Του Γιώργου Φιντικάκη
Σημάδια νέου εκτροχιασμού καταγράφονται σε οικονομία και επιχειρηματικές προσδοκίες, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος αν η αξιολόγηση συρθεί πέραν του Μαρτίου και να χαθεί άλλη μια χρονιά, δίχως η όποια συμφωνία να καταφέρει να οδηγήσει την χώρα στην ανάκαμψη και τις αγορές.
Στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας για την χρηματοδότηση της οικονομίας, φαίνεται ότι η όποια βελτίωση υπήρξε μέχρι και το 2ο εξάμηνο του 2014 στην Ελλάδα έχει έκτοτε αντιστραφεί και με βάση τα όσα δηλώνουν οι ίδιες οι ελληνικές επιχειρήσεις, η οικονομία βρίσκεται σήμερα στο χαμηλό σημείο της πρώτης χρονιάς της κρίσης, δηλαδή το 2010.
Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση συνεχίζει να πανηγυρίζει για τη συμφωνία, οι μετρήσεις δέιχνουν ότι η καταναλωτική εμπιστοσύνη επιδεινώνεται, επενδυτικές αποφάσεις αναβάλλονται, ενώ ακόμη και εύρωστοι επιχειρηματίες θεωρούν ότι δεν αξίζει καν τον κόπο να κάνουν αίτηση για δάνειο.
Στο ερώτημα γιατί τα τραπεζικά δάνεια δεν αποτελούν πλέον πηγές χρηματοδότησης, απαντούν αφοπλιστικά ότι δεν υπάρχουν δάνεια, και ότι τα επιτόκια είναι πολύ υψηλά.
Δεν έχουν και άδικο. Ενώ τα επιτόκια στην ευρωζώνη έχουν εν γένει μειωθεί, εντούτοις στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι τρεις και τέσσερις μονάδες υψηλότερα από εκείνα όλων των άλλων χωρών. Ενδεικτικό είναι ότι το μέσο επιτόκιο για νέα δάνεια από 250.000 μέχρι και 1 εκατ. ευρώ κυμαίνεται στο 5,06%, όταν στην ευρωζώνη δεν ξεπερνά το 1,79%. Το ποσοστό αποθάρρυνσης των επιχειρήσεων αυτών να χτυπήσουν την πόρτα των τραπεζών είναι σήμερα μεγαλύτερο απ'' ό,τι παλαιότερα, ενώ το ποσοστό απόρριψης αιτήσεων από μικρομεσαίους κυμαίνεται κοντά στο 25-30%, όταν στην ευρωζώνη δεν υπερβαίνει το 10%.
Ανησυχητικές αμυντικές κινήσεις καταγράφονται και στις λιγοστές μεγάλες επιχειρήσεις. Επικαλούμενα τραπεζικές πηγές, στελέχη της βιομηχανίας εξηγούν πως κάποιοι μεγάλοι έχουν αρχίσει ξανά να δανείζονται, όπως ακριβώς συνέβαινε τον Ιανουάριο και τον Ιούνιο του 2015. Τότε που σε συνθήκες ακραίας αβεβαιότητας έσπευδαν στις τράπεζες, προκειμένου να έχουν ρευστότητα μέσω πιστωτικών γραμμών για να αντιμετωπίσουν τυχόν ακραίες μεταβολές των συνθηκών. Ετσι είχε γίνει όσο καθυστερούσε και η 1η αξιολόγηση του 3ου Μνημονίου, έτσι, λένε οι συνομιλητές μας, συμβαίνει και τους τελευταίους μήνες, όσο καθυστερεί η 2η αξιολόγηση.
Πότε επιτέλους...
Δεν κάνει λιγότερο αβέβαιο αυτό το τοπίο η χθεσινή επανεμφάνιση του Ευ.Τσακαλώτου στη Βουλή που παραδέχτηκε, εκφράζοντας και μια μικρή δυσαρέσκεια για την υπεραισιοδοξία του Μαξίμου, ότι “κάποιοι θα χάσουν και κάποιοι θα κερδίσουν”. Η αγορά βλέπει πίσω από δηλώσεις σαν αυτήν, τον κίνδυνο μιας νέας αναδιανομής του πλούτου, όπου το κράτος θα εισπράττει ολοένα και περισσότερους φόρους από όσους παράγουν, και θα τους διανέμει σε εκείνους που το ίδιο επιλέγει.
Το ερώτημα δεν είναι ούτε καν αυτό. Αλλά το πότε θα έλθει η ανάκαμψη, πότε θα κλείσει η εκάστοτε αξιολόγηση, πότε θα μειωθούν οι φόροι και οι εισφορές, πότε θα διευρυνθεί η φορολογική βάση, πότε θα πέσουν τα επιτόκια, πότε θα ανοίξουν οι πόρτες του τραπεζικού συστήματος, πότε θα επιστρέψουν οι καταθέσεις. "Ουδείς σοβαρός αναλυτής δεν έχει τις απαντήσεις, όπως και στο πότε θα αρθούν τα capital controls, πότε θα αντιμετωπισθούν τα κόκκινα δάνεια, πότε θα αναδιαρθρωθούν οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις”, λέει μιλώντας στο liberal.gr οικονομολόγος του ΣΕΒ. Επτά χρόνια μεταρρυθμίσεων και λιτότητας και ακόμη κανείς σοβαρός οικονομολόγος δεν τολμά με βεβαιότητα να απαντήσει στο πότε οι παραπάνω τομείς θα παρουσιάσουν επιτέλους βελτίωση.
