Εάν θα επιχειρούσαμε να παρομοιάσουμε τις μικρές επιχειρήσεις με έναν ταύρο, τότε σίγουρα το κόκκινο πανί θα ήταν οι φορολογικές αρχές και το τραπεζικό σύστημα. Οι φορολογικές αρχές, διότι τους «παίρνουν τα λεφτά» και το τραπεζικό σύστημα, διότι «δεν τους δίνει λεφτά».
Μέσα από αυτήν την οπτική γωνία οι μικρές επιχειρήσεις εμφανίζουν δυο διαφορετικές εικόνες από την πραγματική, όταν έρχονται σε επαφή με την εφορία και την τράπεζα. Απέναντι στην εφορία προσπαθούν να αποκρύψουν τα πραγματικά τους μεγέθη με σκοπό τη φοροδιαφυγή. Διότι τους φόρους τους οποίους θα έπρεπε να καταβάλουν προς το Δημόσιο, τους χρησιμοποιούν είτε ως άτοκο κεφάλαιο κίνηση, είτε ως αφορολόγητο εισόδημα, αφού συχνά το ταμείο της επιχείρησης είναι συγκοινωνούν δοχείο με το πορτοφόλι του επιχειρηματία.
Αντιθέτως απέναντι στην τράπεζα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις προσπαθούν να πείσουν τις επιτροπές δανειοδοτήσεων για την ύπαρξη και άλλων με εμφανιζόμενων στις λογιστικές καταστάσεις εισοδημάτων, χωρίς ωστόσο να προσφέρουν επαρκείς εγγυήσεις που να πιστοποιούν την προσωπική οικονομική ευρωστία των επιχειρηματιών.
Με δυο λόγια, η πραγματική εικόνα της πλειονότητα των μικρών επιχειρήσεων, δεν έχει σχέση με αυτήν που παρουσιάζεται προς τος φορολογικές αρχές και τις τράπεζες. Με δυο λόγια, «δεν είμαστε αυτό που δηλώνουμε». Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ακριβής καταγραφή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και της οικονομικής πραγματικότητας των μεγεθών και των δεικτών.
Και δεν είναι τυχαίο, το γεγονός ότι μόλις 4.500 φυσικά και νομικά πρόσωπα βρέθηκαν να αμφισβητούν τον τεκμαρτό τρόπο προσδιορισμού των εισοδημάτων τους. Είτε διότι τα πραγματικά τους εισοδήματα ήταν αισθητά υψηλότερα οπότε εκ των πραγμάτων κατέβαλαν χαμηλότερους φόρους, είτε διότι φοβήθηκαν να υποστούν ένα ενδελεχή φορολογικό έλεγχο που θα αποκάλυπτε ίσως κι άλλες σχετικές αμαρτίες.
Πορευόμαστε λοιπόν με ψεύτικη εικόνα, για όσο καιρό αυτό θα είναι ακόμα δυνατόν, καθώς αφενός η χρήση της τεχνολογίας αποτρέπει τη διαιώνιση του σπορ της φοροδιαφυγής και αφετέρου ο αποκλεισμός από το τραπεζικό σύστημα καθιστά δυσχερή την ανάπτυξη των μικρών επιχειρήσεων.
Διαβάζουμε συχνά για τη μικροεπιχειρηματικότητα της ευκαιρίας ή την επιχειρηματικότητα εξ ανάγκης. Δηλαδή για την επιχειρηματικότητα που ξεκινά από ένα ορατό παράθυρο ευκαιρίας, όπως ήταν κάποτε για παράδειγμα τα video clubs, οι ΕΛΔΕ, τα καταστήματα πώλησης προϊόντων frozen yogurt ή ακόμα και τα e-shops. Ή για την επιχειρηματικότητα που ξεκινά, επειδή κάποιος έμεινε άνεργος ή επειδή κάποιος άλλος δεν βρίσκει μισθωτή απασχόληση.
Μιλάμε δηλαδή για μια επιχειρηματικότητα με σαφή ημερομηνία λήξης, αφού είναι άκρως ευάλωτη απέναντι στη μεταβλητότητα του οικονομικού περιβάλλοντος. Και όμως, ο φόβος των μικρών επιχειρήσεων δεν είναι αυτός. Δεν είναι το γεγονός ότι πορεύονται με βάρκα την ελπίδα. Αλλά ότι «μέσα στα πόδια τους μπλέκεται η εφορία» και ότι το τραπεζικό σύστημα τις κοιτάζει από μακριά.
