Το «πλεόνασμα» και οι επιβαρύνσεις που αποδεικνύονται βαρέλι δίχως πάτο

Το «πλεόνασμα» και οι επιβαρύνσεις που αποδεικνύονται βαρέλι δίχως πάτο

(Φωτ.: Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχει ήδη προϊδεάσει για τα χειρότερα, αφού, όπως δήλωσε, το δημοσιονομικό κενό θα κλείσει είτε με αλλαγές στη φορολογία εισοδήματος, είτε και με άλλα μέτρα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο και για αυξήσεις στην έμμεση φορολογία.)

Με πρόσθετα φορολογικά μέτρα, που φέρνουν νέες επιβαρύνσεις ακόμη και για τα πολύ χαμηλά εισοδήματα, προσπαθεί η κυβέρνηση να γεφυρώσει το χάσμα που τη χωρίζει στο δημοσιονομικό κενό από το κουαρτέτο.

Το οικονομικό επιτελείο επιμένει ότι το δημοσιονομικό κενό είναι 1% του ΑΕΠ έως το 2018, ενώ η Κομισιόν το υπολογίζει ήδη στο 2,5% - 3,5% του ΑΕΠ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανεβάζει κι άλλο τον πήχη στο 4% - 5% του ΑΕΠ.

Είναι λοιπόν φανερό ότι όποια σύγκλιση κι αν υπάρξει αυτή θα είναι μόνο προς τα πάνω, που μεταφράζεται σε πρόσθετα εισπρακτικά μέτρα που θα κληθούν να πληρώσουν όλοι οι φορολογούμενοι.

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση θα επιδιώξει σήμερα, στο νέο γύρο διαβουλεύσεων που ξεκινά, να «κλειδώσει» όλες τις ανατροπές στη φορολογία και να κάνει βήματα για να κλείσει τις επόμενες ημέρες και τα ακανθώδη θέματα του Ασφαλιστικού, των «κόκκινων» δανείων, αλλά και του Ταμείου Ιδιωτικοποιήσεων.

Ο χρόνος τρέχει

Άλλωστε ο χρόνος πιέζει και πάλι ασφυκτικά την ελληνική πλευρά, που παρ' όλα αυτά ευελπιστεί ότι έως τις 25 τρέχοντος θα έχει καταφέρει να ολοκληρωθούν οι συζητήσεις, αφού οι επικεφαλής του κουαρτέτου θα αναχωρήσουν τις ημέρες εκείνες για τον εορτασμό του Καθολικού Πάσχα της 27ης Μαρτίου.

Απομένουν επομένως περίπου 10 ημέρες για να ξεπεραστούν όλοι οι «σκόπελοι», αφού σε διαφορετική περίπτωση η διαπραγμάτευση θα «τραβήξει» έως τις 22 Απριλίου, οπότε και συνεδριάζει το Eurogroup που θα κληθεί να δώσει λύση, ίσως και πολιτική, καθώς το «οξυγόνο» στα κρατικά ταμεία θα τελειώνει.

Αναμφισβήτητα πολλά θα κριθούν λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 15 – 17 Απριλίου, οπότε και πραγματοποιείται στην Ουάσιγκτον η εαρινή Σύνοδος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο επίκεντρο της οποίας θα βρεθεί για μια ακόμη φορά το ελληνικό πρόβλημα.

Δεν πείθονται οι δανειστές από το... πλεόνασμα

Το οικονομικό επιτελείο απεύχεται φυσικά να φτάσει μέχρι εκεί και γι'' αυτό προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει τους δανειστές ότι τα οικονομικά μεγέθη βαίνουν καλώς. Προσπάθειες που πέφτουν πάντως στο κενό, αφού και η «επιχείρηση» να πειστεί το κουαρτέτο ότι στο δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου επιτεύχθηκε πρωτογενές πλεόνασμα, όχι μόνο 1 δισ. ευρώ που ήταν ο στόχος αλλά 3 δισ. ευρώ, δεν έχουν αποφέρει «καρπούς».

Οι δανειστές, πολύ απλά, δεν πείθονται διότι γνωρίζουν ότι τα 2 δισ. ευρώ δεν προέκυψαν λόγω της καλής πορείας της οικονομίας, αλλά διότι το δημόσιο «πάγωσε» πληρωμές 1 δισ. ευρώ που έπρεπε να κάνει, ενώ και το 1 δισ. επιπλέον έσοδα προέρχεται κατά 85% από έσοδα του ΠΔΕ, δηλαδή από κοινοτικά κονδύλια, αλλά και από το «δώρο» των 350 εκατ. από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έδωσε φέτος 100% μεγαλύτερο μέρισμα σε σχέση με πέρυσι.

Αιχμές Τσακαλώτου για επιπλέον αύξηση φόρων

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχει ήδη προϊδεάσει για τα χειρότερα, αφού, όπως δήλωσε, το δημοσιονομικό κενό θα κλείσει είτε με αλλαγές στη φορολογία εισοδήματος, είτε και με άλλα μέτρα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο και για αυξήσεις στην έμμεση φορολογία.

Άλλωστε οι μεγάλες επιβαρύνσεις στην άμεση φορολογία είναι πλέον δεδομένες, αφού οριστική είναι η μείωση του αφορολογήτου ορίου που θα προσθέσει νέα βάρη και στα πολύ χαμηλά εισοδήματα, η αύξηση της φορολογίας των εισοδημάτων από ενοίκια (επιπλέον 142,2 εκατ. ευρώ), καθώς και η αύξηση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης με ανώτατο συντελεστή 10%.

Απομένει να διευκρινιστεί ποιο θα είναι το καθεστώς φορολόγησης των αγροτών και από πού θα βρεθούν για φέτος 32 εκατ. ευρώ, αλλά και το πώς θα διαμορφωθούν οι νέοι συντελεστές φορολόγησης μισθωτών, συνταξιούχων, αλλά και ελευθέρων επαγγελματιών, δηλαδή εάν οι επιβαρύνσεις θα ξεκινούν από τους «πλούσιους» των 22.000 ευρώ ή των 25.000 ευρώ, που κρίνονται από το ύψος που θα οριστεί το νέο αφορολόγητο όριο.