Τα χρήματα μένουν έξω
Έως το 2015 η αβεβαιότητα είχε την μορφή μιας φυγής καταθέσεων στο εξωτερικό, τάση που ανακόπτονταν από την εφαρμογή ενός νέου Μνημονίου από μία νέα κυβέρνηση που προέκυπτε μετά από μία περίοδο πολιτικής αστάθειας, κ.ο.κ. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα με τη μόνη διαφορά ότι, λόγω των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, η όξυνση της αβεβαιότητας δεν αντανακλάται σε φυγή των καταθέσεων καθώς αυτό απαγορεύεται, αλλά σε μη επαναπατρισμό των εισπράξεων από εξαγωγές στο εξωτερικό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μειωμένες εισροές από τον τουρισμό, τις μεταφορές και τις λοιπές υπηρεσίες, που καταγράφονται στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας.
Σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή, αλλά και η ελληνική οικονομία σε κάποιο βαθμό, έχουν επιστρέψει σε υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής δραστηριότητας, τα περυσινά στοιχεία δείχνουν ότι οι καθαρές εισπράξεις από τον τουρισμό, τις μεταφορές και τις λοιπές υπηρεσίες, μειώθηκαν κατά 1,6 δισ. ευρώ, φτάνοντας στα 15,3 δισ. έναντι 16,9 δισ. ευρώ το 2015.
Δεν θα αλλάξει η εικόνα αυτή, αν τα μικροπολιτικά συμφέροντα, και οι τακτικισμοί, ελληνικοί και ξένοι, συνεχίσουν να καθορίζουν τις τύχες της ελληνικής οικονομίας. Δεν θα αλλάξει όμως, και όσο η κυβέρνηση συνεχίζει να μην κάνει, όσα τουλάχιστον περνούν από το χέρι της, από επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, έως ένα πιο δίκαιο επιμερισμό των φόρων, σταματώντας αυτή την αέναη αναδιανομή πλούτου, και υπερφορολογώντας την παραγωγική οικονομία.
Διαλλείψεις
Διαλλείψεις θα παθαίνει η ενεργή οικονομία, όσο παραμένει η αβεβαιότητα, η ασυνέχεια εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής και η κατώτερη του αναμενόμενου υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και αποκρατικοποιήσεων. Διαλλείψεις όλο και πιο θορυβώδεις, όσο θα αυξάνονται τα χρηματοδοτικά ανοίγματα των επιχειρήσεων που δεν εξυπηρετούνται κανονικά. Τα κόκκινα αυτά δάνεια ισούνται σήμερα με το 44,7% του συνόλου των τραπεζικών χορηγήσεων, με το 30% να χαρακτηρίζονται αβέβαιης είσπραξης χωρίς καθυστέρηση ή σε καθυστέρηση πάνω από 90 ημέρες.
Στις μεγάλες επιχειρήσεις, ο λόγος αυτός διαμορφώνεται σε 29%, ενώ στις μικρομεσαίες αγγίζει το 60% και στους ελεύθερους επαγγελματίες και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις το 67%. Τα υψηλότερα ποσοστά κόκκινων δανείων καταγράφονται στους κλάδους της εστίασης (76,3%), της γεωργίας (67,2%), των τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (58,4%), της μεταποίησης (53,2%), των κατασκευών (52,8%) και του εμπορίου (46,6%).
Χωρίς χρηματοδότηση όμως, δεν υπάρχουν ούτε ιδιωτικές επενδύσεις, ούτε δημιουργία νέων θέσεων εργασίας από ιδιωτικές επιχειρήσεις, ούτε δημιουργία εισοδημάτων από ανταγωνιστικές δραστηριότητες. Η ελληνική οικονομία, αντί να αναδιπλώνεται σε νέες δραστηριότητες, θα γίνεται όλο και πιο εσωστρεφής και θα αδυνατεί να αναπαράγει ακόμη και το σημερινό φτωχοποιημένο βιοτικό επίπεδο.
Το μόνο που προσδοκούν σήμερα οι ενεργοί εργαζόμενοι είναι ο κόσμος της πολιτικής να αντιληφθεί την σοβαρότητα της κατάστασης, και να πάψει να απαιτεί από αυτούς να κάνουν υπομονή, και να προσαρμοστούν στους δικούς του χρόνους. "Είναι σαν να έχεις τον άρρωστο στο χειρουργείο, και οι γιατροί να διεξάγουν από πάνω του φιλοσοφική συζήτηση για τον Αριστοτέλη", όπως χαρακτηριστικά λέει οικονομικός αναλυτής. Το ερώτημα είναι αν ο άρρωστος αντέχει να κάνει άλλη υπομονή.
