Γιατί οι μεγάλοι οίκοι έχουν βάλει στο στόχαστρο ελληνικά ομόλογα και μετοχές
Shutterstock
Shutterstock
Goldman Sachs, UBS

Γιατί οι μεγάλοι οίκοι έχουν βάλει στο στόχαστρο ελληνικά ομόλογα και μετοχές

Ανάμεσα στις κορυφαίες επενδυτικές επιλογές για το 2026 βρίσκεται η Ελλάδα, με τους οίκους αξιολόγησης και τις μεγάλες τράπεζες να κάνουν λόγο τόσο για τη χρηματιστηριακή αγορά όσο και για τα ομόλογα. Παράλληλα εντοπίζουν και τις προκλήσεις αλλά και τους κινδύνους της περαιτέρω πορείας της ελληνικής οικονομίας, όπως για παράδειγμα το δημογραφικό που μειώνει το εργατικό δυναμικό αλλά και την πολιτική σταθερότητα.

Υψηλή χρηματιστηριακή απόδοση βλέπει η Goldman Sachs

Η Goldman Sachs εκτιμά ότι στη χρηματιστηριακή αγορά της Ελλάδας θα εξακολουθήσει και το 2026 να σημειώνεται υψηλή μερισματική απόδοση και έτσι διατηρεί τη σύσταση overweight για τις ελληνικές μετοχές.

Σύμφωνα με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα, η οποία παραμένει «ταύρος» για όλες τις αναδυόμενες αγορές το 2026, η Ελλάδα θα ξεχωρίσει και τη χρονιά αυτή, ενώ το 2025 κατέγραψε την τρίτη μεγαλύτερη άνοδο στην Ευρώπη.

Ο Γενικός Δείκτης του ελληνικού χρηματιστηρίου αναμένεται να κλείσει το 2026 στις 2.300 μονάδες, καταγράφοντας κέρδη, περίπου, 9%. Αυτό, σε όρους δολαρίου, σημαίνει ότι η ελληνική αγορά θα καταγράψει από τις υψηλότερες αποδόσεις στην περιοχή των αναδυόμενων αγορών γενικότερα, με κέρδη 22% τα τρίτα υψηλότερα μετά το +25% της Βραζιλίας και το +24% της Κίνας.

Παράλληλα, τα κέρδη ανά μετοχή στο ελληνικό χρηματιστήριο θα διαμορφωθούν στο 10% το 2026 και στο 12% το 2027, ενώ η μερισματική απόδοση θα κινηθεί στο υψηλότερο επίπεδο ανάμεσα σε όλες τις αγορές, στο 6%.

Σημειώνεται ότι η Ελλάδα, σε όρους δολαρίου, βρίσκεται στην τρίτη θέση μετά την Κολομβία και την Κορέα, από τις αρχές του έτους, ενώ σε τοπικό νόμισμα, η Ελλάδα έρχεται πέμπτη (54%) μετά τις Κολομβία, Κορέα, Χιλή και Περού. 

Η Goldman Sachs επανέρχεται, ακόμη, στην ισχυρή απόδοση των ελληνικών τραπεζών η οποία θα συνεχιστεί και το 2026 και στηρίζει τις αποδόσεις της ελληνικής αγοράς, με τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών να αναμένεται να υπεραποδώσουν έναντι άλλων αγορών της περιοχής. 

Μάλιστα όπως είχε αναφερθεί και σε πρόσφατη έκθεση της Goldman Sachs οι ελληνικές τράπεζες θα ξεχωρίσουν το 2026, τόσο στο μέτωπο των εσόδων - σημειώνοντας τη δεύτερη υψηλότερη αύξηση στην Ευρώπη (5,8%) - όσο και στο μέτωπο των καταθέσεων - καταγράφοντας τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης (3%) - και στο μέσο όρο. 

Αναμένει έτσι ότι θα καταγράψουν νέο ράλι, με βάση και τις τιμές  - στόχους που δίνει οι οποίες είναι στα 4,20 ευρώ για Alpha Bank, στα 15,10 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, στα 8 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς και στα 3,50 ευρώ για την Eurobank.

