Βάλτε κόφτη στις προσδοκίες

Βάλτε κόφτη στις προσδοκίες

Του Βασίλη Γεώργα

Με το μελάνι που περίσσεψε από τις υπογραφές για το σημαντικό έργο του αγωγού φυσικού αερίου TAP η κυβέρνηση έχει ήδη αρχίσει να γράφει το δικό της success story.  Έτσι που πάμε, περισσότερο κι από τον δημοσιονομικό κόφτη ίσως αυτή η χώρα να χρειάζεται τελικά έναν κόφτη προσδοκιών.

Στα πηγαδάκια με τους υπουργούς χθες το απόγευμα στη Θεσσαλονίκη βρεθήκαμε αυτήκοοι μάρτυρες «εξαγγελιών» για κολοσσιαίες ξένες επενδύσεις που έρχονται στην Ελλάδα και για το πόσο θετικό είναι πια το βλέμμα των διεθνών εταιρειών απέναντι στη χώρα. «Τώρα που κλείνει η αξιολόγηση, ανοίγουν οι επενδύσεις», πιστεύουν στην κυβέρνηση, και παρότι οι μισοί από τους παριστάμενους οικονομικούς υπουργούς -Σπίρτζης, Σταθάκης, Σκουρλέτης, Τζάκρη, Μάρδας κλπ- κοιτούσαν με μισό μάτι τον σύντροφο πρόεδρο του ΤΑΙΠΕΔ Στ. Πιτσιόρλα («που δεν θα του περάσει με τις αποκρατικοποιήσεις»), υπήρχε μια διάχυτη αισιοδοξία ότι κάποιος μαγικός τρόπος θα βρεθεί και η οικονομία θα πάρει τα πάνω της. «Οι Αμερικάνοι μας θέλουν, οι Ρώσοι μας θέλουν, οι Κινέζοι μας θέλουν, οι Ευρωπαίοι μας χρειάζονται», είναι η διαπίστωση που κάνει πολλούς στον ΣΥΡΙΖΑ να μην χάνουν το κέφι τους και να βαυκαλίζονται πως πορευόμαστε σωστά.

Για τους φόρους που θα ξεσπάσουν σαν καταιγίδα από τον άλλο μήνα και τον «κόφτη» που έρχεται, ούτε κουβέντα. «Κάβος είναι θα περάσει», λένε, παρότι ξέρουν πως ο δύσκολος Σεπτέμβρης που όλοι πια θα έχουν νιώσει στο πετσί τους την σκληρότητα των μέτρων που ψηφίζονται στη βουλή το σαββατοκύριακο, δεν είναι μακριά.

«Να παίρναμε και το χρέος, καλά θα ήταν αλλά που, με τον Σόιμπλε στη θέση του» το παράπονο. «Και τότε πως θα τη γυρίσουμε τη σελίδα;» ρωτάμε. «θα δείτε», η απάντηση. Αυτό το «θα δείτε» έτσι γενικώς και αορίστως το έχουμε ακούσει και από αλλού, αλλά δεν είδαμε μέχρι σήμερα. Πόσο μάλλον αυτή τη φορά που πληροφορηθήκαμε  πως στην κυβέρνηση νιώθουν δικαιωμένοι από την τόσο μακρά και φθοροποιό αξιολόγηση, όχι μόνο γιατί πιστεύουν ότι κέρδισαν πολιτικά από αυτή σε κάποια «κόκκινα» σημεία (σ.σ ως τέτοια θεωρούν την μη ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ και της μικρής ΔΕΗ, τη διετή «προστασία» της πρώτης κατοικίας από τα funds, την αοριστία του δημοσιονομικού κόφτη κλπ) αλλά και επειδή ανέδειξαν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των δανειστών και κατάφεραν να βάλουν το χρέος στο τραπέζι προς μελλοντική λύση.

Η κυβέρνηση μπορεί να μην έχει πειστεί ούτε η ίδια πως με τα 10-11 δισ. ευρώ των «σπαστών» δόσεων, της επαναφοράς του waiver και της ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι, θα καταφέρει να στρίψει το τιμόνι. Δεν έχει όμως και πολλές άλλες επιλογές από το να προσπαθεί να καλλιεργεί θετικό κλίμα και να παρακαλά να έρθουν επενδυτές, γιατί ξέρει πως στην πραγματικότητα οι επόμενοι μήνες δεν θα είναι καθόλου εύκολοι για κανέναν, και ειδικά για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

Τουλάχιστον αν υπάρχει μια ελπίδα είναι ότι αυτή η συνειδητοποίηση των δυσκολιών -έστω κι από ένα μέρος των ανθρώπων που συμβουλεύουν τον Πρωθυπουργό- θα βοηθήσει να «τρέξουν» από εδώ και πέρα κάποια πράγματα ταχύτερα. Και  δεν είναι μόνο ότι πολλά αφέθηκαν πίσω όλο αυτό το διάστημα, αλλά κυρίως η εκτίμηση πως αν δεν συμμορφωθεί πλέον η κυβέρνηση με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει από το μνημόνιό της, η κλεψύδρα θα αδειάσει πολύ γρήγορα.

Το σίγουρο είναι πως στην κυβέρνηση έχουν βάλει πλέον την κασέτα να παίζει δυνατά μουσική για τους επενδυτές και τους δανειστές. Εξ ου και σύντομα, όπως λένε οι πληροφορίες, θα δούμε μια συντονισμένη προσπάθεια στο Μαξίμου να θέσει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα εκτέλεσης του κυβερνητικού έργου, ειδικά ως προς τα εκκρεμή νομοσχέδια πολλά από τα οποία θα πρέπει να περάσουν μέσα στο καλοκαίρι από τη Βουλή ως μέρος της 2ης αξιολόγησης που έπεται το Φθινόπωρο. «Η εντολή είναι να πατήσουν οι υπουργοί το πόδι στο γκάζι γιατί μόνο έτσι θα βγει ο λογαριασμός», έλεγε χθες κυβερνητικό στέλεχος που συμμετέχει στον σχεδιασμό. «Ανάπτυξη και επενδύσεις, χτύπημα της διαφθοράς και βελτίωση της καθημερινότητας», θα είναι το αφήγημα που θα ακούμε όλο και πιο συχνά από εδώ και πέρα.

Ας κρατήσουμε χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών κι ας περιμένουμε «να δούμε».