Πώς μπορεί το Χρηματιστήριο Αθηνών να διατηρήσει το success story

Πώς μπορεί το Χρηματιστήριο Αθηνών να διατηρήσει το success story

Η πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία, αυξάνει τις αναταράξεις και στις παγκόσμιες αγορές εκτοξεύοντας το ενεργειακό κόστος και κατά συνέπεια τον πληθωρισμό και στις δυο μεριές του Ατλαντικού. Σε αυτό το πλαίσιο είναι εύλογο το ερώτημα κατά πόσον  το χρηματιστήριο θα μπορούσε να διατηρήσει σε ισχύ το θετικό σενάριο που διαφάνηκε στην αρχή της χρονιάς, ποιες θα είναι οι πιθανές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία και εάν είναι δυνατόν  η αγορά ενσωματώνοντας τις όποιες επιπτώσεις να συνεχίσει τη μεσοπρόθεσμη ανοδική της πορεία.

Μετά από τρεις συνεχόμενες εβδομάδες πίεσης στο Ελληνικό χρηματιστήριο λόγω της πολεμικής σύρραξης Ρωσίας - Ουκρανίας, η αγορά αντέδρασε με  ευκρινή άνοδο την εβδομάδα που πέρασε κλείνοντας 39 μονάδες από τα χαμηλά της Τρίτης  πάνω από τον εκθετικό κινητό μέσο των 200 εβδομάδων.

Ο Γενικός Δείκτης πραγματοποιώντας ένα ράλι ανακούφισης (relief rally)αντέδρασε από τα μέσα της ζώνης που οριοθετούν οι δυο κινητοί μέσοι των 200 εβδομάδων. Στόχος η κατάκτηση των 830 μονάδων και κατόπιν η ζώνη των 852-854 μονάδων. Ενδεχόμενη υπέρβαση των 852 μονάδων θα αυξήσει τις προσδοκίες προς τις 880 μονάδες (pivot point για τη μεταβολή της βραχυπρόθεσμης τάσης σε ανοδική). Αντίθετα, αδυναμία υπέρβασης των 830 ή και των 852 μονάδων θα επαναφέρει τις πιέσεις των πωλητών με τις 778 μονάδες να αποτελούν ισχυρό οχυρό, πριν η διαγραμματική εξέλιξη μετατραπεί σε ιδιαίτερα αρνητική.

Σε περιόδους μεγάλης μεταβλητότητας και συνεχών αναταράξεων οι επενδυτές αυξάνουν τη συμμετοχή τους με αποτέλεσμα συχνά να μένουν εκτός σημαντικής ρευστότητας  «εγκλωβισμένοι»  σε υψηλότερες τιμές ή εφόσον διατηρούν ρευστότητα να αψηφούν τις ανοδικές κινήσεις με αποτέλεσμα όταν γυρίζει η αγορά να μένουν εκτός.

Πρόκειται για περιόδους όπου η ψυχραιμία και η ελεγχόμενη ανάληψη ρίσκου παίζουν πρωτεύοντα ρόλο και ίσως η ενδεδειγμένη επιλογή να είναι  «και λεφτά και χαρτιά».

Στη συγκεκριμένη πολεμική περίπτωση οι βασικοί λόγοι των αναταράξεων είναι :

1) Η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους  που τροφοδοτεί τον πληθωρισμό  μετατρέποντάς τον σε αυτοτροφοδοτούμενο, μέσω και των κερδοσκοπικών κινήσεων στα συμβόλαια φυσικού αερίου και πετρελαίου 

2)  Η αβεβαιότητα της χρονικής διάρκειας της σύρραξης που σε συνδυασμό με την επιβολή κυρώσεων της  Δύσης στη Ρωσία συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα αμφιβολιών  όσον αφορά την εξομάλυνση στο γεωπολιτικό πεδίο.

Παρά το γεγονός ότι η ροή φυσικού αερίου και πετρελαίου συνεχίζει απρόσκοπτα και οι πληρωμές προς Ρωσία διενεργούνται κανονικά , η εκτόξευση των τιμών στα συμβόλαια υπήρξε πραγματικά «κερδοσκοπική», προεξοφλώντας ακόμα και κλείσιμο της στρόφιγγας εκ μέρους της Ρωσίας.

Σε αυτό το πλαίσιο  είναι εύλογο το ερώτημα κατά πόσον  το χρηματιστήριο θα μπορούσε να διατηρήσει σε ισχύ το θετικό σενάριο που διαφάνηκε στην αρχή της χρονιάς, ποιες θα είναι οι πιθανές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία και εάν είναι δυνατόν  η αγορά ενσωματώνοντας τις όποιες επιπτώσεις να συνεχίσει τη μεσοπρόθεσμη ανοδική της πορεία.

