Σε... μνημόνιο (και) το τσίπουρο

Σε... μνημόνιο (και) το τσίπουρο

Του Απόστολου Σκουμπούρη

Φωτιά σε ένα ζήτημα που συνδέεται με φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού, στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς, αλλά παράλληλα «ακουμπά» στη μακρά ιστορία της Ελλάδας σε ότι αφορά την παραδοσιακή παραγωγή ντόπιων ποτών, όπως τσίπουρο και τσικουδιά, έρχεται να βάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η Κομισιόν με χτεσινή απόφασή της παραπέμπει τη χώρα μας το Δικαστήριο της ΕΕ, επειδή δεν εφαρμόζει τον κανονικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στα δύο αυτά ποτά. Σύμφωνα με τη Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «με βάση τη νομοθεσία της ΕΕ, πρέπει να εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή αλκοολούχων ποτών, εκτός εάν ισχύουν εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις».

Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας τουλάχιστον τριών ετών, όπου η Επιτροπή αρχικά ζητούσε από τις Ελληνικές Αρχές ενημέρωση, κατόπιν αιτιολόγηση και στο τέλος παρέμβαση – συμμόρφωση, κάτι που δεν έγινε.

Η Επιτροπή λέει ότι στην Ελλάδα δεν ισχύει καμία παρέκκλιση όσον αφορά τα αλκοολούχα ποτά τσίπουρο ή τσικουδιά, για τα οποία σήμερα εφαρμόζεται μειωμένος συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης 50% (για τα εμφιαλωμένα), καθώς και εξαιρετικά μειωμένος συντελεστής γύρω στο 6% όταν παράγονται από μικρούς παραγωγούς, τους λεγόμενους «διήμερους» αποσταγματοποιούς  (χύμα).

Με λίγα λόγια, η Ελλάδα κατηγορείται για... προστατευτισμό της εσωτερικής της αγοράς, εις βάρος των Ευρωπαίων ανταγωνιστών, αλλά και εις βάρος των υπολοίπων – επίσημων – αποσταγματοποιών της χώρας. Η Επιτροπή ζητά, ακόμη και στις εξαιρέσεις μικρών αποστακτηρίων, ο συντελεστής του ΕΦΚ να μην είναι μικρότερος από το 50% του κανονικού εθνικού συντελεστή».

Ούζο και τσίπουρο

Κάθε κράτος μέλος δύναται να έχει σε διαδικασία έκπτωσης από τον κανονικό ΕΦΚ μόνο ένα παραδοσιακό προϊόν. Η Ελλάδα, όμως έχει δύο, το ούζο όσο και το τσίπουρο. Το επιχείρημα της χώρας μας είναι ότι το τσίπουρο δεν είναι ξεχωριστός... κωδικός, αλλά ένα υποπαράγωγο του κρασιού που συνοδεύει το φαγητό, ζητώντας τη διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώς φορολόγησης.

Η απόφαση της Επιτροπής δίνει συνέχεια σε μια «αιώνια» διαμάχη μεταξύ των επίσημων αποσταγματοποιών της χώρας που πληρώνουν στο ακέραιο όλες τις νόμιμες υποχρεώσεις και των... ανεπίσημων, που διέπονται από ένα ιδιόμορφο – προνομιακό – καθεστώς, που τους δίνει σημαντικά αβαντάζ σ'' αυτόν τον ανταγωνισμό.

Μάλιστα λόγω της υπερφορολόγησης του κλάδου των αλκολούχων ποτών η αγορά έχει στραφεί στα παράνομα προϊόντα και στο χύμα τσίπουρο που όχι μόνο φορολογείται ευνοϊκά αλλά τις περισσότερες φορές δεν καταγράφεται καθόλου στα τελωνεία.

«Μπαμπατζίμ»: Υπάρχουν μεγάλες αδικίες και στρεβλώσεις στην αγορά

Ο κ. Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος, ο «Μπαμπατζίμ», είναι ο πρώτος στην Ελλάδα που εμφιάλωσε το 1988 το τσίπουρο. Ο πρώτος που του έδωσε το… κύρος και την «τιμή» που του αρμόζει, ο πρώτος που το έβαλε σφραγισμένο στα ράφια, ελεγμένο ποσοτικά, ποιοτικά και φορολογικά.

