Του Βασίλη Γεώργα
Το αποψινό Eurogroup, στην ατζέντα του οποίου η Ελλάδα είναι 3ο θέμα, θα είναι μόνη η αρχή για να ξεμπλέξει το κουβάρι της δεύτερης αξιολόγησης και των πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων που καλείται να νομοθετήσει η κυβέρνηση για να διασφαλίσει τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018.
Η συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών θα είναι σημαντική για την Ελλάδα, γιατί πάνω από όλα σήμερα αναμένεται να αποσαφηνιστεί αν μετά από μια περίοδο σφοδρών αντεγκλήσεων με την ευρωζώνη και το ΔΝΤ, υπάρχουν αντικειμενικά περιθώρια σύγκλισης μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών ώστε στο ορατό μέλλον να διαμορφωθούν προϋποθέσεις συμφωνίας.
Ακόμη, όμως, και αν διαμορφωθεί πολιτικά τώρα ή τον Μάρτιο ένας «οδικός χάρτης» ώστε η αβεβαιότητα να μην εκτροχιάσει το τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία, καλά ενημερωμένες πηγές λένε πως δεν θα πρέπει κανείς να περιμένει μια τελική συμφωνία πριν τον ερχόμενο Μάιο αρχής γενομένης από την ημέρα που η τρόικα θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα αρχίσει να ξεφυλλίζει ένα προς ένα τα δύσκολα τεχνικά θέματα που παραμένουν ανοιχτά στο τραπέζι.
Ενώ οι βασικές αποφάσεις ζητείται να ληφθούν άμεσα, οι τελικές υπογραφές που θα οδηγήσουν στην εκταμίευση περαιτέρω χρηματοδότησης προς την Αθήνα, θα πέσουν μόνον εφόσον έχουν κλείσει όλες οι εκκρεμότητες. Όταν δηλαδή θα έχει αποσαφηνιστεί πλήρως το ύψος των περικοπών που απαιτείται από τους δανειστές να γίνουν στις συντάξεις και στο αφορολόγητο όριο για το 2019, συμφωνηθούν οι αλλαγές στα εργασιακά, οι παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας, οι αναπροσαρμογές στα ειδικά μισθολόγια των ένστολων, και όλα όσα συνιστούν από πέρυσι το ανοιχτό πακέτο της 2ης αξιολόγησης.
Με δεδομένη την συμφωνία ΔΝΤ – ευρωζώνης για την προκαταβολική νομοθέτηση των περικοπών στο αφορολόγητο και της ένταξης των συντάξεων στον «κόφτη», κλειδί για τον υπολογισμό του ύψους των περικοπών και του χρόνου που θα αποφασιστούν, θα είναι το τελικό ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2016, που πρόκειται να ανακοινωθεί τον Απρίλιο από τη Eurostat.
Σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση το περσινό πρωτογενές πλεόνασμα έκλεισε στο 3% αντί του στόχου για 0,5% και η επίπτωσή του θα είναι θετική την επόμενη διετία, εξαλείφοντας την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για το 2018-2019. Για την κυβέρνηση, που αξιοποιώντας τη φετινή υπεραπόδοση, επιμένει δημόσια να αντιτίθεται στις απαιτήσεις λήψης προκαταβολικών μέτρων, το πρόβλημα είναι ότι «το ΔΝΤ δεν αποδέχεται τις προβλέψεις των ευρωπαϊκών θεσμών για μηδενικό δημοσιονομικό κενό το 2019», όπως επισήμανε ο υπουργός Επικρατείας Δ. Τζανακόπουλος.
Οι περίπου τρεις ή τέσσερις μήνες που θα μεσολαβήσουν μέχρι του σημείου που τεχνικά θα μπορεί κανείς να μιλήσει για ολοκληρωμένη συμφωνία, είναι ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα γεμάτο με παγίδες. Ένας τόσο ευρύς χρονικός ορίζοντας θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την τρόικα βαθιά μέσα στην περίοδο των εκλογικών αναμετρήσεων στην Ευρωζώνη ενώ παράλληλα θα επιδρά ανασταλτικά στην ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτή η χρονοκαθυστέρηση και το πολιτικό και οικονομικό ρίσκο που ενέχει, είναι που ωθεί κυρίως την κυβέρνηση αλλά και τους δανειστές, να επιδιώκουν να θέσουν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ενεργειών αλλά και να κάνουν εφικτή μια «πολιτική δήλωση» στο Eurogroup ότι η αξιολόγηση θα κλείσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πριν το καλοκαίρι που συσσωρεύονται υψηλά χρεολύσια.
