Κατσανοχώρια: Ανάμεσα σε δύο υδάτινους δρόμους

Κατσανοχώρια: Ανάμεσα σε δύο υδάτινους δρόμους

Ο χρόνος μοιάζει (επιτέλους) να έχει επιστρέψει στα χέρια μας και μάλιστα την ιδανική εποχή. Γι αυτό κι εγώ θα σας «πάω» εκεί όπου τα χωριά είναι σφιχταγκαλιασμένα σε κατάφυτες πλαγιές, με τα βράχια, τα δάση, τις άγριες χαράδρες, τα ποτάμια τα γεφύρια και τις εκκλησιές. Όλα εναλλάσσονται με καταιγιστικούς ρυθμούς και ίσως χρειαστεί να πάρετε μια ανάσα για να αντέξετε αυτό που ζείτε.

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευση του ονόματος των Κατσανοχωρίων, με αυτή της λαϊκής παράδοσης πολλοί να έχουν σαν την επικρατέστερη. Κάποτε όλα τα συμπλέγματα των χωριών γύρω από τα Ιωάννινα όπως τα Ζαγοροχώρια, Τζουμεκοχώρια, Τομαροχώρια, συγκεντρώθηκαν για θέματα που αφορούσαν την περιοχή. Στο τέλος όταν όλοι κάθισαν μαζί για φαγητό, οι κάτοικοι των Τομαροχωρίων για κάποια προηγούμενη μικρή διαφωνία κάθισαν χώρια προκαλώντας τα σχόλια των υπολοίπων, «κοιτάξτε αυτοί κάθισαν χώρια. Είναι ή θα είναι από τα … Κατσανοχώρια»! Από όποιο σημείο και να προσεγγίσεις την περιοχή, αμέσως το βλέμμα θα κατακλυστεί από την Νότια Πίνδο. Αγέρωχη, βραχώδης, γυμνή κορμοστασιά στα ψηλά και με δάση από μαύρα πεύκα, έλατα, βελανιδιές, κουμαριές και πλατάνια, στα χαμηλά υψίπεδα. Τα ανατολικά όρια των Κατσανοχωρίων τα καθορίζει ο Άραχθος ενώ από τα δυτικά η οροσειρά του Αϊ Θανάση.



Από νότια η περιοχή προφυλάσσεται από το όρος Ξηροβούνι που όμως εμποδίζει τους νότιους ήπιους και θερμούς ανέμους που προέρχονται από τον Αμβρακικό κόλπο να γλυκάνουν το κλίμα, ενώ προς βορρά το ανάγλυφο της περιοχής γίνεται πιο ομαλό καθώς καταλήγει στο δήμο Παμβώτιδας και τα Ιωάννινα. Με μια πρώτη ματιά στο χάρτη θα διαπιστώσετε ότι οι αποστάσεις μεταξύ των χωριών είναι μικρές, αλλά οι στροφές του δρόμου, τα όμορφα τοπία αλλά και τα μνημεία, θα είναι αυτά που θα σας καθυστερήσουν. Αλλά όλα έχουν το ανάλογο τίμημα κι εδώ το πιθανότερο είναι να ακούσετε, «σκληρή η ζωή της επαρχίας και ο κόσμος φεύγει, δεν έχει μέλλον εδώ». Και όμως οι ίδιοι άνθρωποι που λένε αυτές τις κουβέντες είναι αυτοί που με την δύναμη της ψυχής τους κάνουν τον σκληρό, αλλά όμορφο τόπο να αντέχει.

Με φόντο τα Τζουμέρκα

Για να έλθω εδώ «πάνω» αφορμή στάθηκε ένα απλό γεγονός. Το τραγούδι του Ηπειρώτη ταχυδρόμου της περιοχής μου, που αντηχεί συχνά στους τοίχους των πολυκατοικιών. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες μουσικές γνώσεις για να αναγνωρίσεις το χαρακτηριστικό μακρόσυρτο ρυθμό της Ηπείρου, που μαρτυρά τον ρομαντισμό, το δέσιμο και την νοσταλγία για την θέα των απότομων κορυφών των Τζουμέρκων. Εκεί «πάνω» από τους πρώτους που συνάντησα ήταν οι κτιστάδες μιας εκκλησιάς έξω από τους Χουλιαράδες. «Σκληρή η ζωή της επαρχίας», είπαν με μια φωνή. Συνηθισμένες κουβέντες που συχνά αντηχούν στο μυαλό αυτών που ταξιδεύουν στην Ελλάδα.

