Η αλήθεια για τη γεωργική παραγωγή

Η αλήθεια για τη γεωργική παραγωγή

Του Δημήτρη Κουρέτα

Το ΑΕΠ της χώρας την περίοδο 1980-1999 σημείωσε εμφανή κάμψη των ρυθμών αύξησής του. Έτσι, ενώ τη δεκαετία '71-'80, αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,6%, τη δεκαετία '81-'90 ο ρυθμός αυτός έπεσε στο αξιοθρήνητο 0,5%, για να ανέβει στο 2,1% την περίοδο '91-'99.

Ας δούμε όμως κάποια νούμερα: Το 1980 το ποσοστό της πρωτογενούς παραγωγής στο ΑΕΠ ήταν 25% και της μεταποίησης 15%. Το 1983 τα ποσοστά έγιναν 19% και 14% αντίστοιχα. Το 1987, 11% και 15% αντίστοιχα. Εκεί παρέμειναν μέχρι το 2000. Μετά σιγά-σιγά άλλαξαν και σήμερα  είναι πρωτογενής 3% και μεταποίηση 6%.

Ο πρωτογενής τομέας της ΕΣΥΕ (αγροτική παραγωγή) σημείωσε, στο διάστημα που εξετάζουμε, πτώση σε απόλυτες και σχετικές τιμές. Το ΑΕΠ του τομέα, σε σταθερές τιμές 1988, ανήλθε το 1990 σε 921,5 δισ. δρχ., έναντι 2082,8 δισ. δρχ. το 1980, ενώ το 1999 έφτασε τα 1163,8 δισ. δρχ.

Δηλαδή, τη δεκαετία 1981-1990 σημειώθηκε ραγδαία πτώση του ΑΕΠ της γεωργίας με μέσο ετήσιο ρυθμό -7,8%, τάση που αναστράφηκε μερικά την περίοδο 1991-1999, οπότε σημειώθηκε μέση ετήσια αύξηση 2,6%. Συνολικά όμως, για τη 19ετία '80-'99, η μέση ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ του πρωτογενούς τομέα κινήθηκε στα επίπεδα του -3,0%, καθορίζοντας την πτωτική τάση του τομέα.

Έτσι, η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα  στο ΑΕΠ, σημείωσε σαφή υποχώρηση, καθώς έπεσε από το 25,0% του 1980, στο 10,5% του 1990, για να φτάσει το 11,0% το 1995. Αξίζει να σημειωθεί ότι και εδώ η πτωτική τάση της δεκαετίας '81-'90 δείχνει σημάδια μιας μερικής συγκράτησης την 9ετία '91-'99. Σε κάθε περίπτωση όμως, δε φαίνεται να αναστρέφεται η συνολική τάση, που είναι η παραπέρα συρρίκνωση της συμμετοχής της εγχώριας αγροτικής παραγωγής στο σύνολο του ΑΕΠ.

Διαβάστε χαρακτηριστικά από μια ομιλία του υπουργού Γεωργίας Στέφανου Τζουμάκα στο ΙΣΤΑΜΕ το 1998:

Λέει ο Τζουμάκας:

«Φέτος ο προϋπολογισμός είναι 15 τρισεκατομμύρια. Απ'' αυτά έχουμε τα δέκα. Τα δέκα θα τα διαθέσουμε ως εξής: τρία τρισεκατομμύρια για χρεολύσια από τα προη­γούμενα δάνεια του κράτους, τρία τρισεκατομμύρια για τόκους των δάνειων αυτών. Έξι, λοιπόν, τρις για χρεολύσια και τόκους, που δανείζονταν οι προηγούμενες κυβερνή­σεις και έδιναν μέσα από το κράτος ενισχύσεις. Τρία τρισεκατομμύρια θα πάνε για μισθούς και για συντάξεις στο Δημόσιο. Και θα μείνει ένα τρισεκατομμύριο για να κάνει πολιτική η κυβέρνηση στην παιδεία, στην εκπαί­δευση, στον πολιτισμό, στα δημόσια έργα, σε όλες τις άλλες δραστηριότητες, στην άμυνα. Σε ό,τι άλλο διαμορφώνεται στο ελληνικό κράτος.

Και επειδή δεν μπορούμε με ένα τρισεκατομμύριο να κάνουμε πολιτική, θα δανει­στούμε άλλα πέντε τρισεκατομμύρια σε ομόλογα, σε συνάλλαγμα, για να μπορέσουμε να εκτελέσουμε τον προϋπολογισμό. Και έρχεται μια κοινωνική ομάδα με το μεγαλύτερο εισόδημα στον αγροτικό τομέα, που παίρνει τις μεγαλύτερες ενισχύσεις, γιατί έχω εδώ ένα κατάλογο των ενισχύσεων που δείχνει ότι πρώτη σε ενισχύσεις είναι η Μαγνησία, δεύτερη η Καρδίτσα, τρίτη η Λάρισα και προτελευταία η Θεσπρωτία. Και αμέσως η Ευρυτανία.

Δεν μπορούν να υπάρχουν τέτοιες λογικές, πρέπει δηλαδή να βρούμε μια ισορρο­πία. Λοιπόν, οι αγρότες από τα υψηλά εισοδήματα ζήτησαν πέρυσι ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό ένα τρις. Τι θα έπρεπε να ζητήσουν οι αγρότες με τα μεσαία εισοδήματα, τι οι κάτοικοι της υπαίθρου οι φτωχοί και τι θα έπρεπε να ζητήσουν οι άνεργοι, και τι οι βιοτέχνες και τι οι υπόλοιποι;»

Νομίζω ο Τζουμάκας τα λέει όλα.

Έχουμε, λοιπόν, έναν πόλεμο που είναι δίπλα μας, είναι στη ζωή μας και πρέπει να γίνουμε μια χώρα ανταγωνιστική στη γεωργία.

* Ο κ. Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής Βιοχημείας-Βιοτεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, πρώην αναπληρωτής Πρύτανης.