Η κόντρα Βερολίνου-ΔΝΤ για το χρέος μας φέρνει πιο κοντά σε 4ο μνημόνιο

Η κόντρα Βερολίνου-ΔΝΤ για το χρέος μας φέρνει πιο κοντά σε 4ο μνημόνιο

Του Βασίλη Γεώργα 

Η μεγάλη απόσταση που εξακολουθεί να χωρίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από το Βερολίνο για τον τρόπο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους μεγιστοποιεί τον κίνδυνο να οδεύει ήδη η Ελλάδα προς ένα 4ο μνημόνιο χρηματοδότησης το 2018 μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης.

Η διαφωνία των δύο πλευρών πηγαίνει πολύ πιο μακριά από την «εξειδίκευση» των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων ελάφρυνσης του χρέους, καθώς συνδέεται με αυτή καθ' αυτή την δυνατότητα  που θα έχει η Ελλάδα να επανέλθει για δανεισμό στις αγορές το 2018 και να κλείσει μετά από οκτώ χρόνια τον κύκλο των προγραμμάτων στήριξης.  

Το σημείο-κλειδί για την διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους δεν είναι μόνο τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις έχει συμφωνηθεί να διατηρηθούν στο 3,5% μέχρι το 2022 ώστε η Ελλάδα να εξοφλεί με ίδιους πόρους τους τόκους, αλλά αφορά κυρίως στα επιτόκια που θα πληρώνει η Ελλάδα από εκεί και μετά για να εξυπηρετεί το χρέος της προς τον ESM και τον EFSF οι οποίοι κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών δανείων ύψους 226 δισ. ευρώ.  

Για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, θεωρείται αδύνατον όχι μόνο για το Βερολίνο αλλά και για τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συναινέσουν αυτή τη στιγμή στην πρόταση του ΔΝΤ ώστε τα επιτόκια που πληρώνει η Ελλάδα να «κλειδώσουν» από τώρα κοντά στο 1,5% για τα επόμενα 30 χρόνια μέσω της έκδοσης μακροχρόνιων ομολόγων από τον ESM.  

Παρότι η λύση αυτή θεωρείται η πιο ενδεδειγμένη ώστε σε συνδυασμό και με άλλες παραμετρικές αλλαγές που δρομολογούνται (επιμήκυνση αποπληρωμής δανείων, περίοδος χάριτος καταβολής τόκων, επιστροφή κερδών κλπ) να αποφευχθεί ο κίνδυνος ανεξέλεγκτης επιβάρυνσης του χρέους, εντούτοις δεν φαίνεται ότι μπορεί να γίνει αποδεκτή επειδή επί της ουσίας ισοδυναμεί με μεγάλο κούρεμα στους τόκους των δανείων προς την Ελλάδα.  

Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών απορρίπτει μέχρι σήμερα εμφατικά το πάγωμα των επιτοκίων του EFSF στα τρέχοντα επίπεδα του 1,3-1,4%, με το επιχείρημα ότι οι δανειστές θα ζημιωθούν με πάνω από 120 δισ. ευρώ μεσοπρόθεσμα (αν πχ τα επιτόκια αυξηθούν στο 3%), ενώ κατ' άλλες προσεγγίσεις η ζημιά αυτή υπολογίζεται κοντά στα 150 δισ. ευρώ από τις απώλειες τόκων. 

Όσο η ευρωζώνη και το ΔΝΤ δεν τα βρίσκουν σε αυτό το θέμα, δηλαδή σε μια συμφωνία που θα διασφαλίζει χαμηλά επιτόκια στην Ελλάδα για τις επόμενες δεκαετίες, ουσιαστική λύση που να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους στα πρότυπα που επιδιώκει το Ταμείο, δεν μπορεί να υπάρχει. Επίσης θα είναι εξαιρετικά δύσκολο -αν όχι ανέφικτο- σύμφωνα με οικονομολόγους, να πειστούν οι διεθνείς επενδυτές να χρηματοδοτήσουν το χρέος της Ελλάδας μετά το 2018, εφόσον δεν υπάρχουν στο τραπέζι συγκεκριμένες παρεμβάσεις που να διασφαλίζουν σημαντική ελάφρυνση έστω και σε όρους καθαρής παρούσας αξίας από τη στιγμή που η ονομαστική διαγραφή βρίσκεται εκτός συζήτησης. Η Ελλάδα θα μπορούσε να βρεθεί να δανείζεται από τις αγορές δισεκατομμύρια με επιτόκια τέσσερις ή πέντε φορές υψηλότερα από όσο σήμερα.  

Υπό τα παραπάνω δεδομένα η διασφάλιση της χρηματοδοτικής συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα δεν θεωρείται μέχρι στιγμής δεδομένη. Δεν αποκλείεται να βρεθεί μέσα στο καλοκαίρι κάποια φόρμουλα που να επιτρέπει στο Ταμείο να μπει στο τρίτο μνημόνιο, αλλά ακόμη κι αν γίνει έτσι, αυτό δεν σημαίνει πως αυτό θα οδηγήσει σε λύση για το χρέος.  

Επιπλέον το να μιλά κανείς για χρηματοδοτική συμμετοχή 4-5 δισ. ευρώ σε ένα μνημόνιο που υποτίθεται ότι εκπνέει σε ένα χρόνο, πιθανόν υποκρύπτει κάποια ευρύτερη διαπραγμάτευση πίσω από αυτό μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ.

Έχει ειπωθεί σε όλους τους τόνους από την ευρωζώνη ότι οι αποφάσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα ληφθούν λίγο πριν το τέλος του τρίτου μνημονίου (Άνοιξη ή καλοκαίρι το 2018) και θα είναι συνυφασμένες με το τι θα συμβεί μετά από αυτό.  

Ο χρόνος που έχει αναλωθεί χωρίς να βρίσκεται λύση, φέρνει όλο και πιο κοντά το σενάριο οι δανειστές να μας «προσφέρουν» ένα ακόμη μνημόνιο με ακόμη περισσότερα δανεικά και δεσμεύσεις μετά το 2018, παρά να προχωρήσουν σε ρηξικέλευθες αποφάσεις ελάφρυνσης του χρέους.

Η πρόσφατη ανάλυση του Ινστιτούτου Peterson έχει ήδη βάλει στο τραπέζι την προοπτική του 4ου μνημονίου με επιχείρημα ότι μια χρηματοδότηση επιπλέον 100 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, θα κόστιζε τελικά πολύ λιγότερο σε βάθος χρόνου για όλες τις πλευρές, από το να αφεθεί η Ελλάδα να δανειστεί από τις αγορές με ακριβότερα επιτόκια.

Στην εν λόγω ανάλυση ένα από τα βασικά επιχειρήματα είναι ότι η καθυστέρηση της επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές κατά μερικά ακόμη χρόνια θα μεγιστοποιούσε το όφελος που θα είχε η χώρα από μια μικρότερη αναδιάρθρωση χρέους σήμερα.

Η άσκηση αυτή καταλήγει στην πρόβλεψη ότι αν οι πιστωτές έδιναν νέα δάνεια 100 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, το χρέος του EFSF και του ESM θα αυξάνονταν στα 272 δισ. ευρώ μέχρι το 2032, αλλά από εκεί και μετά θα μειώνονταν με ταχύτητα και θα υποχωρούσε κάτω από τα 50 δισ. ευρώ το 2080. Στον αντίποδα, αν η Ελλάδα «κέρδιζε» μια συμφωνία παγώματος των τόκων για 30 χρόνια, το χρέος μόνο του EFSF θα αυξάνονταν από τα 131 δισ. ευρώ στα 278 δισ. ευρώ ως το 2050 και θα ήταν πάνω από 210 δισ. ευρώ ως το 2080.

Μπορεί για την ώρα οποιαδήποτε συζήτηση περί νέας χρηματοδότησης της Ελλάδας από την ευρωζώνη να έχει μπει στο ψυγείο και το Βερολίνο να επενδύει στην επιτυχή ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος το 2018, πλην όμως όλα τα σενάρια θα είναι ανοιχτά τουλάχιστον μέχρι την προσεχή Άνοιξη που η πολιτική και τεχνοκρατική συζήτηση για την επόμενη μέρα της Ελλάδας θα ζωντανέψει για τα καλά.