Η μεγάλη οικονομική κρίση άφησε την Ελλάδα με μια σπάνια ιδιαιτερότητα, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι εταιρείες διαχείρισης δανείων, οι servicers, όπως ονομάζονται διεθνώς, έχουν γίνει ένας από τους πυλώνες του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος και μάλιστα το μέγεθός τους ξεπερνά κατά πολύ τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά μεγέθη, καθώς στη διάρκεια της κρίσης το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια έφθασε ακόμη και το 50% και σήμερα τα περισσότερα από αυτά τα δάνεια βρίσκονται υπό τη διαχείριση των servicers.
Οι αριθμοί περιγράφουν αυτή την πολύ δυσάρεστη αλήθεια. Τα δάνεια υπό τη διαχείριση servicers το δεύτερο τρίμηνο του 2025 πλησίαζαν τα 80 δισ. ευρώ. Αντιστοιχούν, δηλαδή, σχεδόν στο ένα τρίτο του ΑΕΠ. Τα 28 δισ. ευρώ είναι δάνεια επιχειρήσεων και τα 42 δισ. είναι δάνεια ιδιωτών, εκ των οποίων περισσότερα από 25 δισ. είναι στεγαστικά. Ουσιαστικά, η οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας εξαρτάται από τη διαχείριση που θα γίνει σε αυτά τα δάνεια: αν δεν ρυθμισθούν με βιώσιμο τρόπο, πρακτικά η μισή Ελλάδα θα παραμείνει δέσμια αυτών των χρεών και αυτό θα αποτελέσει για πολλά χρόνια ένα βαρίδι στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Δεν είναι μπαταχτσήδες…
Παρά τα όσα λέγονται περί μπαταχτσήδων ή στρατηγικών κακοπληρωτών, η συντριπτική πλειονότητα όσων βρίσκονται σήμερα δέσμιοι των κόκκινων δανείων της μεγάλης οικονομικής κρίσης δεν είχαν την παραμικρή πρόθεση να αφήσουν απλήρωτα χρέη. Η κρίση εξαφάνισε το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας. Δάνεια που συνάφθηκαν σε άλλες, καλύτερες εποχές, μετατράπηκαν σε θηλιές για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που κλήθηκαν να τα εξυπηρετήσουν με συντριπτικά μειωμένα εισοδήματα. Οι περισσότεροι από όσους έχουν μείνει σήμερα με οφειλές για παλιά κόκκινα δάνεια δεν είναι, ούτε πρέπει να αντιμετωπίζονται από τους servicers και τους θεσμούς της Πολιτείας, απατεώνες που πρέπει να τιμωρηθούν. Είναι άνθρωποι που θέλουν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, για ενταχθούν και πάλι στην ομαλότητα της οικονομικής ζωής.
Για να γίνει αυτό, όμως, οι servicers θα πρέπει να επιτελέσουν τον ρόλο τους έχοντας πλήρη συναίσθηση της κοινωνικής αποστολής τους. Οφείλουν να βρουν τη χρυσή ισορροπία ανάμεσα στη μεγιστοποίηση των ανακτήσεων και στην παροχή στους οφειλέτες βιώσιμων λύσεων, που θα είναι συμβατές με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Η τυφλή επιδίωξη της μέγιστης ανάκτησης ίσως να φέρει πρόσκαιρα μεγαλύτερα έσοδα στους κατόχους των τιτλοποιημένων δανείων, δηλαδή σε funds και τράπεζες, αλλά κινδυνεύει να διαιωνίσει το πρόβλημα, αντί να το επιλύσει. Και, δυστυχώς, αυτό βλέπουμε να συμβαίνει: καθημερινά βγαίνουν ακίνητα στο σφυρί από servicers, ενώ όλο και περισσότερο βλέπουμε ρυθμίσεις οφειλών να γίνονται και πάλι κόκκινες, επειδή, προφανώς, δεν είχαν υπολογισθεί ορθά οι οικονομικές δυνατότητες των οφειλετών.