Από τους πιο εμβληματικούς αποσταγματοποιούς της χώρας, ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος, με δηλώσεις του στο Liberal σημειώνει ότι «υπάρχουν μεγάλες αδικίες και στρεβλώσεις στην αγορά.

Ο ίδιος σημειώνει ότι «όσοι αποστάζουν επίσημα, με χαρτιά και με διαφάνεια, υπόκεινται σε εντελώς άνιση μεταχείριση σε σχέση με όσους παράγουν χύμα, ανεπίσημα, ιδιωτικά.

Οι επίσημοι αποσταγματοποιοί λειτουργούν ανοικτά, ξεκάθαρα και επίσημα πληρώνοντας και τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, εν αντιθέσει με τους “χύμα” παραγωγούς που δεν πληρώνουν κανένα φόρο, παρ' ότι εισπράττουν από τους καταναλωτές», τονίζει ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος και συνεχίζει:

«Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ προ διετίας περίπου, στην Ελλάδα διακινούνται αφορολόγητα (χύμα) περίπου 17-19 εκατ. λίτρα τσίπουρου, δημιουργώντας αθέμιτο ανταγωνισμό.

Αυτό το τσίπουρο, το “χύμα”, με τις ευλογίες του κράτους πληρώνει φόρο μόλις 0,64 λεπτά του ευρώ ανά λίτρο. Αντιθέτως, το εμφιαλωμένο τσίπουρο πληρώνει 5,76 λεπτά του ευρώ το λίτρο!

Τεράστια απόκλιση. Αυτό, ώθησε αρκετούς στο να ριψοκινδυνεύσουν.

Αν κάποιος αποστάζει 50 τόνους τσίπουρο το έτος, γλιτώνοντας 5,76 λεπτά του ευρώ ανά λίτρο, κερδίζει μόνο από το φόρο 250.000 ευρώ! Το κίνητρο όπως αντιλαμβάνεστε είναι πολύ μεγάλο, από καμιά δουλειά δεν βγαίνουν εύκολα τέτοια χρήματα σε ένα χρόνο.

Οφείλεις όμως να δώσεις και στο κράτος τον αναλογούντα σου φόρο. Εδώ παράγεις, εδώ κερδίζεις, πρέπει να δώσεις και το φόρο που σου αναλογεί», σημειώνει ο «Μπαμπατζίμ».

Ο λόγος που κάποτε φτιάχτηκε αυτός ο νόμος σύμφωνα με τον κ. Μπαμπατζιμόπουλο, ήταν για να υποστηριχτεί η ιδιωτική παραγωγή, ως μια ώθηση – βοήθεια στην οικιακή οικονομία. Πλέον όμως, η έννοια ότι αυτό το προϊόν υποστηρίζει την οικιακή οικονομία, όπως ήταν το «διαβατήριο» όταν δόθηκαν οι σχετικές άδειες έχει εκλείψει εντελώς.

Οι κίνδυνοι από το... χύμα για την υγεία και η ανάγκη πιστοποίησης

Ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος βάζει και τα εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα της αξιολόγησης του προϊόντος όταν παράγεται επίσημα, αλλά και θέματα δημόσιας υγείας όταν παράγεται χύμα.

Σημειώνει ότι «η επίσημη απόσταξη δέχεται όλους τους ελέγχους του κράτους, στο ακέραιο. Από το Γενικό Αποστακτήριο του Κράτους δεχόμεθα ελέγχους ποιοτικούς, ποσοτικούς, αλλά και απόδοσης του τσίπουρου. Μόνο όταν πάρω την τελική έγκριση προχωράω στην εμφιάλωση.

