Τι πραγματικά συμβαίνει με το λιμάνι της Τεργέστης

Τι πραγματικά συμβαίνει με το λιμάνι της Τεργέστης

Του Γιώργου Σ. Σκορδίλη

Η απόφαση του ΚΑΣ για τον Πειραιά και το ενδεχόμενο να δημιουργηθούν προβλήματα στο master plan της ΟΛΠ Α.Ε. – Cosco Shipping σε συνδυασμό με το άνοιγμα της Κίνας στην Ιταλία και την υπογραφή συμφωνίας για συνεργασία και σε επίπεδο λιμανιών όπως της Τεργέστης προκάλεσε αναστάτωση, ειδικά στην ελληνική πλευρά. Τι όμως πραγματικά συμβαίνει;

«Η Ιταλία πούλησε τα λιμάνια της Τεργέστης και της Γένοβας στην Κίνα». 

«Οι Κινέζοι έρχονται να αναλάβουν τα λιμάνια μας».

«Η κυβέρνηση παρέδωσε τα «κλειδιά» των λιμανιών μας στους Κινέζους».

Αυτοί είναι μερικοί από τους τίτλους των ιταλικών εφημερίδων μετά την υπογραφή Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ Κίνας και Ιταλίας στόχος του οποίου είναι να ενταχθεί η Ιταλία στο σχέδιο της Κίνας «Μια ζώνη. Ένας δρόμος».

Είναι άραγε μια νέα πραγματικότητα αυτή που πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ή τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.

Το Liberal στις 19 Μαρτίου είχε γράψει αναλυτικά τα συν και τα πλην αυτής της απόπειρας συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, της Κίνας και της Ιταλίας.

Τώρα ο Ιταλός Πρόεδρος Σέρζιο Ματαρέλα, έρχεται να επιβεβαιώσει το ρεπορτάζ και να διασκεδάσει συνάμα τις ανησυχίες των ιταλών για το μέλλον των λιμανιών τους.

Όπως τονίζει σε σημείωμά του, ο διεθνώς διακεκριμένος Έλληνας καθηγητής Λιμενικής Οικονομίας και Διαχείρισης Λιμένων του Πανεπιστημίου Erasmus και πρώην Πρόεδρος του Λιμένα του Μπρίντζι, Ηρακλής Χαραλαμπίδης: «Κανείς δεν πούλησε σε κανέναν τίποτε και πολύ δε περισσότερο δεν πούλησαν οι Ιταλοί κανένα ιταλικό λιμάνι σε Κινέζους».

Βεβαίως υπήρξε μια συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών για συνεργασία σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που συνδέονται με τις μεταφορές και τις υποδομές, αλλά από αυτή την συμφωνία δεν προκύπτει κανένα δικαίωμα και καμιά υποχρέωση και στις δύο πλευρές που μετέχουν σε αυτήν.

Ο Ιταλός Πρόεδρος σχολιάζοντας τα δημοσιεύματα αυτά υπογράμμισε ότι : «Η Ιταλία είναι κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παίζουμε με τους κανόνες και σεβόμαστε τους συμμάχους μας. Επιπλέον η στενή φιλία μας και η αγάπη μας προς τους Αμερικανούς είναι γνωστή στους πάντες. Σε αυτή την βάση συζητήσαμε και με τους κινέζους φίλους μας».   

«Η Ιταλία», συμπληρώνει ο κ. Χαραλαμπίδης «μπορεί να υπερηφανεύεται πως υπέγραψε μια συμφωνία με την οποία δεν έδωσε τίποτε και δεν πήρε τίποτε».

Άλλοι ευρωπαίοι παρατηρητές ωστόσο είναι περισσότερο επιφυλακτικοί επισημαίνοντας πως «αν σε αυτή την στροφή ο Πρόεδρο Σι δεν πήρε αυτό που ήθελε, το γεγονός πως άνοιξε έναν δίαυλο επικοινωνίας με ένα κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνάμα είναι και μέλος του G7, είναι κάτι που δεν πρέπει να μας κάνει να αισθανόμαστε άνετα.

Η κινεζική επέλαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξελίσσεται με αργά μεν, αλλά σταθερά βήματα και το γεγονός πως η Κίνα δηλώνει έτοιμη να επενδύσει στον δρόμο του μεταξιού ούτε λίγο, ούτε πολύ 900 δισ. δολάρια είναι κάτι που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο και ειδικά τα κράτη μέλη του Νότου της Ευρώπης που βιώνουν εδώ και χρόνια μια βαθιά οικονομική κρίση.

Θα έλεγε κανείς πως ο Πρόεδρος Ματαρέλα «κλείνει» το μάτι με νόημα προς τους ευρωπαίους εταίρους του «λέγοντας» τους, με τον δικό του ιταλικό τρόπο, πως θα πρέπει να εξετάσουν σοβαρά πλέον να αναθεωρήσουν την στάση τους απέναντι στην Ιταλία στο θέμα της κρίσης, διότι οι κινέζοι είναι ήδη στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου και πίνουν εσπρέσο.

Συνάμα σπεύδει να καθησυχάσει και τις ΗΠΑ, πως η Ιταλία ξέρει την θέση της.

Τι συμβαίνει στην Ελλάδα

Όπως είναι φυσικό η κατάσταση αυτή προκαλεί έναν έντονο εκνευρισμό στην Αθήνα. Έναν εκνευρισμό τον οποίο «κούρδισε» εκ νέου η πρόσφατη απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου για την απόρριψη – μεταξύ άλλων – και του master plan της ΟΛΠ Α.Ε. – Cosco Shipping.

Η απόφαση αυτή κινητοποίησε το Μέγαρο Μαξίμου το οποίο έσπευσε να χαμηλώσει τους τόνους, επιβεβαιώνοντας και το επόμενο ρεπορτάζ του Liberal, σύμφωνα με το οποίο «μέχρι να καθαρογραφεί η εισήγηση του ΚΑΣ, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας».

Ωστόσο η κινεζική επέλαση στην Ευρώπη είναι ένα στοιχείο που δεν πρέπει να διαφεύγει από την ανάλυση μας όταν συζητούμε για την σχέση της Κίνας με την Ελλάδα και ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε στις κινεζικές επενδύσεις στον Πειραιά.