Εστιάζοντας με αυτόν τον τρόπο στη με κάθε - θεμιτό και αθέμιτο - τρόπο επιβίωση τους, θεωρώντας ότι όλο το περιβάλλον γύρω τους είναι εχθρικό. Υποστηρίζοντας ότι η καταβολή φόρων αφαιρεί χρήμα από την αγορά, λες και οι ανάγκες αποπληρωμής των κρατικών δανείων θα καλυφθούν από κάπου αλλού και ότι οι δαπάνες λειτουργίας του κράτους θα ικανοποιούνται από το λεφτόδεντρο. Και όχι από αυτούς που παράγουν πλούτο.
Είναι οι φόροι υψηλοί; Ναι, είναι. Θα θέλαμε να είναι χαμηλότεροι; Ναι, θα θέλαμε. Θα πρέπει να μειωθούν; Ναι, θα πρέπει. Είναι μεγάλο και δαπανηρό το κράτος; Ναι, είναι. Θα πρέπει να μειωθεί; Ναι, θα πρέπει.
Ωστόσο, η πολιτεία βαδίζει με βάση ένα συγκεκριμένο πλάνο. Να δημιουργεί μακροπρόθεσμα και συστηματικά, ήπια και ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα, με στόχο τη μεσοπρόθεσμη ήπια πτωτική τροχιά του δημοσίου χρέους. Να αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες και τα δημόσια έσοδα με χαμηλότερο ρυθμό από την αύξηση του ΑΕΠ. Να ενισχύει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, σε αντιδιαστολή με τις γενικές λειτουργικές ή συνταξιοδοτικές δαπάνες.
Και όσον αφορά τα έσοδα, να διευρύνει τη φορολογική βάση, έτσι ώστε να κατανέμονται δικαιότερα τα βάρη, με στόχευση στις ηλεκτρονικές πληρωμές, σε αντιδιαστολή με την υπέρμετρα επιβαρυμένη μισθωτή εργασία.
Οι σχέσεις μικρών επιχειρήσεων και τραπεζικού συστήματος είναι κι αυτές προβληματικές. Χωρίς ωστόσο την ευθύνη να τη φέρουν οι τράπεζες. Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα έχει αφήσει πίσω του τις δύσκολες μαύρες ημέρες. Οι τράπεζες έχουν εξυγιανθεί και έχουν περάσει σε κερδοφορία. Οι διεθνείς αγορές χρήματος είναι πλέον προσβάσιμες για τις τράπεζες. Και η δουλειά των τραπεζών είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Εκεί άλλωστε εστιάζεται κατά βάση η τραπεζική κερδοφορία. Δηλαδή πάνω στη διαφορά των επιτοκίων.
Οι ρυθμοί της πιστωτικής επέκτασης είναι ισχυροί. Ωστόσο σύμφωνα με τις μικρές επιχειρήσεις, η επέκταση που καταγράφεται δεν τις αφορά, αφού οι δανειοδοτήσεις κατευθύνονται προς τις μεγάλες επιχειρήσεις. Και αυτό είναι αληθές. Λιγότερο από το 10% των επιχειρήσεων έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα. Το υπόλοιπο 90% αδυνατεί να δανειοδοτηθεί, διότι το μέγεθος τους και η εικόνα των λογιστικών τους καταστάσεων, των περιουσιακών τους στοιχείων και των προοπτικών τους, τις θέτει εκτός πλαισίου χρηματοδότησης.
Το μικρό μέγεθος διορθώνεται μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, που απαιτούν βαθιές «πολιτισμικές αλλαγές». Η βελτίωση της εικόνας των λογιστικών καταστάσεων προϋποθέτει την καταβολή υψηλότερων φόρων. Δηλαδή και τα δυο βασικά εμπόδια, μπορούν να ξεπεραστούν από τους ίδιους τους επιχειρηματίες και μόνο.
Επομένως, όπως διαπιστώνουμε το «δεν είμαστε αυτό που δηλώνουμε», δεν επιτρέπει στις μικρές εταιρείες να βρεθούν εντός τραπεζικού νυμφώνα και ταυτόχρονα τις υποχρεώνει να ισορροπούν επικίνδυνα στις σχέσεις τους με τις φορολογικές αρχές.