Οι 2.000 μονάδες και το κραχ του ’99
Xρηματιστήριο Αθηνών

Οι 2.000 μονάδες και το κραχ του ’99

Στο Χρηματιστήριο Αθηνών, υπάρχουν δύο απόλυτα διακριτές κατηγορίες επενδυτών. Αυτοί που το ζουν από μέσα και αυτοί που το παρακολουθούν από έξω. 

Οι πρώτοι είναι αυτοί που είτε ανέλαβαν το ρίσκο της πολιτικής και οικονομικής στροφής του 2019, είτε ακολούθησαν μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα και αφού διέκριναν την αλλαγή κλίματος από το εξωτερικό, όσον αφορά την οπτική των ξένων θεσμικών επενδυτών, απέναντι στην εγχώρια κεφαλαιαγορά. 

Οι δεύτεροι παρακολουθούν τις αλλαγές στο Χρηματιστήριο Αθηνών, διαβάζουν τις αναβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης, βλέπουν τις εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, μελετούν τα deals και τις επιχειρηματικές συμφωνίες, ωστόσο δεν πιστεύουν αυτά που βλέπουν μπροστά στα μάτια τους.

Έτσι οι δεύτεροι παραμένουν όμηροι του φόβου τους και των αμφιβολιών τους, που οφείλονται στις αρνητικές εμπειρίες ή διηγήσεις από το μακρινό ’99. Παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν», όπου αντί για τα τρένα, οι πρωταγωνιστές παρακολουθούν αδρανείς τις ανοδικές κινήσεις των μετοχών.

Τι κοινό χαρακτηριστικό έχει η διετία 1998-1999, με την πενταετία 2020-2025; Τις υπεραποδόσεις του Γενικού και του Τραπεζικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, που πράγματι θυμίζουν άλλες εποχές. Και τίποτα άλλο.

Τι διαφορές έχει η περίοδος 2020–2025 από τη διετία 1998-1999;

Η πρώτη διαφορά είναι η χρονική διάρκεια. Η διετία 1998-1999 ήταν ένα σύντομο πυροτέχνημα. Ενώ τώρα την πενταετία που διανύουμε, το Χρηματιστήριο Αθηνών πέρασε δια πυρός και σιδήρου μέσα από την κρίση του covid, μέσα από την ενεργειακή κρίση μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, μέσα από την πλήρη διατάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, μέσα από τις εξαγγελίες και τις παλινωδίες της επιβολής εμπορικών δασμών από την πλευρά των ΗΠΑ, μέσα από την ένταση της Μέσης Ανατολής και μέσα από άλλα σημαντικά γεγονότα.

Με δυο λόγια, η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά, έχει περάσει μέσα από δοκιμασίες και διακυμάνσεις, δίχως ωστόσο να απωλέσει σε κανένα χρονικό σημείο τον θετικό προσανατολισμό της. Εμφανίζοντας μια πρωτοφανή ανθεκτικότητα, με ρευστοποιήσεις, με κατοχύρωση κερδών, με επανατοποθετήσεις και πάει λέγοντας. 

H δεύτερη διαφορά έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά. Στο χρηματιστήριο του 2025 δεν υπάρχουν, «πληροφορίες», «παπαγαλάκια», απίστευτοι σύμβουλοι των 1000+ ΕΛΔΕ, όπως το 1999. Σήμερα υπάρχουν αναλύσεις, μελέτες, εκθέσεις και αναβαθμίσεις. 

Η τρίτη διαφορά έχει και ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Σήμερα δεν υπάρχουν 1 εκατ. χρηματιστηριακοί «παίκτες» που θέλουν να γίνουν πλούσιοι αύριο. Ένα εκατ. πολίτες που είχαν δει φως και είχαν εισέλθει στον μαγικό και εξωτικό χώρο της Σοφοκλέους, το ’99. Αντιθέτως υπάρχουν 35 χιλιάδες ώριμοι εγχώριοι επενδυτές και θεσμικοί επενδυτές από το εξωτερικό, οι οποίοι προσφέρουν ευστάθεια στο σύστημα. Και οι ξένοι επενδυτές είναι στην πλειοψηφία τους πράγματι ξένοι και όχι Έλληνες που επενδύουν στο Χρηματιστήριο Αθηνών, μέσα σχημάτων με έδρα στον εξωτερικό. Παράλληλα, αυτό που συμβαίνει σήμερα στο Χρηματιστήριο, δεν περνάει καν σαν γεγονός στα κεντρικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα τηλεοπτικά κανάλια. Το Χρηματιστήριο κινείται αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες.

