Θετική εξέλιξη για την πιστοληπτική ικανότητα της Εθνικής Τράπεζας χαρακτηρίζει την πώληση του Αστέρα Βουλιαγμένης η Moody''s, σε έκθεσή της με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 2016. Ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι η πώληση ενισχύει τη ρευστότητα και τα κεφάλαια της τράπεζας, ενώ παράλληλα συμβάλει στη μείωση των μη τραπεζικών δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο του πλάνου αναδιάρθρωσης που θα δώσει τη δυνατότητα στη διοίκηση της ΕΤΕ να εστιάσει πλήρως στις βασικές τραπεζικές δραστηριότητες στην Ελλάδα.
Όπως αναφέρει η Moody''s, η ΕΤΕ θα χρησιμοποιήσει τα έσοδα από την πώληση για να μειώσει τη χρηματοδότησή της από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA) της ΤτΕ, που αποτελεί μία από τις βασικές προτεραιότητες για όλες τις ελληνικές τράπεζες. Το ποσό που πρέπει να αποπληρώσει η ΕΤΕ διαμορφωνόταν περί τα 5 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2016, ή περίπου στο 6% του ενεργητικού, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των ελληνικών τραπεζών.
Η ισχυρή καταθετική βάση της Εθνικής και το παραδοσιακά κυρίαρχο δίκτυό της στην ελληνική περιφέρεια στηρίζουν την ισχυρότερη θέση της σε επίπεδο ρευστότητας, με τον δείκτη δανείων προς καταθέσεις να βρίσκεται στο 91% τον Ιούνιο του 2016 όταν ο μέσος όρος των άλλων τριών συστημικών τραπεζών διαμορφώνεται στο 139%.
Επίσης, η πώληση του Αστέρα λειτουργεί υποστηρικτικά στην κεφαλαιακή βάση της Εθνικής, προσθέτοντας περίπου 46 μονάδες βάσης στον δείκτη εποπτικών κεφαλαίων CET1. Έτσι, ο δείκτης CET1 με σταδιακή ενσωμάτωση βάσει των κεφαλαιακών απαιτήσεων της οδηγίας CRD IV της Ε.Ε, ανέρχεται στο 22,1% τον Ιούνιο του 2016. Χωρίς τα μετατρέψιμα ομόλογα ύψους 2 δισ. ευρώ που η τράπεζα σκοπεύει να αποπληρώσει στο ΤΧΣ μέσα στους επόμενους μήνες, ο δείκτης διαμορφώνεται στο 16,8%. Με πλήρη ενσωμάτωση βάσει της οδηγίας CRD IV ο δείκτης υποχωρεί στο 16,2%, που είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των ελληνικών τραπεζών.
«Οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να διαθέτουν υψηλά κεφαλαιακά επίπεδα έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν τον πολύ μεγάλο όγκο προβληματικών δανείων που επιβάρυναν τους ισολογισμούς τους και την πιστοληπτική τους ικανότητα τα προηγούμενα χρόνια. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) της Εθνικής αποτελούσαν το 45,8% των συνολικών δανείων με στοιχεία Ιουνίου 2016, ενώ η καλύψη με προβλέψεις για τα NPEs ήταν 54,3%. Τα καθαρά NPEs (NPEs μείον προβλέψεις) διαμορφώνονταν στο 157% των CET1 κεφαλαίων, υποδεικνύοντας τους σημαντικούς κινδύνους για την κεφαλαιακή της βάση εξαιτίας των προβληματικών δανείων.