Το Νόμπελ Οικονομίας και η περίπτωση της Ελλάδας
Shutterstock
Shutterstock

Το Νόμπελ Οικονομίας και η περίπτωση της Ελλάδας

Είναι διάχυτη η εντύπωση, ότι η απονομή των Νόμπελ δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική  ζωή και ότι αφορά κάποιους επιστήμονες σε κλειστά εργαστήρια, παρέα με δοκιμαστικούς σωλήνες, σε ένα ασηπτικό και απομονωμένο περιβάλλον. Η αλήθεια είναι εντελώς, μα εντελώς, διαφορετική. Τρανή απόδειξη η φετινή απονομή του Νόμπελ Οικονομίας, δηλαδή του Βραβείου της Sveriges Riksbank στις Οικονομικές Επιστήμες στη Μνήμη του Alfred Nobel. Η οποία αφορά οικονομικές έρευνες που είναι εξαιρετικά επίκαιρες, με προβολή ακόμα και στην ελληνική πολιτική, οικονομική και επιχειρηματική πραγματικότητα. 

Οι Joel Mokyr, Philippe Aghion και Peter Howitt κέρδισαν φέτος το Βραβείο της Sveriges Riksbank στις Οικονομικές Επιστήμες στη Μνήμη του Alfred Nobel, για την ερευνητική εργασία τους σχετικά με τον τρόπο που η καινοτομία και οι δυνάμεις της «δημιουργικής καταστροφής» μπορούν να ωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη και να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών σε παγκόσμια κλίμακα.

Τον όρο της «δημιουργικής καταστροφής», τον είχε εμπνευστεί και αναπτύξει ο Αυστριακός οικονομολόγος Joseph Schumpeter στο βιβλίο του «Capitalism, Socialism and Democracy» το 1942. Επιθυμώντας τότε να περιγράψει τη διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι καινοτόμες επιχειρήσεις και τεχνολογίες αντικαθιστούσαν παλαιότερες τεχνολογίες, επιχειρήσεις ή βιομηχανίες, οδηγώντας σε οικονομική πρόοδο μέσω καταστροφής του παλαιού. Δημιουργώντας ταυτόχρονα νέες ευκαιρίες, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. 

Η Σουηδική Ακαδημία Επιστημών απένειμε το Νόμπελ Οικονομίας στους κορυφαίους οικονομολόγους, αναγνωρίζοντας την πρωτοποριακή τους συνεισφορά στη μελέτη της καινοτομίας και της «δημιουργικής καταστροφής» ως κινητήριων δυνάμεων της οικονομικής ανάπτυξης. Οι τρεις νομπελίστες μέσα από δεκαετίες έρευνας, απέδειξαν ότι η τεχνολογική πρόοδος και η δυναμική αντικατάστασης των παρωχημένων δομών από νέες, οδηγούν σε καλύτερα επίπεδα διαβίωσης, σε καλύτερα συστήματα υγείας και καλύτερη ποιότητα ζωής παγκοσμίως.

Ο Joel Mokyr, υποστηρίζει ότι η καινοτομία ευδοκιμεί όταν υπάρχει ανοιχτή πρόσβαση στη γνώση, όταν υπάρχουν θεσμοί που προστατεύουν την ιδιοκτησία πνευματικών δικαιωμάτων και όταν υπάρχει ένας κύκλος εμπιστοσύνης μεταξύ επιχειρηματιών, επιστημόνων και πολιτικών. Πιστεύει ότι ο κινητήριος μοχλός της καινοτομίας είναι η ύπαρξη ενός πολιτισμού ανάπτυξης, αναφέροντας ως παράδειγμα τη Βιομηχανική Επανάσταση.

Η δημιουργική καταστροφή, για τον Mokyr, εκδηλώνεται ως σταδιακή «υπονόμευση» των παραδοσιακών βιοτεχνιών από μηχανές, όπως ήταν για παράδειγμα οι ατμομηχανές που εξαφάνισαν τη χειρονακτική εργασία, γεννώντας παράλληλα τις βιομηχανίες μαζικής παραγωγής. Σύμφωνα με τον ίδιο, η καινοτομία δεν είναι απλώς τεχνολογική, αλλά και θεσμική. Γεγονός που πιστοποιήθηκε με την πανδημία COVID-19, η οποία επιτάχυνε τη δημιουργική καταστροφή μέσω ψηφιακών τεχνολογιών, όπως για παράδειγμα είναι τα mRNA εμβόλια, που ανέτρεψαν τις υπάρχουσες φαρμακευτικές δομές. 

