Σε υποβάθμιση των προβλέψεών του για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας προχώρησε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σε νέα έκθεσή του υποστηρίζοντας πως το 2016 θα κινηθεί στα ίδια επίπεδα με αυτά του 2015, σημειώνοντας το χαμηλότερο ρυθμό των τελευταίων πέντε ετών.
Συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ εξηγεί πως οι τομείς του εμπορίου και των επενδύσεων είναι υποτονικοί, ενώ τα χαμηλά επίπεδα της ζήτησης οδηγούν σε χαμηλό πληθωρισμό, ανεπαρκείς μισθούς και ανάπτυξη της απασχόλησης.
Η υποβάθμιση του παγκόσμιου outlook από την προηγούμενη έκθεση το Νοέμβριο του 2015 είναι ευρεία, και επεκτείνεται τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με τη μεγαλύτερη επίδραση να αναμένεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωζώνη και τις οικονομίες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές εμπορευμάτων, όπως η Βραζιλία και ο Καναδάς.
Οι κίνδυνοι δημοσιονομικής αστάθειας είναι σημαντικοί, όπως αποδεικνύεται από τις πρόσφατες μειώσεις στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων παγκοσμίως, ενώ η αυξανόμενη ευπάθεια ορισμένων αναδυόμενων οικονομίων θα μεταβάλει τις ροές κεφαλαίου και τις επιπτώσεις του υψηλού εσωτερικού χρέους.
«Οι προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης έχουν σχεδόν μηδενιστεί, τα πρόσφατα μακροοικονομικά μεγέθη είναι απογοητευτικά, ενώ τα στοιχεία δείχνουν μια επιβράδυνση της ανάπτυξης των μεγάλων οικονομιών, παρά την ώθηση από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου και τα χαμηλά επιτόκια», αναφέρει η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Catherine L. Mann.
«Δεδομένου των σημαντικών καθοδικών κινδύνων που υπάρχουν, λόγω της αστάθειας του χρηματοπιστωτικού τομέα και του χρέους των αναδυόμενων οικονομιών, χρειάζεται επειγόντως μια ισχυρότερη συλλογική πολιτική προσέγγιση, η οποία θα επικεντρώνεται στη μεγαλύτερη χρήση δημοσιονομικών και αναπτυξιακών διαρθρωτικών πολιτικών για την ενίσχυση της ανάπτυξης και την ελάττωση των χρηματοοικονομικών κινδύνων».
Συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ εκτιμά πως το παγκόσμιο ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3% το 2016, και κατά 3,3% το 2017. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι χαμηλότερες από το μέγεθος που θα αναμενόταν για αναπτυγμένες οικονομίες που βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης.
Η αμερικανική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί 2% φέτος και 2,2% το 2017, ενώ το Ην. Βασίλειο θα αναπτυχθεί κατά 2,1% φέτος και κατά 2% το επόμενο έτος. Στον Καναδά, η ανάπτυξη εκτιμάται στο 1,4% φέτος και 2,2 το 2017, ενώ η Ιαπωνία εκτιμάται πως θα αναπτυχθεί 0,8% και 0,6% αντίστοιχα.
Για το 2016 και 2017 αντίστοιχα, η οικονομία της ευρωζώνης αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 1,4% και 1,7%, η Γερμανία κατά 1,3% και 1,7%, η Γαλλία κατά 1,2% και 1,5%, ενώ η Ιταλία κατά 1% και 1,4%.
Η Κίνα ενώ αναμένεται να συνεχίσει την εξισορρόπηση της οικονομίας από τη μεταποίηση στις υπηρεσίες εκτιμάται πως θα αναπτυχθεί κατά 6,5% το 2016 και κατά 6,2% το 2017. Η Ινδία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ισχυρά, με ρυθμό 7,4% το 2016 και κατά 7,3% το 2016. Αντίθετα, η οικονομία της Βραζιλίας εμφανίζει βαθιά ύφεση και αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 4% φέτος, ενώ τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης ίσως φανούν το 2017.
Το ενδιάμεσο Οικονομικό Outlook του ΟΟΣΑ ζητά ισχυρότερή πολιτική αντίδραση και αλλαγή μίγματος πολιτικών για την αντιμετώπιση της αδύναμης ανάπτυξης πιο αποτελεσματικά. Επισημαίνει, επίσης, ότι η νομισματική πολιτική από μόνη της έχει αποδειχθεί ανεπαρκής στις προσπάθειες τόνωσης της ζήτησης, ενώ οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις είναι περιοριστικές για αρκετές από τις μεγάλες οικονομίες προκαλώντας επιβράδυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ο ΟΟΣΑ τονίζει πως οι νομισματικές πολιτικές θα πρέπει να παραμείνουν ευέλικτες στις αναπτυγμένες οικονομίες, μέχρι ο πληθωρισμός να δείξει σαφή σημάδια ότι κινείται προς τους επίσημους στόχους. Στις αναδυόμενες οικονομίες, η νομισματική στήριξη θα πρέπει να παρέχεται όπου είναι δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του πληθωρισμού και τις αντιδράσεις της αγοράς κεφαλαίων.
Η Έκθεση τονίζει ότι απαιτείται μια ισχυρότερη αντίδραση της δημοσιονομικής πολιτικής σε συνδυασμό με ανανεωμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για να στηριχθεί η ανάπτυξη και να παρέχει ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για την καινοτομία, την παραγωγικότητα και την αλλαγή, ειδικά στην Ευρώπη.
«Με τις κυβερνήσεις πολλών χωρών να μπορούν να δανείζονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε πολύ χαμηλά επιτόκια, υπάρχει χώρος για δημοσιονομική επέκταση προς ενίσχυση της ζήτησης με έναν τρόπο σύμφωνο με τη δημοσιονομική βιωσιμότητα», δήλωσε η κ. Mann. «Η έμφαση πρέπει να δοθεί σε πολιτικές με ισχυρά βραχυχρόνια οφέλη οι οποίες συμβάλουν στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Μια δέσμευση για την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων θα τόνωνε τη ζήτηση και θα στήριζε τη μελλοντική ανάπτυξη».