500 ευρώ, θα υπολογίζεται επί του ποσού των 10.000 ευρώ. Η επιβάρυνση θα μπορεί να ξεπερνά ακόμη και τα 200 ευρώ.
2. O ενοικιαστής θα υφίσταται ακόμη μεγαλύτερες συνέπειες. Διότι θα χάνει και την επιστροφή ενοικίου (το 1/12 του ετήσιου ποσού δηλαδή που θα ξεκινήσει να αποδίδεται από το κράτος από φέτος τον Νοέμβριο) αλλά και τα επιδόματα στεγαστικής πολιτικής όπως το φοιτητικό επίδομα ή το επίδομα ενοικίου κύριας κατοικίας. Εκεί τα ποσά μπορούν να φτάνουν σε αρκετές εκατοντάδες ευρώ ετησίως.
Τι θα γίνει στην πράξη; Για πρώτη φορά θα αρχίσουν να δημιουργούνται αντίρροπες δυνάμεις ανάμεσα σε ιδιοκτήτες και ενοικιαστές. Ο ενοικιαστής πλέον (τουλάχιστον αυτός που θα πληροί τα σχετικά εισοδηματικά και λοιπά κριτήρια) θα έχει λόγο να ζητά αναγραφή υψηλότερου ποσού στο μισθωτήριο συμβόλαιο καθώς από αυτό θα εξαρτάται το επίδομα που θα εισπράττει. Από την άλλη, θα συμβάλλει στο να αυξηθεί η ηλεκτρονική διακίνηση χρήματος καθώς δεν θα θέλει να ρισκάρει την πλήρη απώλεια των επιδομάτων που μπορεί να εισπράξει.
Θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να καταγραφεί το εισόδημα από ενοίκια του 2024. Μιας χρονιάς δηλαδή στην οποία υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση ενοικίων. Από εκεί και πέρα, το οικονομικό επιτελείο θα έχει και μια βάση σύγκρισης για να μπορέσει να μετρήσει την απόδοση των προωθούμενων μέτρων.