Σε ένα τέτοιο τόπο, συνήθως τα λόγια αυτά αντιστοιχούν σε πρόσωπα σκληρά σκαμμένα από το μόχθο, αλλά με ευγενικά, χαμογελαστά μάτια που όταν σε κοιτάνε κερνώντας σε ντόπιο τσίπουρο και μεζέ, δύσκολα τους αντιστέκεσαι. Μιλώντας μαζί τους γρήγορα θα καταλάβεις πως η ευγένεια και η δύναμη αυτών των ανθρώπων είναι που κάνει αυτό τον τόπο να αντέχει, να συντηρείται και να λάμπει μέσα από τους σκουρόχρωμους τοίχους των σπιτιών, των εκκλησιών και των γεφυριών που δρασκελίζουν τον Άραχθο. Ο Άραχθος ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια της Ηπείρου, διασχίζει την περιοχή μέσα από βαθιές χαράδρες και άγρια βουνά. Το ανθρώπινο στοιχείο έμαθε να ζει μαζί του, δημιουργώντας οικισμούς, προστατευμένους από απότομες πλαγιές οι οποίες συνήθως καταλήγουν σε χαράδρες που κυλούν αέναα τα νερά του. Οικισμούς, που φέρουν την πολιτιστική και οικιστική κληρονομιά τους, χαραγμένη στη σκληρή πέτρα. Τόσο σκληρή, όσο και ο τόπος που εν τούτοις κρύβει μια ιδιαίτερη, τρυφερή γοητεία.

Αρχικά το έντονο ορεινό ανάγλυφο δίνει την εντύπωση ότι το περιβάλλον είναι εχθρικό για τον άνθρωπο. Και όμως επιφανειακά ευρήματα από την εποχή του χαλκού, ερειπωμένες ακροπόλεις και ελληνιστικά φρούρια που έλεγχαν το ρου του Άραχθου και τις χαράδρες των παραποτάμων του (που ήταν δίοδοι επικοινωνίας), μαρτυρούν ότι κατοικήθηκε από πολύ νωρίς. Αυτό έγινε πριν από 4.000 χρόνια και από τότε η μοίρα των κατοίκων οριζόταν από τις εποχικές μετακινήσεις. Απόδειξη αυτών των μετακινήσεων είναι η απουσία ανοικτών χωριών, χωρίς προστασία από τείχη, στην περιοχή των Κατσανοχωρίων και των Τζουμέρκων. Βασική ασχολία των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία, που με τις μετακινήσεις αντιπαρέρχεται και προσαρμόζεται στις κλιματολογικές συνθήκες των βουνών.

Αυτές οι μετακινήσεις, τους έφεραν σε επαφή με τους μόνιμα εγκατεστημένους γείτονες γεωργούς, ανοίγοντας σύντομα το δρόμο για το εμπόριο. Όμως οι επιδρομείς Σλάβοι, Βούλγαροι, Νορμανδοί, θα ερημώσουν πολλές φορές τα Κατσανοχώρια και τα Τζουμέρκα , τα οποία όμως άλλες φορές γνώρισαν την ευημερία πότε με την σύντομη ένδοξη βασιλεία του Πύρου (3ος αι. π.Χ.), και πότε ως Δεσποτάτο ή ανεξάρτητος πυρήνας μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την νέα αγροτική πολιτική, θα χαθούν πολλά βοσκοτόπια υποχρεώνοντας πολλούς κατοίκους σε μετανάστευση που κορυφώνεται στα μέσα του 20ου αιώνα. 

Σταυροδρόμι άγριας ομορφιάς

Το Καλέντζι ήταν μέχρι πρόσφατα η έδρα του δήμου των Κατσανοχωρίων και καθώς αναπτύσσεται σε μικρό οροπέδιο, σε κάνει να δυσπιστείς ότι βρίσκεσαι σε υψόμετρο 620. Νότια του χωριού και στα όρια με τον δήμο Πραμάντων όπου κυλά ο Άραχθος, πατά στα όρια των δύο δήμων η φημισμένη, αλλά αναστυλωμένη πλέον γέφυρα της Πλάκας που σήμερα είναι ένα από τα σημεία που καταλήγουν οι λάτρεις του ράφτινγκ και του καγιάκ. Βόρεια από το Καλέντζι ο σχετικά καλός δρόμος οδηγεί στα υπόλοιπα χωριά του δήμου με την δική τους ιστορία και φυσικές ομορφιές. Κοντά στο Ελληνικό, στην άκρη του γκρεμού, βρίσκεται η μονή Τσούκας η οποία προσφέρει εντυπωσιακή θέα στη χαράδρα του Άραχθου και τα απέναντι Τζουμέρκα. Νοτιότερα και 600 μ. μακριά, κριμένο από τον κεντρικό δρόμο, αναπνέει ακόμα ένας μικρός αλλά σημαντικός οικισμός, το Κωστήτσι, του οποίου τα λιθόστρωτα δρομάκια και οι πέτρινοι τοίχοι των σπιτιών, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το σε ποια περιοχή βρίσκεσαι.



