Οι πρόσφατες εξαγγελίες του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Δένδια, σχετικά με τη δεύτερη φάση της «Ατζέντας 2030» δημιουργούν σαφές οικονομικό αποτύπωμα, το οποίο ξεπερνά τον στενό πυρήνα της άμυνας και επεκτείνεται τόσο στο δημοσιονομικό σκέλος, όσο και στην παραγωγική και επενδυτική ανασυγκρότηση.
Η φιλοσοφία του νέου σχεδίου συνδυάζει την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα με τη μείωση του κόστους λειτουργίας, τη βέλτιστη αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας και την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας, δημιουργώντας συνθήκες για μακροπρόθεσμη θετική επίδραση στο ΑΕΠ και την αγορά εργασίας.
Συνεπώς, η «Ατζέντα 2030» στην Άμυνα, όπως αποτυπώνεται στις τελευταίες εξαγγελίες, δεν αποτελεί απλώς μια αμυντική μεταρρύθμιση, αλλά έναν πολυεπίπεδο σχεδιασμό με σαφές οικονομικό πρόσημο.
Η εξοικονόμηση δημοσίων πόρων, η κινητοποίηση επενδύσεων μέσω αξιοποίησης ακίνητης περιουσίας, η ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας και η τόνωση της τοπικής κατανάλωσης συνιστούν θετικές εξελίξεις με διακριτή επίδραση στην ελληνική οικονομία.
Εξοικονόμηση πόρων από διοικητικές συγχωνεύσεις και καταργήσεις δομών
Η κατάργηση 45 επιπλέον στρατοπέδων, πέραν των 137 που έχουν ήδη κλείσει, καθώς και η μείωση των στρατιωτικών δικαστηρίων από 15 σε 6, αποτελούν μέτρα άμεσης δημοσιονομικής ελάφρυνσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε ο Υπουργός, οι εξοικονομήσεις από τα στρατιωτικά δικαστήρια ανέρχονται σε 85 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ επιπλέον 16,5 εκατ. ευρώ εξοικονομούνται από τις νέες συγχωνεύσεις στρατοπέδων. Το συνολικό όφελος αγγίζει τα 101,5 εκατ. ευρώ ανά έτος, δίνοντας στον κρατικό προϋπολογισμό πολύτιμο δημοσιονομικό χώρο, σε μια περίοδο κατά την οποία το Υπουργείο Οικονομικών αναζητά στοχευμένες μειώσεις δαπανών χωρίς κοινωνικό κόστος.
Κοινωνικό και αναπτυξιακό μέρισμα από τις αυξήσεις αποζημιώσεων
Η σημαντική αύξηση της αποζημίωσης των οπλιτών, από τα 8,80 ευρώ σε 100 ευρώ τον μήνα για παραμεθόριες περιοχές και 50 ευρώ για την ενδοχώρα λειτουργεί ως μικροοικονομικό αντιστάθμισμα για νεαρούς πολίτες που θητεύουν. Το ποσό αυτό, αν και συμβολικό σε απόλυτους όρους, αποκτά μεγαλύτερη σημασία για οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα και ενισχύει την κατανάλωση σε τοπικές αγορές. Ιδιαίτερα στις ακριτικές περιοχές, η επιπλέον ρευστότητα μπορεί να ενισχύσει μικρές επιχειρήσεις και τοπικούς παρόχους υπηρεσιών, πολλαπλασιάζοντας την επίδραση των δημόσιων πληρωμών.
Ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας μέσω εξοπλιστικών επενδύσεων
Ιδιαίτερης σημασίας είναι η αναφορά σε 12ετές –ουσιαστικά 20ετές– πρόγραμμα εξοπλισμών, από το οποίο το 25% προβλέπεται να επενδυθεί στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Αυτή η πρόβλεψη, εφόσον εφαρμοστεί, μπορεί να αποτελέσει ιστορική στροφή για την ελληνική βιομηχανική πολιτική, εξασφαλίζοντας σταθερές ροές έργου σε ελληνικές επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας. Αυτό σημαίνει νέες θέσεις εργασίας, τεχνογνωσία και εξαγωγικές δυνατότητες, με πιθανή συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς αλυσίδες αξίας στον τομέα της άμυνας. Παράλληλα, ενισχύεται το γεωπολιτικό αποτύπωμα της χώρας μέσω στρατηγικής αυτάρκειας σε κρίσιμους τομείς.