Αντιθέτως, στο... χύμα, δεν υπάρχει καμιά πιστοποίηση, κανένας σοβαρός έλεγχος. Στην επίσημη ποτοποιία – οινοποιία υπάρχουν συγκεκριμένες προδιαγραφές για την εκμετάλλευση του σταφυλιού. Ότι π.χ. στα 100 κιλά σταφύλια, τόσο τσίπουρο πρέπει να βγει. Στο χύμα, γίνονται αλχημείες, πολλά είδη παρ'' ότι δεν επιτρέπονται εντούτοις μπαίνουν, όπως μπαίνουν ζαχαρούχες ουσίες, σταφίδα και πολλά άλλα».

Παράλληλα, ο «Μπαμπατζίμ» αναφέρεται στο θέμα της υγείας και σημειώνει ότι «στην επίσημη αποσταγματοποιία επειδή γίνεται εξαιρετική επεξεργασία των σταφυλιών έχουν τη μικρότερη ποσότητα αιθανόλης. Εξαιρετικά επικίνδυνη ουσία που αν δεν ελεγχθεί μπορεί να φέρει τύφλωση και κύρωση του ήπατος».

Ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος τονίζει ότι «προσωπικά δε θέλω κανένα μαγαζί, κανένα αποστακτήριο να κλείσει, αλλά θέλω όλοι να παράγουμε επί ίσοις όροις.

Αυτό που γίνεται εδώ και αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, είναι 10-12 οικογένειες να σηκώνουμε όλο το βάρος για τον κλάδο. Εισπράττουμε και αποδίδουμε φόρους, διαφημίσουμε, καλλιεργούμε κουλτούρα, βγαίνουμε μπροστά.

Τι ισχύει στην Ελλάδα – Μάστιγα το αδήλωτο και το λαθραίο

Η ιστορία με τα... χύμα αποστακτήρια στην Ελλάδα είναι μακρά, συνδέεται με την κουλτούρα της χώρας, κάθε τόπος βγάζει το δικό του τσίπουρο, που αναλόγως το μέρος, ονομάζεται και διαφορετικά. Τσίπουρο, τσικουδιά, ρακί, σούμα, «ψημένη» (το ρακόμελο της Αμοργού) και πλήθος άλλων ποτών με πρώτη ύλη τα στέμφυλα, άμεσα συγγενικά με το brand τσίπουρο, παράγοντα στη χώρα μας.

Τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών δείχνουν ότι ετησίως ανανεώνονται πάνω από 30.000 άδειες απόσταξης, ενώ οι επίσημα δηλωμένοι άμβυκες είναι περίπου 5.000.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς η κατανάλωση χύμα τσίπουρου είναι τουλάχιστον δεκαπλάσια σε σχέση με το εμφιαλωμένο, με το 85% αυτού που πωλείται στην αγορά να μην δηλώνεται.

Σε σχετική κλαδική μελέτη του ΙΟΒΕ (2015), εκτιμήθηκε ότι ο όγκος του παράνομα διακινούμενου χύμα τσίπουρου διημέρων το 2014 άγγιξε τα 24 εκατ. λίτρα με τις ετήσιες απώλειες φορολογικών εσόδων από την παράνομη διακίνηση να υπερβαίνουν τα 300 εκατ. ευρώ ετησίως.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ υπάρχει μια στρέβλωση που κοστίζει στα κρατικά ταμεία κοντά στα 300 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση από διαφυγόντες φόρους από όλη την εφοδιαστική αλυσίδα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι 320 τόνοι που κατασχέθηκαν στις αρχές του 2016 στη Λάρισα, αντιστοιχούσαν μόλις στο 14% της ετήσιας κατανάλωσης εμφιαλωμένου τσίπουρου των επίσημων αποσταγματοποιών και στο 5%-7% της ετήσιας δηλούμενης παραγωγής χύμα τσίπουρου.

Εάν η ποσότητα αυτή φορολογούνταν όπως το τσίπουρο των επίσημων αποσταγματοποιών, θα απέφερε στα δημόσια ταμεία περίπου 1,7 εκατ. ευρώ από τον ΕΦΚΟΠ και μισό εκατ. ευρώ από ΦΠΑ.