Από τα 870 μ. του χωριού ο δρόμος κατηφορίζει με ένα ατέρμονο στροφηλίκι βαθιά μέσα στη χαράδρα του Άραχθου. Ελάχιστες ώρες της ημέρας οι ακτίνες του ήλιου φθάνουν έως εδώ καθώς οι απότομες ορθοπλαγιές έχεις την εντύπωση ότι φθάνουν ως τον ουρανό. Ο Άραχθος κυλά ατάραχος και το πέτρινο γεφύρι της Πολιτσάς μοιάζει σίγουρο για την υπεροχή του στην άνιση πάλη ομορφιάς με τον διπλανό σύγχρονο γεφύρι του δρόμου που καταλήγει, μετά τις ανηφοριές, στο Αμπελοχώρι που έχει εντυπωσιακή θέα προς το πέρασμα του Καλαρρύτικου

Πρέπει να κάνεις κύκλο, αν σε φοβίζουν οι χωματόδρομοι, για να φθάσεις στους Χουλιαράδες και στα 1050 υψόμετρο όπου βρίσκεται. Κατηφορίζοντας από το Χαροκόπι-Πετροβούνι και διασχίζοντας μια περιοχή άγριας ομορφιάς με ορθοπλαγιές που διασχίζει ο Άραχθος, επιτέλους θα εμφανιστούν οι Χουλιαράδες. Δημιουργεί δέος η θέα των Τζουμέρκων από εδώ, με το χωριό Βαπτιστής που ακολουθεί, να δημιουργεί άλλη ηπιότερη αίσθηση καθώς είναι χτισμένο στη πλαγιά κατάφυτης ρεματιάς, με τρεχούμενα νερά και βρύσες. Ο δρόμος συνεχίζει να κατηφορίζει καθώς μοιάζει να στοχεύει την κοίτη του Καλαρρύτικου που φανερώνεται χαμηλά, πίσω από καστανιές, πλατάνια και βελανιδιές. Ξαφνικά όμως εμφανίζεται το Μιχαλίτσι στο οποίο έχεις την εντύπωση ότι ολοκληρώνεται η εικόνα των απέναντι Τζουμέρκων. Όμως μετά από λίγα χιλιόμετρα χωματόδρομου και σε ένα τοπίο ανείπωτης ομορφιάς με πλατάνια που φθάνουν μέχρι τα νερά του Καλαρρύτικου, εμφανίζεται η κρεμαστή γέφυρα του Γκόγκου.

Είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος και η Στρογκούλα (2.109 μ.) που σχεδόν την έβλεπα από παντού, είχε αποκτήσει εκπληκτικής ομορφιάς χρώματα, ενώ και η βροχή μόλις είχε σταματήσει. Συνέχισα να κοιτώ ψηλά στις γύρω ορθοπλαγιές από όπου κατηφόριζαν τα νερά του ποταμού που χάνονταν στο βάθος μετά από μια στροφή της κοίτης και συνειδητοποίησα ότι είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ήταν η ώρα να αρχίσω την επιστροφή και καθώς οδηγούσα σχεδόν μηχανικά στον γεμάτο στροφές δρόμο, προσπαθούσα να βάλω σε μια τάξη στο μυαλό μου όλα αυτά που είδα, τις εικόνες των βουνών, τους ανθρώπους, τις χαράδρες, τα γεφύρια και τις εκκλησιές. Νύχτα πια έφτασα στην έξοδο της εθνικής Άρτας-Ιωαννίνων με την μικρή κατολίσθηση που απέφυγα λίγο πριν, λες και σηματοδοτούσε το τέλος του οδοιπορικού μου στην περιοχή. Ναι, τώρα καταλάβαινα ακόμα πιο βαθιά το νοσταλγικό ύφος του τραγουδιού του φίλου ταχυδρόμου από τα Τζουμέρκα.

Αξίζει να δείτε

Στο Ελληνικό την ιερή μονή Τσούκας. Το μοναστήρι ιδρύθηκε στα 1190 ενώ αρχές του 18ου αι. η μονή καταστρέφεται και αμέσως ξανακτίζεται. Έχει φρουριακό χαρακτήρα, ξυλόγλυπτο τέμπλο του 18ου αι., λιθόκτιστο κωδωνοστάσιο του 1866 και εντυπωσιακή θέα στα γύρω βουνά και την χαράδρα του Άραχθου.

Την θέα έξω από το Κωστήτσι από το ξωκλήσι του προφήτη Ηλία στο λόφο. Βρίσκεται ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό (τα 700 μέτρα σκληρός χωματόδρομος), με θέα στα Τζουμέρκα και τη χαράδρα όπου σμίγουν τα δύο ποτάμια Άραχθος και Καλαρρύτικος.

Στους Χουλιαράδες την εκκλησία της Αγ. Παρασκευής (1745).

Στο χωριό Βαπτιστής, την ντριστέλα και το νερόμυλο του Αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή.

Στο Μιχαλίτσι, το ναό των Αγ. Πάντων (1836), ο οποίος είναι κτισμένος στη βάση προχριστιανικού κτίσματος.

Την κρεμαστή γέφυρα του Γκόγκου. Σχεδιασμένη το 1932 από τον γερμανό μηχανικό Κάρολο Βάικμαν, σήμερα αποτελεί σημείο εκκίνησης δραστηριοτήτων στο ποτάμι.

Πως θα πάτε

Το ιδανικό είναι με δικό σας όχημα, οπλισμένοι όμως με υπομονή λόγω του στενού οδικού δικτύου και των πολλών στροφών. Η Άρτα απέχει 347 χλμ. από την Αθήνα, ενώ τα Ιωάννινα 411 χλμ. Τα Ιωάννινα από το Ελληνικό απέχουν περίπου 25 χλμ.