Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Θα χρειαστούν νέα κεφάλαια οι τράπεζες, κι αν ναι, πόσα; Μερικά δισεκατομμύρια τα οποία θα έχουν ορίζοντα κάποιων ετών να τα βρουν ή πολλά περισσότερα, λόγω των «κόκκινων» δανείων, όπως προσπαθεί να μας πείσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο; Πότε και πως θα πρέπει να τα καλύψουν; Θα είναι επιεικής ο Mario Draghi ή θα βάλει τη θηλιά στο λαιμό των ελληνικών τραπεζών μετά το τέλος του μνημονίου;
Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν την αγορά με φόντο τον κίνδυνο μίας νέας ανακεφαλαιοποίησης. Με τη χθεσινή δημοσιοποίηση από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) των παραδοχών πάνω στις οποίες θα «τρέξουν» τα stress tests, τα ερωτήματα αυτά δεν απαντήθηκαν, ούτε γίναμε ακριβώς σοφότεροι, ωστόσο η αγορά πήρε μία γεύση, τουλάχιστον ως προς τις προθέσεις των αρμόδιων θεσμών.
Η αντίδραση της χρηματιστηριακής αγοράς στις διαρροές των παραδοχών της EBA, δείχνει ότι το κλίμα είναι θετικό και ότι οι τράπεζες θα αποφύγουν τις αναταράξεις, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Το γεγονός που προβληματίζει είναι η χειρότερη «εικόνα» του δυσμενούς σεναρίου για τις τιμές ακινήτων, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες προβλέψεις των τραπεζών.
Άλλωστε, το θέμα των ακινήτων είναι τεράστιας σημασίας από τη στιγμή που δεν έχουν προχωρήσει καθόλου οι πλειστηριασμοί και οι πωλήσεις πακέτων στεγαστικών δανείων. Επίσης, η ελληνική οικονομία θα πρέπει να πείσει ότι μπορεί να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,4% την επόμενη τριετία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει αναλυτής, «μπορεί να ακούγεται κάπως οξύμωρο, όμως αν δει κανείς προσεχτικά τις παραδοχές, υπάρχουν ανησυχίες ότι το βασικό σενάριο ίσως αποδειχθεί αισιόδοξο σε ότι αφορά την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι παραδοχές είναι πιο ήπιες από τη «συνολική αξιολόγηση» του 2015, όταν η οικονομία παράπαιε. Το στοιχείο που προκάλεσε εντύπωση στα τελικά σενάρια, είναι η σωρευτική πτώση στις τιμές ακινήτων την επόμενη τριετία, η οποία βάσει του δυσμενούς σεναρίου θα ξεπεράσει το 16%.
Το συμπέρασμα, σύμφωνα με αναλυτές που παρακολουθούν από κοντά τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, είναι ότι εφόσον όλα κυλήσουν ομαλά (σε επίπεδο οικονομίας και μείωσης «κόκκινων» δανείων), τα αποτελέσματα των stress tests δεν θα πυροδοτήσουν άμεσες κινήσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης. Η εν λόγω ανάγκη θα αξιολογηθεί εκ νέου το 2019 όταν θα υπάρχει μεγαλύτερη ορατότητα για την πορεία της οικονομίας και την εξέλιξη της διαδικασίας των πλειστηριασμών και των πωλήσεων δανείων. Και βέβαια, μέχρι το τέλος του 2018 θα έχει ξεκαθαρίσει και η σχέση της Ελλάδας με τους δανειστές, ένας παράγοντας ιδιαίτερα σημαντικός.
Διότι, όπως επανειλημμένα έχει σημειώσει το liberal.gr, τα stress tests αποτελούν περισσότερο μέρος μιας πολιτικής απόφασης και λιγότερο μία καθαρά τεχνοκρατική αξιολόγηση. Και αυτό γιατί κυρίως στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών, ο κλάδος «πνίγεται» από το μεγαλύτερο ποσοστό «κόκκινων» δανείων στην Ευρώπη, την ώρα που η κυβέρνηση θέλει να βγει από το μνημόνιο χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας – που στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν μία δέσμευση για την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την εφαρμογή των ήδη νομοθετημένων μέτρων.
Τα αποτελέσματα της άσκησης θα ενσωματωθούν στην ετήσια διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP), μέσω της οποίας καθορίζονται οι κεφαλαιακές κινήσεις κάθε τράπεζας. Το «όπλο» της ΕΚΤ, είναι ότι μπορεί να ζητήσει από τις τράπεζες την υλοποίηση των απαιτήσεων του SREP ανά πάσα στιγμή. Αυτό σημαίνει ότι ο Draghi θα μπορεί να ασκήσει πιέσεις ανάλογα με την συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης και το κατά πόσο αυτή η συμπεριφορά απειλεί την σταθερότητα των τραπεζών.
Η ΕΚΤ έπρεπε να αποφασίσει μεταξύ ενός εξαιρετικά αυστηρού πλαισίου παραδοχών για να ικανοποιήσει το ΔΝΤ και ενός πιο χαλαρού για να μην υπάρξουν κλυδωνισμοί τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη. Υπενθυμίζεται ότι το περασμένο φθινόπωρο το Ταμείο ήρθε σε συμβιβασμό με την ευρωτράπεζα, δεχόμενο να μην γίνει συνολική αξιολόγηση της ποιότητας ενεργητικού (AQR), υπό την προϋπόθεση ότι η ΕΚΤ θα έφερνε πριν τον Αύγουστο τα αποτελέσματα των ελληνικών stress tests.
Το ΔΝΤ επέμενε ότι αν διεξαχθεί ενδελεχής έλεγχος οι ελληνικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να αντλήσουν πάνω από 10 δισ. ευρώ για να χτίσουν ένα μαξιλάρι ασφαλείας ενόψει της δραστικής μείωσης των «κόκκινων» δανείων. Από την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, το ΔΝΤ επέμενε σε ακραία αυστηρούς όρους αξιολόγησης και θα έχει ενδιαφέρον η αντίδρασή του τους επόμενους μήνες.