Oι επενδύσεις, η κατανάλωση και η Ευρώπη σώζουν την παρτίδα για το ΑΕΠ

Oι επενδύσεις, η κατανάλωση και η Ευρώπη σώζουν την παρτίδα για το ΑΕΠ

Τρεις παράγοντες με διαφορετικά πρόσημα συνεισφοράς ο καθένας είναι οι πρωταγωνιστές στην δυσκολότερη μεταπολεμική οικονομική συγκυρία της χώρας, μετά και τα τελευταία στοιχεία για το ΑΕΠ: Η κατανάλωση που κρατήθηκε στο «ύψος» της, οι επενδύσεις που διατηρούν ισχυρό θετικό πρόσημο και ο τουρισμός, με αρνητική όπως αναμενόταν, επίδοση.

Η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών έφτασε το τρίτο τρίμηνο στα 40.87 δισ. ευρώ, δηλαδή διατηρήθηκε εκεί που βρισκόταν το 2019 (σταθεροποίηση). Δεν υποχώρησε παρά το γεγονός ότι νοικοκυριά και επιχειρήσεις κράτησαν «πυρομαχικά» άνω των 11 δισ. ευρώ όπως προκύπτει και από την αύξηση του υπολοίπου στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Αιτία οι επιδοτήσεις και τα γενναία πακέτα στήριξης της οικονομίας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι μόνο κατά το τρίτο τρίμηνο η κυβερνητική δαπάνη έφθασε τα 9.262 εκατ. ευρώ. Τα πακέτα αυτά είναι που συγκράτησαν μια ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, πολλώ δε μάλλον αν σκεφτεί κανείς, πόσα πολλά κεφάλαια μετατράπηκαν σε αποταμιεύσεις ιδιωτών, δηλαδή έλειψαν από την κατανάλωση.

Στο μέτωπο των επενδύσεων, δηλαδή του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, ανήλθαν στα 4,9 δισ. ευρώ, πάνω από από 4,81 δισ. το 2019. Γιατί ; Μια από τις ερμηνείες συνδέεται με την αγορά ακινήτων, το μεγαλύτερο παραδοσιακά αιμοδότη του ΑΕΠ, οι τιμές της οποίας, παρά την κρίση, δεν μειώθηκαν. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για το τρίτο τρίμηνο, δείχνουν ότι οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 3,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019.

Αναφορικά με δύο άλλους κρίσιμους τομείς, δηλαδή τουρισμό και ναυτιλία (εξαγωγές αγαθών υπηρεσιών), τα έσοδα ανήλθαν σε 16,56 δισ. ευρώ από 19,3 δισ. το 2019. Και ενώ τα μέτρα στήριξης και οι επιδοτήσεις κατόρθωσαν να σταθεροποιήσουν την αμοιβή της εξαρτημένης εργασίας στα 17,04 δισ. ευρώ, το μικτό λειτουργικό πλεόνασμα (κέρδη) υπέστη αρκετά βαριά μείωση αφού έφθασε τα 18,87 δισ. ευρώ έναντι… 21,57 δισ. το 2019.

Απολογιστικά, κατά το τρίτο φετινό τρίμηνο η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της οικονομίας ανήλθε σε 35,48 δισ. ευρώ έναντι 39,53 δισ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο του 2019. Και επειδή κατά το δεύτερο τρίμηνο, αυτό της μεγάλης ύφεσης, χάσαμε 5,67 δισ. ευρώ, αλλά κατά το τρίτο κερδίσαμε περίπου 1,33 δισ. ευρώ, τελικά έχουμε μια απώλεια 4,046 δισ. ευρώ

Εδώ εξηγείται και η απόφαση της κυβέρνησης να ανοίξει σ’ ένα βαθμό την οικονομία. Κίνηση που μαζί με τα μέτρα στήριξης και τις επενδύσεις μείωσε κατά 25% τις απώλειες του δεύτερου τριμήνου και δεν τις αύξησε περαιτέρω στο τρίτο.

Στο υποθετικό σενάριο κατά το οποίο, τόσο κατά το τρίτο, όσο και κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους, η οικονομία έμπαινε σε ένα μερικό lockdown, όπως αυτό που ζούμε τις τελευταίες εβδομάδες, θα μιλούσαμε για μία απόλυτη οικονομική καταστροφή. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, θα «έγραφε» απώλειες 5,19 δισ. ευρώ.

Δηλαδή η συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του έτους θα διαμορφώνονταν σε 131,43 δισ. ευρώ , έναντι 158,19 δισ. πέρυσι, άρα το ΑΕΠ του 2020 θα ανέρχονταν σε 151,634 δισ. ευρώ. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μιλούσαμε για ύφεση 17% έναντι 10% που υπολογίζουμε περίπου σήμερα!

Αυτά δεν είναι απλώς νούμερα στο χαρτί. Είναι ζωές ανθρώπων. Τον Ιανουάριο εκτιμούσαμε ότι το 2020 θα είχαμε μία μείωση της ανεργίας κατά 55.000 ανθρώπους (μοντέλο Oxford και ΕΚΠΑ).

Όμως τον φετινό Ιούλιο όταν καταλάβαμε την έκταση της επικείμενης καταστροφής αρχίσαμε να μιλάμε για αύξηση της φετινής ανεργίας κατά 107.000 ανθρώπους. Σήμερα ο αριθμός αυτός έχει περιοριστεί (με τα μέτρα στήριξης) στα 42.000 άτομα με ποσοστό ανεργίας στο 18,60%. Βέβαια, η συζήτηση για παρόμοια σενάρια γινόταν τον Ιανουάριο, όταν τότε εκτιμούσαμε εθνικό πλεόνασμα (Maastricht) 1,09 δισ ευρώ ενώ σήμερα προβλέπουμε ότι θα έχουμε έλλειμμα 13,4 δισ (!) ευρώ με κόστος δημόσιου δανεισμού 0,60%(!) και το 2021 ίσως όπως της Γερμανίας! Αυτό σημαίνει ότι και η Ευρώπη και κυρίως η ΕΚΤ (ευρώ) βάζουν γερή πλάτη!

* Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο ΕΚΠΑ.