Η πολιτική των servicers
Υπάρχουν ενδείξεις, μάλιστα, ότι οι servicers ακολουθούν μια πολιτική δύο ταχυτήτων, ανάλογα με τις εξασφαλίσεις που υπάρχουν σε κάθε δάνειο. Καταναλωτικά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις ρυθμίζονται με πολύ μεγάλο κούρεμα, κάτι που αποτελεί ορθή πρακτική σε αυτή την περίπτωση. Την ίδια ώρα, όμως, οι servicers ακολουθούν μαξιμαλιστικές τακτικές ανάκτησης, όταν βλέπουν ότι υπάρχουν ένα ή περισσότερα ακίνητα που μπορούν να ρευστοποιηθούν μέσω πλειστηριασμών. Αντί να προσφέρουν λύσεις συμβατές με τη σημερινή οικονομική θέση του οφειλέτη, επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της είσπραξης μέσω πλειστηριασμού.
Καθημερινά είναι τα παραδείγματα – έχουν μάλιστα εκδοθεί και δικαστικές αποφάσεις υπέρ των δανειοληπτών – όπου οι servicers εντελώς καταχρηστικά κινούν διαδικασίες για να βγουν στο σφυρί ακίνητα με αξία πολλαπλάσια από την οφειλή. Κατοικίες αξίας 200.000 ευρώ βγαίνουν στο σφυρί για χρέη 10.000 ή 20.000 ευρώ! Αν παγιωθούν αυτές οι πρακτικές, θα δούμε μια πρωτοφανή μεταφορά περιουσιακών στοιχείων από οφειλέτες σε πιστωτές, με ολέθριες συνέπειες όχι μόνο για την οικονομία, αλλά για την κοινωνική συνοχή.
Την ίδια στιγμή, ουδείς γνωρίζει ή μπορεί να ελέγξει σε ποιο βαθμό οι servicers ακολουθούν ορθολογικές πρακτικές ανάκτησης, ή μπορεί να φθάνουν σε κερδοσκοπικές ακρότητες. Το θεσμικό μας πλαίσιο δεν υποχρεώνει τα funds και τους servicers να καταγράφουν σε ποια λογιστική αξία απέκτησαν τα κόκκινα δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και ενώπιον των δικαστηρίων δεν μπορεί να ελεγχθεί η πιθανή καταχρηστικότητα πρακτικών των servicers αν, για παράδειγμα, έχουν αγοράσει ένα δάνειο στο 10% της αξίας του και επιδιώκουν να εισπράξουν, μέσω πλειστηριασμού, το 70%. Κάπως έτσι, μέσα στη θεμιτή επιδίωξη της ανάκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να κρύβονται αθέμιτες κερδοσκοπικές πρακτικές, που είναι όμως αδύνατο να ελεγχθούν από τα δικαστήρια.
Ανάγκη για παρέμβαση κυβέρνησης και ΤτΕ
Η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος, ως εποπτική αρχή για τους servicers, δεν θα πρέπει να αφήσουν άλλο αυτή την κατάσταση να εξελιχθεί χωρίς την παρέμβασή τους. Είναι επιτακτική ανάγκη να αρχίσει το συντομότερο διάλογος ανάμεσα σε όλους τους ενδιαφερόμενους για τις αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν στο θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία των servicers, ώστε να εξαλειφθούν οι κερδοσκοπικές πρακτικές και να ενισχυθεί η παροχή βιώσιμων λύσεων στους οφειλέτες.
Η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων έκανε πρόσφατα ένα σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Αναφέρθηκε σε καταχρηστικές και παράνομες συμπεριφορές των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων σε βάρος οφειλετών και απέστειλε σχετικές επιστολές προς τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα. Ζήτησε από τον πρώτο την άμεση ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας, προκειμένου να ενισχυθεί το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο με τη θέσπιση αυστηρών διοικητικών κυρώσεων για την αποφυγή τέτοιων συμπεριφορών και πρακτικών στο μέλλον και την άσκηση των εκ του νόμου εποπτικών αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδας, με βάση το σημερινό κανονιστικό καθεστώς.
Η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων επισημαίνει την έξαρση καταχρηστικών και μη νόμιμων συμπεριφορών των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων (services) εις βάρος των δανειοληπτών που συνίστανται ιδίως:
α) Στη διενέργεια πράξεων εκτέλεσης κατά οφειλετών που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3896/2010, σε ρυθμισμένα ή ακόμη κι εξοφλημένα δάνεια.
β) Στη διαρκή τηλεφωνική όχληση οφειλετών – σε βαθμό εκφοβισμού – ακόμη και αυτών που έχουν ενταχθεί σε δικαστική ρύθμιση.
γ) Στη συνεχή μεταβολή των λογαριασμών εξυπηρέτησης των δικαστικών ρυθμίσεων των οφειλετών χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν οι οφειλέτες που θα καταβάλλουν τις δόσεις της ρύθμισης.
δ) Στην εσκεμμένη καθυστέρηση, επί σειρά μηνών, στο άνοιγμα λογαριασμών εξυπηρέτησης των δόσεων δικαστικών ρυθμίσεων ή του εξωδικαστικού μηχανισμού, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα των οφειλετών και των Δικηγόρων αυτών, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να εκπέσουν οι οφειλέτες από τις ρυθμίσεις αυτές.
ε) Στην καθυστερημένη απάντηση σε αιτήματα των οφειλετών και των Δικηγόρων τους για χορήγηση σχετικών εγγράφων που είναι απαραίτητα για ρύθμιση των οφειλών, ενώ την ίδια στιγμή επισπεύδουν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος τους.
στ) Σε απαξιωτικές συμπεριφορές για τον ρόλο των Δικηγόρων είτε προτρέποντας τους οφειλέτες να μην απευθύνονται σε Δικηγόρους, είτε υποβιβάζοντας και προσβάλλοντας την επαγγελματική ιδιότητα και τον θεσμικό ρόλο των Δικηγόρων.
ζ) Στην αποστολή εξωδίκων έκπτωσης σε οφειλέτες που ήδη τηρούν τη ρύθμιση του ν. 3869/2010, με αφορμή την αιφνίδια αλλαγή λογαριασμού εξυπηρέτησης της δικαστικής ρύθμισης, ζητώντας ποσά που ήδη έχουν καταβληθεί από τους οφειλέτες.
η) Στην απαίτηση να υπάρχει γραπτή εξουσιοδότηση των οφειλετών, προκειμένου να συνομιλήσουν με τους Δικηγόρους τους και ταυτόχρονα να προβάλλουν κάθε είδους προσκόμματα όσον αφορά στον τύπο, στο περιεχόμενο, στην επικύρωση της υπογραφής και στην χρονική ισχύ της εξουσιοδότησης.
θ) Στην απαίτηση καταβολής υπέρογκων ποσών ως προκαταβολή, σε περίπτωση που έχει επιβληθεί κατάσχεση, προκειμένου να προβούν σε ρύθμιση και να σταματήσουν τις ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής των οφειλετών, είτε άλλες ειδικές και έκτακτες περιστάσεις (π.χ. προβλήματα υγείας).
ι) Στην άρνηση να αποστείλουν το σχέδιο της σύμβασης στον οφειλέτη και τον Δικηγόρο του πριν την υπογραφή του, σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας ρύθμισης, ώστε να ελέγξει τους όρους και τις συμφωνίες.
Σε κάθε περίπτωση, η ώρα για ανάληψη πρωτοβουλιών έχει έλθει. Ίσως, μάλιστα, να έχουμε καθυστερήσει πολύ. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που πρέπει να κινητοποιήσει ευρύτερα την ελληνική κοινωνία. Αν δεν διορθωθεί το συντομότερο η πορεία προς τη διευθέτηση των οφειλών που άφησε πίσω της η κρίση, σε μερικά χρόνια θα συζητούμε για μια ιστορική χαμένη ευκαιρία, που άφησε την οικονομία με δυσβάστακτα βάρη και τραυμάτισε την κοινωνική συνοχή.
* Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.