Αποδοτικότερη διοίκηση
Η κατάργηση της Α' Στρατιάς και η δημιουργία τεσσάρων γεωγραφικών διοικήσεων (Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας, Αιγαίου–Ανατολικής Μεσογείου, Αττικής) αποσκοπούν στη μείωση του λειτουργικού κόστους και την ενίσχυση της αποδοτικότητας. Μια αποκεντρωμένη και λειτουργικά αυτοτελής διοίκηση περιορίζει τα διοικητικά βάρη, μειώνει τις δαπάνες μετακινήσεων και επιτρέπει στοχευμένη χρήση πόρων ανά περιφέρεια. Η δομή αυτή, συνδυασμένη με τις νέες διοικήσεις μη επανδρωμένων μέσων, σηματοδοτεί μια πιο «έξυπνη» και τεχνολογικά σύγχρονη προσέγγιση στη στρατιωτική οργάνωση, με παράλληλη οικονομική ωφέλεια.
Αξιοποίηση της στρατιωτικής ακίνητης περιουσίας
Η ακίνητη περιουσία των Ενόπλων Δυνάμεων παραμένει ένας αναξιοποίητος θησαυρός, με υψηλή εμπορική και στρατηγική αξία. Η μεταρρύθμιση αυτή δύναται να προσελκύσει επενδυτικά σχήματα, ειδικά στον τομέα των Ακινήτων Δημοσίου (REITs) ή ΣΔΙΤ και να δημιουργήσει έσοδα για το Δημόσιο, χωρίς να απαιτείται νέα φορολογική επιβάρυνση. Παράλληλα, ενισχύεται η τοπική οικονομία στις περιοχές όπου θα αξιοποιηθούν ακίνητα.
Πρόκειται για ένα από τα πιο κρίσιμα αλλά και ελάχιστα αξιοποιημένα κεφάλαια του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο διαθέτει, μέσω του Υπουργείου Άμυνας, χιλιάδες ακίνητα, στρατόπεδα, εκτάσεις και κτίρια σε αστικά και ημιαστικά σημεία στρατηγικής σημασίας, πολλά από τα οποία βρίσκονται εντός του πολεοδομικού ιστού μεγάλων πόλεων ή κοντά σε τουριστικές και εμπορικές ζώνες.
Η οικονομική δυναμική από τα ανενεργά ακίνητα
Η ύπαρξη ανεκμετάλλευτης ακίνητης περιουσίας ενέχει διαχρονικά διπλό κόστος. Πρώτον, σε επίπεδο χαμένων εσόδων για το κράτος και δεύτερον, ως βαρίδι για την τοπική ανάπτυξη, λόγω γραφειοκρατικών περιορισμών, πολεοδομικών παρεκκλίσεων και νομικών αγκυλώσεων.
Η ίδρυση ενός ενιαίου φορέα αξιοποίησης, με τεχνική επάρκεια, εξειδικευμένο προσωπικό και καθαρές αρμοδιότητες, μπορεί να αντιμετωπίσει για πρώτη φορά αυτό το πρόβλημα με όρους σύγχρονης διαχείρισης δημόσιας περιουσίας.
Εφόσον λειτουργήσει με μοντέλα που έχουν εφαρμοστεί σε άλλες χώρες, ή ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας από την ΕΤΑΔ (Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου), ο νέος φορέας θα μπορεί να εκκινήσει ΣΔΙΤ, διαγωνιστικές διαδικασίες παραχώρησης, ακόμη και μεικτά επενδυτικά σχήματα σε συνεργασία με ιδιώτες. Η δυνητική εισροή κεφαλαίων από τέτοιες συμβάσεις, είτε πρόκειται για εμπορικά ακίνητα, είτε για τουριστικές μονάδες, είτε για μετατροπές στρατοπέδων σε πάρκα, συνεδριακά κέντρα ή οικιστικά έργα, υπολογίζεται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως, με παράλληλη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Πολεοδομική και τοπική ανάπτυξη
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο είναι ο χωρικός χαρακτήρας της αξιοποίησης. Πολλά από τα στρατιωτικά ακίνητα βρίσκονται σε κομβικές περιοχές που εμποδίζουν την πολεοδομική συνέχεια και δυσχεραίνουν τις επεκτάσεις τοπικών σχεδίων πόλης. Η επανένταξη τέτοιων εκτάσεων στην αστική λειτουργία θα έχει καταλυτική επίδραση στις τοπικές αγορές ακινήτων, ενισχύοντας τις εμπορικές και οικιστικές αξίες και δημιουργώντας χώρο για σύγχρονες χρήσεις γης.
Για παράδειγμα, η μετατροπή ενός ανενεργού στρατοπέδου σε αστικό πάρκο ή πανεπιστημιακή υποδομή μπορεί να αλλάξει ριζικά την οικονομική εικόνα ολόκληρης της περιοχής γύρω από αυτό. Παράλληλα, η τοπική αυτοδιοίκηση θα αποκτήσει πρόσβαση σε εκτάσεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για κοινωνική κατοικία, σχολικά συγκροτήματα, πολιτιστικά κέντρα ή μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Τι έδειξαν παρόμοιες κινήσεις στο εξωτερικό
Τα διεθνή παραδείγματα δείχνουν ότι η επιτυχής αξιοποίηση της στρατιωτικής περιουσίας δεν είναι απλή ιδιωτικοποίηση, αλλά ένας πολύπλευρος σχεδιασμός που ενσωματώνει οικονομικά, γεωπολιτικά, πολεοδομικά και κοινωνικά κριτήρια.