Η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας, σε ό,τι αφορά στην κάλυψη της απαιτούμενης ποσότητας μέσω εισαγωγών είναι υψηλή.  Επομένως  αναμένεται οι επιχειρήσεις να επηρεαστούν με αυξημένο κόστος παραγωγής και περιορισμού της κερδοφορίας τους. Όμως  η αφύπνιση  της Ευρώπης από τον γεωπολιτικό λήθαργο είναι  πιθανόν να περιορίσει τις επιπτώσεις αυτές, καθώς η παρουσίαση του σχεδίου REPower EUγια τη σταδιακή απεξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2027 σε συνδυασμό με τη λήψη μέτρων στήριξης,  θα αποτελέσει τροχοπέδη στην όξυνση του προβλήματος.

Η  άμεση  επιβάρυνση του τουρισμού, που είναι το βαρύ πυροβολικό της ελληνικής οικονομίας  από Ρωσία και Ουκρανία  θα είναι πραγματικά μικρή, καθώς εκτός των λίγων εσόδων, που συνεισέφεραν οι Ρώσοι τουρίστες (433 εκατ. σε σύνολο 18 δις. ευρώ το 2019) αναμένονται φέτος έσοδα στο 80% του 2019 από 61% το 2021. Χώρες με υψηλό κατά κεφαλή εισόδημα  που έχουν μεγάλη συμμετοχή στα τουριστικά μας έσοδα θα πρέπει να πληγούν πολύ στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών για να επιβαρύνουν τον τουρισμό μας συνυπολογιζομένου του γεγονότος  ότι η μεταπανδημική περίοδος έχει αυξήσει την τάση προς κατανάλωση.

Επενδύσεις - Προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Η αύξηση των επενδύσεων κατά 19,6% το 2021 ήταν ο σημαντικότερος δείκτης στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,3% την προηγούμενη χρονιά, καθώς η συμβουλή τους ανήλθε στο 2,3%.  

Εφόσον η χρονική διάρκεια του πολέμου είναι περιορισμένη ή σε επίπεδο όπου θα μπορεί η διπλωματία και όχι τα όπλα να έχει τον πρώτο ρόλο, ο ρυθμός των επενδύσεων στη χώρα όπως έχει ήδη φανεί θα συνεχίσει απρόσκοπτα, τροφοδοτώντας την ελληνική οικονομία  και συντηρώντας ένα νέο πρότυπο οικονομικής μεγέθυνσης, διατηρώντας θετικές τις προοπτικές της.  Προσθέτουμε τις πολύ καλές επιδόσεις των εξαγωγών, που αναμένεται να συνεχιστούν και αυτή τη χρονιά.

Στις εισηγμένες,  το ενεργειακό κόστος θα επηρεάσει οπωσδήποτε συγκεκριμένους τομείς (βιομηχανία-κατασκευές)  και στο λιανικό εμπόριο  οι εταιρείες θα πάνε καλά στο τρίμηνο σε σχέση με πέρσι που υπήρχε περιοριστικό καθεστώς. Επομένως θα παίξει ρόλο η χρονική διάρκεια του πολέμου, καθώς είναι λογικό να επηρεαστούν αρνητικά οι πωλήσεις και το περιθώριο κέρδους.

Όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο, τα διυλιστήρια ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ –ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ, ο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ  με τις υψηλές τιμές αλουμινίου, οι εταιρείες πληροφορικής, ο ΟΠΑΠ και ΟΤΕ που δεν επηρεάζονται από τις τιμές των πρώτων υλών συνιστούν δεικτοβαρείς επιλογές  που ακόμα σε περίπτωση χρονικής επέκτασης της κρίσης  θα μπορούν να υπεραποδώσουν.

Όσον αφορά τις τράπεζες, η JP Morgan στο τελευταίο της report  εκτιμά ότι οι μονοψήφιοι δείκτες NPE είναι πλέον σταθερά ορατοί και οι προοπτικές αύξησης των δανείων και των δεικτών αποδοτικότητας ROTEs έχουν βελτιωθεί ορατά. Οι μετοχές διαπραγματεύονται τώρα με 0,56x έναντι 0,90x του μέσου όρου της Ευρωζώνης, και θα μπορούσε να ανατιμηθεί περαιτέρω.

Εν κατακλείδι, το ελληνικό χρηματιστήριο θα μπορέσει να διατηρήσει το θετικό σενάριο σε ισχύ, ιδίως εάν η κρίση ( και κυρίως το ενεργειακό κόστος ) έχει περιορισμένη διάρκεια καθώς μετά την άνοιξη στο Β. Ημισφαίριο είναι δύσκολο να διατηρηθούν σε πολύ υψηλά  επίπεδα, οι τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου.