Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το φόβο και την ανασφάλεια που δημιούργησαν τα αλλεπάλληλα πισωγυρίσματα του ΣΥΡΙΖΑ και οι παλινωδίες από το 2015 προσπαθεί να αποβάλλει η πραγματική οικονομία, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να παρουσιάσει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης (μετά από πολύμηνες καθυστερήσεις) ως επιτυχία και την έξοδο στις αγορές (με επιτόκια 2014) ως... μεγάλη επιτυχία.
Η αγορά «διψάει» για κανονικότητα και απαιτεί από την κυβέρνηση να δώσει τέλος στις επιλογές που καθυστέρησαν την ανάκαμψη και επανέφεραν την ύφεση. Τραπεζίτες και επιχειρηματίες απευθύνουν ύστατη έκκληση να ολοκληρωθεί γρήγορα η τρίτη αξιολόγηση που αναμένεται να ξεκινήσει τον Οκτώβριο και να μην υπάρξει επανάληψη των όσων διαδραματίστηκαν κατά τη δεύτερη.
Σήμερα δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Αν οι τράπεζες δεν καταφέρουν να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια δραστικά, κάτι που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να επιτευχθεί «αναίμακτα» σε περιβάλλον αβεβαιότητας, όπως αυτό των πρώτων μηνών του 2017. Σε μία τέτοια περίπτωση θα κληθούν να βρουν κεφάλαια από παντού με ότι αυτό συνεπάγεται για μετόχους και καταθέτες.
«Να μη γίνουμε στο ίδιο έργο θεατές», προειδοποιεί με νόημα ανώτερο τραπεζικό στέλεχος, τονίζοντας ότι οι αρνητικές εξελίξεις για κόκκινα δάνεια και καταθέσεις μέσα στο 2017 θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, αν δεν υπήρχαν επικοινωνιακοί λόγοι για καθυστερήσεις, κάτι το οποίο είναι αδιανόητο για μία χώρα που απεγνωσμένα προσπαθεί να βρει το φως στην άκρη του τούνελ.
Ήταν καλοκαίρι του 2016 όταν η οικονομία δεχόταν τις – έστω ήπιες - θετικές επιδράσεις από την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Οι τράπεζες γίνονταν ξανά «δεκτές» από την «μαμά» ΕΚΤ, η οποία αποφάσισε να τους δίνει ξανά (κατ'' εξαίρεση) φθηνό χρήμα και η πραγματική οικονομία προσπαθούσε να βγάλει από πάνω της όλα τα κακά που έφερε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Κάποιες καταθέσεις επανέρχονταν στο σύστημα – κυρίως λόγω του διαχωρισμού του «νέου» χρήματος με το «παλαιό» και τα «κόκκινα» δάνεια εμφάνιζαν σημάδια σταθεροποίησης.
Μέχρι και ελπίδες για χαλάρωση των capital controls υπήρχαν (οι οποίες μέχρι σήμερα διαψεύδονται κατ'' επανάληψη). Όλα αυτά συνέβαιναν επειδή η πολιτική ηγεσία διαβεβαίωνε ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα ήταν πιο βατή και όλα θα άρχιζαν να κυλούν ομαλά σε μία ήρεμη διαδρομή με προορισμό την κανονικότητα.
Αυτά μέχρι τον Νοέμβριο και τις αρχές Δεκεμβρίου. Γιατί στη συνέχεια άρχισαν πάλι τα... τύμπανα του πολέμου με τους «κακούς» δανειστές, με αποτέλεσμα η αξιολόγηση που θα ολοκληρωνόταν στα μέσα Δεκεμβρίου του 2016 να φτάσει μέχρι τον Ιούνιο του 2017 βάζοντας στην «κατάψυξη» την οικονομία.
Εκτός από το μεγάλο πισωγύρισμα για την οικονομία στο δ'' τρίμηνο του 2016 και στο α'' εξάμηνο του 2017, ένα ακόμη στοιχείο που επιβαρύνει τη θέση της κυβέρνησης είναι ότι δεν κέρδισε κάτι από τις αέναες διαπραγματεύσεις.
Όμως, αρκετά με το παρελθόν. Πλέον, σύσσωμη η πραγματική οικονομία πρέπει να κοιτάξει το μέλλον και να αφήσει πίσω τα λάθη που οδήγησαν στην πρωτοφανή μείωση του ΑΕΠ κατά ένα τρίτο. Για επιχειρήσεις και τράπεζες το ζητούμενο είναι στο εξής να υπάρξουν όλες οι προϋποθέσεις για ανάκαμψη της οικονομίας. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι τέσσερις: α) η διάρκεια, β) η ομαλή συνέχεια, γ) η συνέπεια και δ) η περαιτέρω ενίσχυση της αξιοπιστίας στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του μνημονίου.
Προς επιβεβαίωση των ανωτέρω, η Eurobank, σε πρόσφατη ανάλυσή της χαρακτήρισε «καλή βάση» τις θετικές εξελίξεις των δύο τελευταίων μηνών, για την ενίσχυση της οικονομίας. Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι τα δεδομένα αυτού του διαστήματος δεν πρέπει να δημιουργήσουν κλίμα εφησυχασμού, καθώς ανάλογο κλίμα επικρατούσε και πέρσι αλλά οι εξελίξεις διέψευσαν κάθε προσδοκία για ανάκαμψη.
Ειδικότερα, η Eurobank αναφέρει: Αξίζει να σημειώσουμε ότι και πέρυσι με την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος (Μάιος 2016) είχε καταγραφεί βελτίωση των προσδοκιών, η οποία ωστόσο αποδείχτηκε βραχύβια λόγω των καθυστερήσεων για την ολοκλήρωση της επόμενης αξιολόγησης. Ως γνωστόν, η προαναφερθείσα εξέλιξη είχε κόστος για την οικονομία υπό τη μορφή συρρίκνωσης του πραγματικού ΑΕΠ το 4ο τρίμηνο 2016 (-1,1 QoQ% και -1,0 YoY%).
Στην παρούσα συγκυρία, η κυβέρνηση καλείται να αξιοποιήσει το θετικό momentum. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος κατέγραψε υψηλό 29 μηνών τον Ιούλιο, με τη μεγαλύτερη βελτίωση να σημειώνεται στις κατασκευές και στις υπηρεσίες. Την ίδια ώρα, οι δείκτες εμπιστοσύνης στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών ανήλθαν σε υψηλό 32 μηνών, ενώ αυτοί των καταναλωτών και των κατασκευών διαμορφώθηκαν σε υψηλό 19 και 14 μηνών αντίστοιχα. Η ευκαιρία ίσως είναι μοναδική για να δοθεί ώθηση στην ανάκαμψη, αρκεί να μην υπάρξουν άλλες καθυστερήσεις.