Η πιο χαρακτηριστική αναφορά που επιβεβαιώνει τα παραπάνω, είναι αυτή του επικεφαλής του EuroWorking Group Τόμας Βίζερ ο οποίος καλώντας την κυβέρνηση να δεχθεί την μείωση συντάξεων και αφορολόγητου είπε (ΘΕΜΑ) ότι «δεν χρειάζεται να επιτευχθεί (από τώρα) συμφωνία για το ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων» και ότι «η ανάγκη συμφωνίας για ένα καλό σημείο εκκίνησης οδηγεί ορισμένους στο λάθος συμπέρασμα να πιστεύουν ότι πρέπει να συμφωνηθεί από τώρα η τελική λύση».
Στην πράξη όλα αυτά σημαίνουν πως όχι μόνο βρισκόμαστε πολύ μακριά από κάποια συμφωνία, αλλά ακόμη αναζητείται η γραμμή επανεκκίνησης των διαπραγματεύσεων από το σημείο που είχαν διακοπεί το περσινό Φθινόπωρο, και ενώ κάθε ημέρα καθυστέρησης όχι μόνο προσθέτει βάρη στην οικονομία, αλλά αποδυναμώνει την διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας.
Ερώτημα το χρέος και το QE
Το μεγάλο ερωτηματικό της 2ης αξιολόγησης εκτός από το ύψος των πρόσθετων μέτρων που καλείται να ψηφίσει η κυβέρνηση, έχει να κάνει με το αν η ολοκλήρωσή της, θα συνοδεύεται από κάποιου είδος αποσαφήνιση των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους.
Η εκ των προτέρων εξειδίκευση αυτών των δυνητικών παρεμβάσεων έχει συνδεθεί από την ελληνική κυβέρνηση (για πολιτικούς λόγους), το ΔΝΤ (για οικονομικούς λόγους) αλλά και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (για τεχνικούς λόγους) με την επαναφορά του ελληνικού χρέους σε τροχιά «βιωσιμότητας» και ως εκ τούτου αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πριν αυτό ολοκληρωθεί μέσα στο 2018.
Η ευρωζώνη έχει στείλει σε όλους τους τόνους το μήνυμα πως το θέμα των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων ελάφρυνσης του χρέους θα εξεταστεί το 2018 «εάν και εφόσον χρειαστεί», όπως αναλυτικά περιγράφεται σε διαδοχικές αποφάσεις του Eurogroup τον περασμένο Μάιο και Δεκέμβριο. Τις προηγούμενες ημέρες ειπώθηκε στην κυβέρνηση ότι θα ήταν προς το συμφέρον της να μην επαναφέρει το θέμα στο Eurogroup.
Αντίστοιχα οι πληροφορίες που «διέρρευσαν» από γερμανικά ΜΜΕ και που μένει να επιβεβαιωθούν ή όχι μετά την εκ του σύνεγγυς συνάντησή τους την ερχόμενη Τετάρτη, αναφέρονται σε συμφωνία μεταξύ Μέρκελ και Κριστίν Λαγκάρντ ώστε το θέμα του ελληνικού χρέους να συζητηθεί σε κάθε περίπτωση μετά τις γερμανικές εκλογές, ήτοι τον χειμώνα του 2017-2018. Η εν λόγω συμφωνία φαίνεται πως περιλαμβάνει «εγγυήσεις» από ευρωπαϊκής πλευράς ότι το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά στο μέλλον ώστε να ανοίξει ο δρόμος χρηματοδοτικής συμμετοχής του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα με ένα ξεχωριστό μνημόνιο το οποίο ωστόσο θα περιλαμβάνει κοινές παραδοχές με το μνημόνιο που έχει συνάψει η Ελλάδα με τον ESM.
Προς το παρόν δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι με το κλείσιμο της αξιολόγησης είναι διασφαλισμένη η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και αυτό δημιουργεί σοβαρό πολιτικό πρόβλημα στην Αθήνα.
Αν υπάρχει ένα περιθώριο αυτό να συμβεί κάποια στιγμή προς το καλοκαίρι, με τα σημερινά δεδομένα θα είναι άμεσα συνδεδεμένο όχι με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, αλλά με την δέσμευση της Ελλάδας -και την αποδοχή όλων των πλευρών των δανειστών- ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια μετά το μνημόνιο, διασφαλίζοντας έτσι με ίδια μέσα την ομαλή εξυπηρέτηση του χρέους της.