Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ο κύβος ερρίφθη. Αν δεν υπάρξει κάποιο έκτακτο γεγονός που θα ανατρέπει τα σημερινά δεδομένα, τότε ο Mario Draghi θα πατήσει τον Οκτώβριο το κουμπί για να σταματήσουν οι… εκτυπωτικές μηχανές, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους της ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Του προγράμματος αγοράς ομολόγων μέσω του οποίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τύπωσε πάνω από 2 τρισ. ευρώ, δίνοντας ώθηση σε μία οικονομία που… σερνόταν, μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 και υπό το βάρος της κρίσης χρέους των χωρών της περιφέρειας, με πρωταγωνίστρια την Ελλάδα.
Ο Ιταλός δείχνει να λυγίζει από τις πιέσεις της Γερμανίας και μετά τις γερμανικές εκλογές θα βάλει μπροστά το σχέδιο εξόδου από το QE, του ενός εκ των δύο πυλώνων της μη συμβατικής πολιτικής που έχει ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια. Οι πληροφορίες θέλουν το οριστικό τέλος τον Ιούνιο ή τον Σεπτέμβριο του 2018, αφού πρώτα έχει μειωθεί ο μηνιαίος όγκος των ομολόγων που αγοράζει η ΕΚΤ στα 40 ή ακόμη και στα 20 δισ. ευρώ, από 60 δις σήμερα. Ο άλλος πυλώνας είναι τα μηδενικά επιτόκια, τα οποία θα παραμείνουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα για πολύ καιρό ακόμη.
Έτσι θα σηματοδοτηθεί το τέλος μίας περιόδου κατά την οποία η Ευρώπη ακολούθησε την Αμερική στην προσφορά φθηνού χρήματος, με στόχο την αναζωπύρωση της ζήτησης και την άνοδο του πληθωρισμού.
Για την Ελλάδα το τρένο του QE δεν πέρασε ποτέ, αλλά ουσιαστικά χάθηκε και με τη βούλα στο Eurogroup του Ιουνίου, όταν το θέμα του χρέους μετατέθηκε για πολλοστή φορά στο μέλλον. Έτσι δημόσιο και επιχειρήσεις δεν είχαν την ευκαιρία ούτε στο ελάχιστο να απολαύσουν τόσο τον άμεσο αντίκτυπο του QE, όσο και τα πολύ χαμηλά επιτόκια στις αγορές ομολόγων, αφού είναι για πολλά χρόνια αποκλεισμένοι.
Κατά συνέπεια, ο αντίκτυπος της λήξης του QE για την Ελλάδα είναι έμμεσος, αλλά σχετίζεται με πολύ σημαντικούς παράγοντες για τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας. Κατ' αρχάς, μας ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις στις αγορές, από τα ομόλογα και τα χρηματιστήρια, μέχρι το ευρώ. Επιπλέον, το τέλος της «εύκολης» ρευστότητας θα έχει αλυσιδωτές αντιδράσεις στις ροές επενδυτικών κεφαλαίων.
Σε μία περίοδο που θα θέλαμε να δούμε τις αποδόσεις των κρατικών μας ομολόγων να υποχωρούν στα πρωτοφανή επίπεδα που έχουν φτάσει οι αποδόσεις των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης που πέρασαν από μνημόνιο, όπως της Πορτογαλίας και της Κύπρου, με το τέλος του QE η τάση μείωσης θα αντιστραφεί, έστω και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Αναλυτές εκτιμούν πως αν η Ελλάδα είχε καταφέρει να ενταχθεί στο QE και παράλληλα εφάρμοζε το πρόγραμμα χωρίς καθυστερήσεις, τώρα θα μιλούσαμε για μία εντελώς διαφορετική πορεία, με πολύ πιο χαμηλό κόστος δανεισμού που θα επέτρεπε την ασφαλή έξοδο από τα μνημόνια. Όσο θεωρητικό κι αν ακούγεται αυτό, σημαίνει ότι στην ουσία θα είχε πέσει πολύ χρήμα στην αγορά, υπό τη μορφή επενδύσεων. Των επενδύσεων που τόσο πολύ χρειάζεται η οικονομία για να ανακάμψει μετά από 8 χρόνια ύφεσης και απώλειας του 25% του ΑΕΠ.
Ας μην ξεχνάμε ότι από το επόμενο καλοκαίρι το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να μπορεί να δανείζεται από τις αγορές με βιώσιμα επιτόκια, αν θέλει να αποφύγει ένα τέταρτο μνημόνιο. Και το περιβάλλον χωρίς το QE σε ισχύ δεν θα είναι το ίδιο, ενώ οι επενδυτές θα βρουν αφορμή να ζητήσουν επιτόκια που δεν θα έχουν καμία σχέση με το κόστος των επίσημων δανείων, αν η κυβέρνηση δεν εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις.
Τα χρηματιστήρια θα δεχτούν και αυτά αντίρροπες πιέσεις. Από τη μία, η απόσυρση του QE ενισχύει την εμπιστοσύνη καθώς υποδεικνύει ότι η οικονομία ανακάμπτει, άρα ότι και τα εταιρικά κέρδη θα ανακάμψουν. Στον αντίποδα, η ρευστότητα δεν θα είναι πια η ίδια, αυτή που κατέκλυσε τις αγορές και οδήγησε σε ιστορικά υψηλά. Το Χρηματιστήριο της Αθήνας παρά τα κέρδη της τάξης του 28% που έχει καταγράψει μέσα στο 2017 χρειάζεται ακόμη μεγάλη ώθηση για να ξεφύγει από τη «μιζέρια» των τελευταίων ετών.
Όσο για το ευρώ, είναι ο μεγάλος γρίφος, όχι μόνο για την ΕΚΤ αλλά και για τη Γερμανία. Η συναλλαγματική ισοτιμία – κυρίως με το δολάριο – εξαρτάται από σύνθετους παράγοντες και όπως δείχνει και η πρόσφατη εμπειρία με την απότομη αναρρίχηση στα 1,20 δολάρια, τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών δεν μπορούν από μόνα τους να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε περιόδους αβεβαιότητας.
Όσο πιο ισχυρό γίνεται το ευρώ, τόσο πιο δύσκολη θα είναι η διατήρηση της ανάπτυξης για την Ευρωζώνη. Μάλιστα, η άνοδος έρχεται σε μία εποχή που η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται πολύ κοντά στο να σημειώσει την καλύτερη επίδοση της τελευταίας δεκαετίας. Αν η ανάκαμψη… φρενάρει, τότε οι επιπτώσεις θα είναι σοβαρές και για την Ελλάδα, καθώς το επενδυτικό ενδιαφέρον θα ατονήσει και τα επενδυτικά κεφάλαια θα κινηθούν προς πιο ασφαλή καταφύγια.
Η χώρα μας έχασε μία τεράστια ευκαιρία να δεχτεί εισροές πολύ μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία θεωρείται δεδομένο ότι θα λειτουργούσαν αντισταθμιστικά στα πολύ σκληρά μέτρα των μνημονίων. Επιλέξαμε να εφαρμόσουμε κατά γράμμα τα μέτρα χωρίς να κάνουμε τίποτα για την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία ενός φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος. Αν η Ελλάδα είχε ενταχθεί εξαρχής στην ποσοτική χαλάρωση, σήμερα θα είχαμε περισσότερες πιθανότητες πραγματικής εξόδου από την κρίση.