Ας μιλήσουμε για την οικονομία

Ας μιλήσουμε για την οικονομία

Καθώς συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι αρχικές προβλέψεις που υπήρχαν για την πορεία της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής οικονομίας ανατρέπονται και τα σενάρια ξαναγράφονται.

Το πρόβλημα στην παρούσα στιγμή είναι να εκτιμηθεί πώς θα εξελιχθεί αυτός ο εξωγενής παράγοντας που έχει άμεσο και αποφασιστικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα, μέσω του πληθωρισμού. Το ευνοϊκό σενάριο, που βασιζόταν σε μια σύντομη ολοκλήρωση της πολεμικής αναμέτρησης στην Ουκρανία, φαίνεται να απομακρύνεται και τη θέση του παίρνει το δυσμενές σενάριο, που βασίζεται σε μια παρατεταμένη πολεμική δραστηριότητα μέχρι το τέλος της χρονιάς.

Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα περισκοπεί κατά 2 ή και περισσότερες ποσοστιαίες μονάδες, θα κινηθεί κάτω από το 3% και ο πληθωρισμός μπορεί να σκαρφαλώσει στο 7 ή και 8% για το σύνολο του έτους.

Τα πρόσφατα γεγονότα που παρακολουθήσαμε στην κινεζική Σανγκάη, είναι σίγουρο ότι θα ρίξουν λάδι στην ήδη αναμμένη φωτιά του πληθωρισμού. Αυτό γιατί η Σαγκάη αντιπροσωπεύει το 3,8% του ΑΕΠ της Κίνας και το 10,4% του συνολικού εμπορίου. 

Το οποιοδήποτε lockdown θα δημιουργήσει περαιτέρω προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, θα μειώσει την προσφορά και θα αυξήσει τις τιμές.

Ο πληθωρισμός φαίνεται πλέον ότι θα παραμείνει μαζί μας για όλο το 2022 πιθανώς και για το 2023. Και όσο περισσότερο παραμένει τόσο περισσότερο θα ροκανίζει το εισόδημα των νοικοκυριών, θα χτυπάει ιδιαίτερα τους μισθωτούς και συνταξιούχους και θα δίνει τη δυνατότητα σε κερδοσκόπους να θησαυρίζουν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Ο πληθωρισμός, ιδίως όταν διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, διογκώνει τη φτώχεια και την ανισότητα, προκαλεί ανασφάλεια και αβεβαιότητα και ενισχύει την απαισιόδοξη στάση των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Σε πολλές περιπτώσεις, οδηγεί σε κοινωνικές συγκρούσεις.

Πώς μπορεί να ζήσει ένας μισθωτός των 1.000 ευρώ, όταν πληρώνει για ηλεκτρικό ρεύμα 300 ευρώ και για τη διατροφή του 500 ευρώ;  
Αναγκαστικά, ο πληθωρισμός ωθεί τις κυβερνήσεις να πάρουν μέτρα. Τα συνήθη μέτρα περιλαμβάνουν επιδοτήσεις ηλεκτρικού ρεύματος, στοχευμένη στήριξη ευάλωτων νοικοκυριών, αυξήσεις κατώτατων μισθών και μειώσεις φορολογίας.

Αμέσως δημιουργείται ένα ερώτημα: Μπορούν όλα αυτά τα μέτρα να εξαλείψουν το πρόβλημα, να τιθασεύσουν το τέρας του πληθωρισμού; Είναι δύσκολο να το υποστηρίξει κανείς αυτό.

Καμία κυβέρνηση από μόνη της δεν μπορεί να τα βάλει με τον πληθωρισμό. Η μάχη θα είναι άνιση. Τα κυβερνητικά μέτρα αναχαιτίζουν τον πληθωρισμό αλλά δεν τον εξαλείφουν. Βοηθούν στην άμβλυνση των επιπτώσεων αλλά δεν χτυπούν το κακό στη ρίζα του. Η λύση του προβλήματος θα υπάρξει όταν ενισχυθεί η προσφορά και αυτή συναντήσει την αντίστοιχη ζήτηση.

Όταν δηλαδή καταφέρει η Ευρώπη να εξασφαλίσει συνεχή προσφορά ενέργειας, όταν εξαλειφθεί πλήρως ο κορονοϊός και αποκατασταθούν οι εφοδιαστικές αλυσίδες και όταν καταφέρουν οι κοινωνίες να οικοδομήσουν ένα νέο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, αλλάζοντας το σημερινό καταναλωτικό πρότυπο που ευθύνεται για τις κλιματικές επιπτώσεις.

Μπορούν να γίνουν όλα αυτά γρήγορα; Δυστυχώς όχι. Μέχρι τότε θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με το πρόβλημα, ζητώντας από την πολιτεία να συνεχίσει να στηρίζει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και γνωρίζοντας ότι μια κακή κατάσταση μπορεί να γίνει χειρότερη.

* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου