Του Γιώργου Φιντικάκη
Το φθινόπωρο του 2017 βρίσκει την οικονομία σε μια φάση, όπου στα παλιά προβλήματα, αυτά προ κρίσης, δηλαδή την μη αποδοτική δημόσια διοίκηση, την γραφειοκρατία, τις κλειστές αγορές, έχει προστεθεί ένα βουνό με καινούργια, δηλαδή η υπερφορολόγηση, τα κόκκινα δάνεια, η προβληματική τραπεζική χρηματοδότηση. Ο ελέφαντας στο δωμάτιο έχει μεγαλώσει.
Το ερώτημα επομένως στο οποίο ουδείς μπορεί να δώσει πειστικές απαντήσεις, είναι πως μια τέτοια οικονομία μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να αναπτυχθεί; Η απάντηση είναι προφανής. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος πίσω από τους κυβερνητικούς αντιπερισπασμούς των τελευταίων ημερών, οι οποίοι και θα ενταθούν.
Το πιθανότερο σενάριο για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα τους επόμενους μήνες είναι ότι η κυβέρνηση θα αγνοήσει τις σειρήνες που την καλούν να οδεύσει σε μια συγκρουσιακή διαπραγμάτευση, και θα επιχειρήσει, έστω με θυσίες, να κλείσει την αξιολόγηση το γρηγορότερο δυνατό. Είναι ο μόνος δρόμος που της έχει μείνει ανοικτός, προκειμένου να πείσει τους επενδυτές στους οποίους προσβλέπει για μια καθαρή έξοδο από το μνημόνιο το καλοκαίρι του 2018.
Το σενάριο αυτό λοιπόν προβλέπει ότι προς ανακούφιση των δανειστών που έχουν κάθε λόγο να στηρίζουν την μακροημέρευση της κυβερνώσας παράταξης - αφού έχει αποδειχθεί πολύ πιο συνεργάσιμη απ' ότι περίμεναν - πιστωτές και Μαξίμου θα βάλουν τον Οκτώβριο μερικές ακόμη υπογραφές στις εκκρεμότητες, και θα πανηγυρίσουν για την ανάπτυξη που έρχεται. Μια ανάπτυξη με υπερφορολόγηση, χωρίς χρηματοδότηση, όλα τα ζητήματα άλυτα, και με διαλυμένους τους θεσμούς. Η αίσθηση που υπάρχει στην πραγματική οικονομία είναι ότι με τέτοιους όρους, η Ελλάδα δεν μπορεί να δώσει ανάπτυξη.
Το έχουν αρχίσει να το παραδέχονται μέχρι και οι Γερμανοί, που παρ'' ότι η επιτυχία του μνημονίου λειτουργεί προς το δικό τους συμφέρον, αναγνωρίζουν ότι ο λόγος που οι ελληνικές τράπεζες δεν δίνουν δάνεια οφείλεται στην ακριβή χρηματοδότηση από την ΕΚΤ. Το επισημαίνει σε πρόσφατο άρθρο της η FAZ, αναφέροντας ότι «οι ελληνικές τράπεζες ασχολούνται περισσότερο με το να επιχειρούν να περιορίσουν τα βουνά των κόκκινων δανείων και την ακριβή χρηματοδοτική βοήθεια της ΕΚΤ από το να διαθέτουν μεγάλα δάνεια».
Αναγνωρίζοντας ο συντάκτης του άρθρου ότι η πιο αδύναμη οικονομία της ευρωζώνης είναι αντιμέτωπη με ακριβή χρηματοδότηση, καταρρίπτει τον μύθο που καλλιεργούν οι ίδιοι οι δανειστές για την επιτυχία των μνημονίων. Φαινόμενα ανάπτυξης χωρίς χρηματοδότηση στην παγκόσμια ιστορία είναι ελάχιστα. Και η χρηματοδότηση μέσω του ELA έχει ημερομηνία λήξης.
Μια χώρα όμως για να μπει σε φουλ χρηματοδότηση, πρέπει να είναι «investment grade» και θα περάσουν αρκετά ακόμη χρόνια προκειμένου η Ελλάδα να αποκτήσει τέτοιο βαθμό. Σαφώς και είναι λάθος η χαλαρή νομισματική πολιτική να δίνει χρήματα στον πλούσιο Βορρά ο οποίος δεν τα έχει ανάγκη, παρά στην πιο αδύναμη οικονομία της ευρωζώνης. Στον αντίποδα όμως ποιος θα τολμούσε να πει στους ευρωπαίους φορολογούμενους ότι πρέπει να συνεχίσουν να πληρώνουν για την Ελλάδα; Οτιδήποτε διαφορετικό θα θεωρούνταν δημοσιονομική μεταβίβαση, θα αλλοίωνε δηλαδή την πραγματική εικόνα των ελληνικών ελλειμμάτων , κάτι που προφανώς δεν επιτρέπεται.
Όσο και να μας παραμυθιάζει η κυβέρνηση, ο ελέφαντας όχι μόνο έχει εγκατασταθεί στο δωμάτιο, αλλά και θα μείνει. Το ζήτημα είναι ότι αν δεν επιτρέψουν μέρος από τα 40 δισ ευρώ καταθέσεων στις τράπεζες, και αυτές δεν διαχειριστούν τα κόκκινα δάνεια, θα πρέπει να ξεχάσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η σχέση δανείων προς καταθέσεις βρίσκεται στο 115%, και αν δεν ανατραπεί, νέα δάνεια δεν πρόκειται να εκταμιευθούν. Δίχως δανεισμό, ανάπτυξη δεν νοείται.
Την ίδια στιγμή η συζήτηση για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών λειτουργεί διαλυτικά. Η κουβέντα που διεξάγεται δημοσίως, και θα κορυφωθεί τον Οκτώβριο, με επίκεντρο τις δυνητικές κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών είναι καθοριστική όχι μόνο επειδή δρα ανασταλτικά στην προσπάθεια ανάκτησης της εμπιστοσύνης, αλλά και για την τοξικότητα που συνεπάγεται σε πολιτικό επίπεδο.
Τα παραπάνω δεν καλύπτονται πίσω από ψεύτικες παροχές. Το ίδιο ισχύει για τις πολιτικές άμεσης απόδοσης, όπως η απελευθέρωση αγορών και προϊόντων, η χαμηλότερη φορολογία, τα κίνητρα, η απλοποίηση αδειοδοτικών διαδικασιών, η κατάργηση ειδικών προνομίων, η ταχύτερη δικαιοσύνη, η μείωση του μεγέθους του Δημοσίου.
Δύσκολα πράγματα όλ'' αυτά, που δεν επιλύονται με μερικές υπογραφές κάτω από την τρίτη αξιολόγηση.