Η τέταρτη μεγάλη διαφορά είναι ότι στο χρηματιστήριο πλέον δεν επωάζονται υποθετικά και ευφάνταστα «σενάρια», όπως το ’99. Όπου η Fanco «αγόραζε» την Benetton, η Iντεάλ «εξαγόραζε» την AOL, η Laidlaw γινόταν «στρατηγικός επενδυτής» στον Τασόγλου και στην Ηλέκτρα, η Intersat έμπαινε σε «διαστημικά προγράμματα» και ο ΔΟΛ «συγχωνευόταν» με τους New York Times. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας έχουν γίνει πραγματικά deals. Πραγματικές εξαγορές, συγχωνεύσεις και συνεργασίες, με ισχυρό χρηματιστηριακό, επενδυτικό και επιχειρηματικό αποτύπωμα. 

Η πέμπτη μεγάλη διαφορά είναι ότι οι κινήσεις σήμερα στο Χρηματιστήριο Αθηνών, βασίζονται σε πραγματικά κεφάλαια, σε μια πραγματική ρευστότητα και σε σημαντικές εισροές που διοχετεύονται από την πλευρά των αγοραστών στον καθημερινό όγκο συναλλαγών. Δεν υπάρχει ούτε «αέρας», ούτε «Τ+15», ούτε «δάνεια επ’ ενεχύρω χρεογράφω» σε μυθικές αποτιμήσεις. Δηλαδή σήμερα στο χρηματιστήριο, επενδύεται και ρισκάρεται πραγματικό χρήμα.

Τέλος, η ουσιαστική διαφορά του ‘20-‘25 από το ‘98-’99 είναι η παντελής απουσία παρεμβάσεων αφενός από την πλευρά της κυβέρνησης και αφετέρου από την πλευρά παραγόντων της αγοράς. Η χρηματιστηριακή αγορά δεν χειραγωγείται ούτε από την κυβέρνηση, ούτε από τον κομματικό μηχανισμό της Νέας Δημοκρατίας, ούτε από τραπεζίτες ή μεγαλοεπιχειρηματίες. Όλοι θυμόμαστε τι γινόταν το ’99 επί ΠΑΣΟΚ.

 Πολύ κοντά λοιπόν στις 2000 μονάδες ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, με την εικόνα να συνοδεύεται από μια διάχυση σε μικρότερους μετοχικούς τίτλους της περιφέρειας. Οι στόχοι που τίθενται από τους χρηματιστηριακούς αναλυτές βρίσκονται στα επίπεδα των 2075, 2150 και 2200 μονάδων, χωρίς να αποκλείεται στο ενδιάμεσο μια διόρθωση, της οποίας τα «κάτω όρια» δεν θα πρέπει να διαρρήξουν καθοδικά τις 1938 μονάδες σε πρώτη φάση και τις 1880 μονάδες σε δεύτερη φάση. Επίπεδα τιμών που αποτελούν ισχυρές στηρίξεις. 

Το ερώτημα για τους επενδυτές που είναι «μέσα» στην αγορά, είναι το εάν αυτό το ανοδικό +10% με +15% που απομένει σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες αναλύσεις και εκθέσεις, δικαιολογεί το ρίσκο της παραμονή τους στην αγορά, μετά από αποδόσεις της τάξης του +100%, του +150% και του +200%. Και το εάν η αναμενόμενη αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών, μπορέσει να ωθήσει τις τιμές – στόχους του Γενικού Δείκτη και των μετοχών σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα.

Το ερώτημα για τους επενδυτές που βρίσκονται «εκτός», είναι ακόμα πιο δύσκολο. Διότι όταν θεωρούσαν το Χρηματιστήριο ακριβό στις 700 μονάδες, στις 1000 μονάδες και στις 1500 μονάδες, είναι εξαιρετικά δύσκολο να το θεωρήσουν φθηνό, σήμερα στις παρυφές των 2000 μονάδων.