Σταθερή ανάπτυξη αλλά και δημογραφικό για την UBS

Σταθερή ανάπτυξη για το 2026 βλέπει και η UBS, εκφράζοντας, παράλληλα τον προβληματισμό ότι το υψηλό χρέος, η μείωση του εργατικού δυναμικού και η αβεβαιότητα του πολιτικού σκηνικού συνιστούν σοβαρές προκλήσεις. 

Σύμφωνα με τους αναλυτές της UBS, η ελληνική οικονομία αναμένεται να διατηρήσει σταθερή ανάπτυξη, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,2% το 2025, 2,4% το 2026 και 1,8% το 2027. Παράλληλα, ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει σταδιακά, από 2,5% το 2025 σε 2,2% το 2027.

Πρόβλημα θα συνεχίσει να είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που θα παραμείνει αρνητικό, αλλά με πτωτική τάση: από -5,8% του ΑΕΠ το 2025 σε -4,4% το 2027.  

Σύμφωνα με τη UBS, η τροχιά που διαγράφει το ελληνικό χρέος θα συνεχίσει να είναι πτωτική, με το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ να φτάνει στο 145% το 2027, και εκτιμάται πως θα υποχωρήσει κάτω από 100% περίπου έως το 2035. 

Όπως σημειώνει η ελβετική τράπεζα, παρά το γεγονός ότι το 2027 η Ελλάδα θα παραμένει μαζί με Ιταλία, Βραζιλία και ΗΠΑ μεταξύ των χωρών με το υψηλότερο χρέος, η δυναμική μείωσής του είναι ισχυρή. 

Από την άλλη, η μείωση του εργατικού δυναμικού (15–64 ετών) προβλέπεται γύρω στο -6% έως το 2030, καθώς το ποσοστό των γεννήσεων παραμένει κάτω από 1,5 παιδί ανά γυναίκα. Οι δημογραφικές αυτές τάσεις θέτουν σημαντικές προκλήσεις στην αγορά εργασίας και στην κοινωνική ασφάλιση.

Επίσης, η Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει υψηλές αμυντικές δαπάνες, περίπου 2,5% του ΑΕΠ, γεγονός που κατατάσσει τη χώρα ψηλά μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Ωστόσο, η απορρόφηση δανείων SAFE παραμένει χαμηλή, μόλις πάνω από 0,02% του ΑΕΠ, υποδεικνύοντας περιθώρια βελτίωσης στην αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων.

Σε ό,τι αφορά το πολιτικό σκηνικό, σύμφωνα με την UBS, οι βουλευτικές εκλογές του 2027 αναμένεται να φέρουν αλλαγές. Παρά την προτίμηση του κοινού προς τη Νέα Δημοκρατία, η δημοτικότητά της έχει μειωθεί σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, ενισχύοντας την πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού – γεγονός που εντείνει το πολιτικό ρίσκο.

Για τους επενδυτές, η διατήρηση των θετικών τάσεων της οικονομίας –απορρόφηση κονδυλίων ΕΕ, υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και μείωση χρέους– και η πολιτική σταθερότητα μετά τις εκλογές θα είναι κρίσιμος παράγοντας, προσθέτει

Barclays: Συνετή δημοσιονομική πολιτική και ώθηση στα ομόλογα

Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με τη συνετή δημοσιονομική πολιτική, θα ασκήσουν καθοδικές πιέσεις στο χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ και  θα δώσουν σημαντική ώθηση στα ελληνικά ομόλογα, σύμφωνα με την Barclays. 

Η τράπεζα είχε προβλέψει την σύγκλιση των spreads που βασιζόταν στην ενίσχυση ορισμένων θεμελιωδών μεγεθών, κυρίως με τη μορφή περιορισμένων δημοσιονομικών ελλειμάτων. 

Ειδικότερα για την Ελλάδα είχε προβλεφθεί η πτώση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ, κυρίως λόγω περιορισμένων πολιτικών κινδύνων. 

Παράλληλα, τα εγχώρια θεμελιώδη μεγέθη φαίνονται ισχυρότερα για την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα καθώς η υπεραπόδοση της ανάπτυξης βοηθά αυτές τις χώρες να μειώνουν σταθερά τους δείκτες χρέους προς ΑΕΠ.

Τα ελληνικά spreads διαμορφώνονται σήμερα περί τις 60 μονάδες βάσης, προσφέροντας μικρότερο περιθώριο για απότομη συμπίεση από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. 