Η θεσμική βαρύτητα της καινοτομίας, αποδεικνύεται και από την άρνηση και αντίσταση απέναντι στην αλλαγή, που εμφανίζουν ισχυρά συμφέροντα που περιχαρακώνονται πίσω από παγιωμένα στερεότυπα, επωφελούμενα από την αδράνεια και διατήρηση του status quo. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Mokyr υποστηρίζει την ανάγκη υιοθέτησης μας κουλτούρας και ενός πολιτισμού, που να ενθαρρύνουν την καινοτομία και την προσαρμογή στο καινούργιο.

Οι Philippe Aghion και Peter Howitt στα μοντέλα ανάπτυξής τους, μετρούν τους ρυθμούς με τους οποίους οι νέες εφευρέσεις απορροφούν μερίδιο αγοράς από τις παλαιότερες παγιωμένες διαδικασίες και λειτουργίες. Αυτό οδηγεί σε υψηλότερη παραγωγικότητα και ανάπτυξη, αλλά και σε ανισότητες. Καθώς οι εργαζόμενοι των κλάδων που εκτοπίζονται αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της ανεργίας και η ιστορία είναι γεμάτη από σχετικά παραδείγματα. Στα μοντέλα τους εξηγούν ότι η ανταγωνιστικότητα ενισχύει την καινοτομία, και ότι οι χώρες με ισχυρή προστασία πνευματικών δικαιωμάτων και χαμηλή γραφειοκρατία, έχουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης καινοτόμων πατεντών, καθώς και αισθητά υψηλότερο ακαθάριστο εθνικό προϊόν ανά κάτοικο.

Παράλληλα αναλύουν και τη διασύνδεση ανάμεσα στους θεσμούς και την καινοτομία. Όπως περιγράφουν, οι μεταρρυθμίσεις στο ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο αυξάνουν τις δυνατότητες καινοτομίας. Και ως παράδειγμα φέρνουν το ανανεωμένο πλαίσιο γύρω από την πράσινη μετάβαση που δίνει την δυνατότητα ανάπτυξης νέων τεχνολογιών μέσω της «καταστροφής» της κλασσικής αγοράς ορυκτών καυσίμων. Περιγράφουν όμως και το καθεστώς των «υπερ-ρυθμίσεων» (overregulation)  που πνίγει την καινοτομία και την παραγωγικότητα. Και προειδοποιούν για τις αντίθετες και οπισθοδρομικές δυνάμεις που κυριαρχούν σε κλειστές οικονομίες και σε οικονομίες με υπερβολική συγκέντρωση που κινούν τα νήματα κατά της εισόδου νέων παικτών – ανταγωνιστών στο παιχνίδι. Επιβραδύνοντας ή ακόμα και αποτρέποντας την δημιουργική καταστροφή, εις βάρος της κοινωνίας.

Εκτιμώ ότι μπορούμε να προβάλουμε δίχως προκατάληψη όλα τα ανωτέρω πάνω στη χώρα μας. Σε μια χώρα που αρνείται την έννοια της δημιουργικής καταστροφής, και η οποία παραμένει φοβική απέναντι στην καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα, ακόμα και όταν το τρέχον μοντέλο του προστατευτισμού και των κλειστών αγορών έχει αποδειχτεί πως έχει εξαντλήσει προ πολλού τα περιθώρια του και έχει ξεπερασθεί.

Μια χώρα που λειτουργεί ακόμα με τον κλασσικό τρόπο που έλεγαν κάποτε με ιδιαίτερη υπερηφάνεια οι πρόγονοι μας. «Εγώ έτσι τα παράλαβα και έτσι θα τα παραδώσω». 

Μια χώρα που ανεγείρει αγάλματα αφιερωμένα στην επιχειρηματικότητα με την εστίαση, τα καφέ, τα μπαρ και τα κυλικεία να αντιπροσωπεύουν την επιχειρηματικότητα του 2025, στην κορυφή του αγάλματος. 

Μια χώρα που πελαγοδρομεί, με την πυξίδα κολλημένη στο παρελθόν.