Ηνωμένες Πολιτείες – Το μοντέλο BRAC (Base Realignment and Closure)
Οι ΗΠΑ αποτελούν διεθνές πρότυπο στη διαχείριση στρατιωτικής ακίνητης περιουσίας μέσω του θεσμού BRAC (Base Realignment and Closure), που εφαρμόστηκε πέντε φορές από το 1988 έως το 2005. Το πρόγραμμα αυτό σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των υπεράριθμων, παρωχημένων ή κοστοβόρων στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Η φιλοσοφία ήταν απλή, εάν μια βάση δεν είναι στρατηγικά απαραίτητη ή δεν αξιοποιείται πλήρως, είτε κλείνει είτε συγχωνεύεται. Οι εκτάσεις και οι υποδομές αποδίδονται εν συνεχεία στην τοπική αυτοδιοίκηση ή σε επενδυτές, μέσα από αυστηρά σχέδια αξιοποίησης που συχνά περιλαμβάνουν οικονομικά και κοινωνικά οφέλη για την τοπική κοινωνία. Σε πολλές περιπτώσεις, πρώην στρατιωτικές βάσεις μετατράπηκαν σε τεχνολογικά πάρκα, πανεπιστημιουπόλεις ή ελεύθερες οικονομικές ζώνες.
Το BRAC εξοικονόμησε πάνω από $12 δισ. ετησίως στο Πεντάγωνο, ενώ παράλληλα συνέβαλε στην τοπική οικονομική αναγέννηση σε περιοχές με υψηλή ανεργία.
Ισραήλ – Η «μετακόμιση» του στρατού
Το Ισραήλ υλοποιεί τα τελευταία χρόνια ένα πολυσύνθετο project μεταφοράς μεγάλου μέρους του στρατού από το κέντρο της χώρας (περιοχές με υψηλή εμπορική αξία) στη Νεγκέβ, με διττό σκοπό. Από την μία ενίσχυση της περιφερειακής ανάπτυξης και από την άλλη απελευθέρωση «χρυσής» γης στο Τελ Αβίβ και σε άλλες αστικές περιοχές.
Το κράτος χρησιμοποίησε κρατικό κατασκευαστικό φορέα (Israel Land Authority), ο οποίος συνεργάστηκε με ιδιώτες developers, ενώ τα έσοδα από την αξιοποίηση των εκτάσεων χρηματοδοτούν εν μέρει τις νέες στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Έτσι δημιουργείται ένας αυτοτροφοδοτούμενος μηχανισμός.
Η πώληση ή μακροχρόνια μίσθωση στρατιωτικών ακινήτων στο Τελ Αβίβ, κάποιων εκτιμώμενης αξίας άνω του $1 δισ. επέτρεψε την ανάπτυξη οικιστικών και τεχνολογικών υποδομών σε περιοχές με τεράστια πίεση για στέγαση, ενώ συνέβαλε και στην αναδιανομή πληθυσμού.
Τουρκία – Μικτή αξιοποίηση
Η Τουρκία έχει αξιοποιήσει στρατιωτικά ακίνητα με μικτό μοντέλο, συνδυάζοντας κρατική ιδιοκτησία, συμβάσεις παραχώρησης και αστικές αναπλάσεις, κυρίως μετά το πραξικόπημα του 2016, όταν πολλά στρατόπεδα εντός αστικού ιστού αποχαρακτηρίστηκαν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το στρατόπεδο Topçu Kışlası στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο προορίστηκε για μετατροπή σε εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Το εγχείρημα προκάλεσε έντονες κοινωνικές αντιδράσεις (όπως το Κίνημα Gezi), καταδεικνύοντας την ανάγκη για διαφάνεια, συμμετοχή της κοινωνίας και περιβαλλοντική ευαισθησία.
Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις όπως στο Εσκισεχίρ και τη Σμύρνη, η αξιοποίηση πρώην στρατιωτικών χώρων με τη μορφή τεχνολογικών πάρκων και πανεπιστημίων υπήρξε επιτυχής. Η Τουρκία δίνει προτεραιότητα στην κρατική καθοδήγηση των projects, συνδυάζοντας την οικονομική αξιοποίηση με εθνικούς γεωπολιτικούς στόχους, όπως η ισχυροποίηση της αμυντικής βιομηχανίας.