Οι αναλυτές της Barclays εξακολουθούν να βλέπουν περιθώρια για περαιτέρω σύσφιξη, ειδικά καθώς ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας παραμένει σε σταθερή καθοδική τροχιά και η υπεραπόδοση της ανάπτυξης αναμένεται να συνεχιστεί το 2026.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία οι κίνδυνοι φαίνονται περιορισμένοι, σύμφωνα με την Barclays καθώς το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας κατέχει ισχυρό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις και οι εκλογές έχουν προγραμματιστεί για το 2027. 

BofA: Νέες τιμές - στόχοι για τις ελληνικές τράπεζες

ΔΕΗ και Metlen  βρίσκονται στο στόχαστρο των αναλυτών της Bank of America, μεταξύ των 50 ελληνικών  μετοχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως overweight και στις οποίες εντοπίζει χαμηλές τοποθετήσεις των διεθνών funds. 

Ακόμη, επτά ελληνικές μετοχές, οι Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς, Eurobank, Alpha Bank, ΟΠΑΠ, Jumbo και ΟΤΕ, τοποθετούνται στη λίστα με τις 50 μετοχές στις οποίες σημειώνονται οι περισσότερες overweight τοποθετήσεις των funds.

Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, οι αναλυτές της BofA παραμένουν θετικοί για το 2026, εκτιμώντας πως οι δύο ισχυροί καταλύτες για τις μετοχές τους θα είναι οι διανομές κεφαλαίου και οι στοχευμένες (bolt-on) συμφωνίες για εξαγορές και συγχωνεύσεις.

Μάλιστα, πρόσφατα η BofA προχώρησε και σε αύξηση των τιμών στόχων για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, διατηρώντας για όλες σύσταση «αγοράς» (buy). 

Για την Eurobank η νέα τιμή στόχος τοποθετήθηκε στα 4,86 ευρώ από 4,64 ευρώ που ίσχυε, για την Τράπεζα Πειραιώς στα 8,85 ευρώ από 8,01, για την Alpha Bank στα 4,12 ευρώ από 3,90 ευρώ και για την Εθνική Τράπεζα στα 13,88 ευρώ από 13,04 ευρώ. 

Morgan Stanley: Ισχυρές οι τράπεζες και τα ομόλογα

H Morgan Stanley εκφράζει την άποψη ότι η Ελλάδα λόγω της ευνοϊκής μακροοικονομικής και πολιτικής σταθερότητας και των μη απαιτητικών αποτιμήσεων είναι αρκετά δημοφιλής εν μέσω των αναδυόμενων αγορών.

Η Mοrgan Stanley στέκεται στις μειώσεις φόρων που εφαρμόζει η Ελλάδα,  σπάνιο φαινόμενο στην Ευρώπη, το οποίο θα πρέπει να υποστηρίξει την κατανάλωση. Ακόμη, όπως επισημαίνει, προτιμά την απόκτηση έκθεσης στην Ελλάδα μέσω των τραπεζικών τίτλων. 

Οι αναλυτές της Morgan Stanley της προβλέπουν αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας στο 2% την περίοδο 2026-27, σχεδόν διπλάσια από τον ρυθμό της Ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις είναι οι βασικοί παράγοντες της μακροοικονομικής υπεραπόδοσης. Το RRF υποστηρίζει την κατανάλωση και παρόλο που το πρόγραμμα λήγει τον Δεκέμβριο του 2026, η Morgan Stanley αναμένει ότι τα επίπεδα επενδύσεων θα παραμείνουν ισχυρά το 2027. 

Όπως τονίζει η αμερικάνικη τράπεζα, οι ελληνικές μετοχές παραμένουν φθηνές σε σχέση με την Ευρώπη, ενώ τα κρατικά ομόλογα έχουν ήδη καλύψει σημαντικό έδαφος.

Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου διαπραγματεύεται σύμφωνα με την ευρωπαϊκή περιφέρεια και είναι ακόμη χαμηλότερη από τη Γαλλία και την Ιταλία, ενώ το spread έναντι του Bund συνεχίζει να μειώνεται. Εν τω μεταξύ, οι ελληνικές μετοχές εξακολουθούν να έχουν περισσότερο περιθώριο να καλύψουν σε σχέση με τις ευρωπαϊκές μετοχές.